Στη μελέτη Νεοελληνικά φιλολογικά
ψευδώνυμα, ο συντάκτης της, Κυριάκος Ντελόπουλος, ανέλαβε το πολύτιμο έργο να
αποδελτιώσει όλα τα ψευδώνυμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από το 1800 μέχρι το
2004, στην 3η συμπληρωμένη και διορθωμένη έκδοση του 2005 (1η έκδοση το 1969,
2η το 1983). Περιλαμβάνονται συνολικά 2261 συγγραφείς και 4117 ψευδώνυμα.
Φυσικά πρόκειται για μία εργασία σε εξέλιξη καθώς η έρευνα φέρνει στο φως καινούρια
δεδομένα ανατρέποντας παλαιότερες βεβαιότητες. Π.χ. ενώ μέχρι πρότινος τα
ψευδώνυμα Lucifer και Λυγξ αποδίδονταν από τον Π. Μουλλά στον Ε. Ροΐδη, ο
νεότερος μελετητής Λ. Βαρελάς αμφισβήτησε αυτή την άποψη μέσα από τις σελίδες
της «Νέας Εστίας». Αναφέρω το έργο του Ντελόπουλου επειδή δίνει τη δυνατότητα
για μια συνολικότερη εποπτεία του ψευδώνυμου στη νεοελληνική λογοτεχνία. Έτσι,
σύμφωνα με τις υπάρχουσες κανονιστικές κατατάξεις και διαχωρισμούς σε γενιές,
σχολές, ρεύματα κλπ. μια μελέτη πάνω στα, αλλιώς, ετερώνυμα, θα μπορούσε να
εμπλουτίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνέχουν κάθε κατηγορία.

 Το ψευδώνυμο είναι ένα σύμβολο που, κι αν δεν
απαιτεί αναγκαστικά αποκωδικοποίηση, ως σημαίνον από τη φύση του συνδέεται με
την ερμηνευτική. Η ερμηνευτική προσέγγιση δεν αποκαλύπτει κάποια «αλήθεια»,
αντιθέτως ανοίγει πιθανότητες κι έτσι το ψευδώνυμο μπορεί να αποκτήσει
πολλαπλές ιδιότητες. Πίσω από την επιλογή του βρίσκεται πάντα μία πρόθεση που
κατευθύνεται α) προς το κείμενο και β) προς τον αναγνώστη. Ως πρόθεση φέρει
δυνητικά πολλές προσλαμβάνουσες. Είναι μια υπο-γραφή που πλαισιώνει το έργο ως
αναπόσπαστο μέρος του και εντέλει ταυτίζεται μαζί του. Είναι ένας ερμηνευτικός
δείκτης για το κείμενο αλλά και τον αναγνώστη, ο οποίος ακόμη κι αν δεν υποψιάζεται
την ετερωνυμία ταυτίζει σημαίνον και αναφερόμενο, ή αλλιώς το όνομα με το έργο.

Η επιλογή του ψευδώνυμου μπορεί
να καθοριστεί με διάφορα κριτήρια τα οποία πάντα υπακούν στο ίδιο το έργο και
τις αναγνωστικές στοχεύσεις του. Κυρίαρχη παράμετρος είναι η αισθητική.
Αλήθεια, είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Γιώργο Ιωάννου να υπογράφει με το
πραγματικό του επώνυμο –Σορολόπης. Επιπλέον ανταποκρίνεται στο ύφος του έργου,
δηλαδή μιλάμε για συνολική αισθητική, και το είδος καθορίζει εν μέρει αυτή τη
σχέση στη μορφή. Π.χ. τα ψευδώνυμα στη σατιρική ποίηση –πεδίο λαμπρών
ευφυολογημάτων και επινοητικότητας– βρίσκονται σε πλήρη αντιστοίχιση με το
είδος που υπογράφουν.

Το είδος και το ύφος καθορίζουν
λοιπόν το ψευδώνυμο που θα υιοθετήσει ο συγγραφέας. Πέρα όμως από αυτή την
ενδοκειμενική και αμιγώς λογοτεχνική παράμετρο, το ψευδώνυμο είναι και μια
βιτρίνα που έμμεσα κοινοποιεί στον αναγνώστη ορισμένα «σημεία αναγνώρισης».
Μπορεί να δηλώνει τις επιρροές του, ας θυμηθούμε τον Ελύτη που εμπνέεται από
τον Ελυάρ, ή ακόμη τον Πέτρο Πικρό, ο οποίος αφουγκραζόμενος τα νέα λογοτεχνικά
ρεύματα από τη Ρωσία και τη Σκανδιναβία, που μέσω μεταφράσεων φέρνουν μια
ανανέωση στη ρεαλιστική αφήγηση στις αρχές του 20ου αι., υιοθετεί το όνομα του
Μ. Γκόργκι (στα ρωσικά γκόργκι σημαίνει πικρός). Αλλά και ο Δ. Χατζόπουλος
υπογράφει ως Μποέμ για να εκφράσει εκείνη την καλλιτεχνική τάση στην τέχνη και
τη ζωή της εποχής του fin de siècle. Αντίστοιχα ο Κοσμάς Πολίτης (Πάρις
Ταβελούδης) επιλέγει ένα ψευδώνυμο που κλείνει μέσα του το κοσμοπολίτικο και
διεθνιστικό πνεύμα της γενιάς του ΄30.

Παρ’ ότι με την έκθεση προς το
κοινό διακυβεύεται το κοινωνικό status quo του συγγραφέα φαίνεται πως το
ψευδώνυμο στην ουσία δεν αποκρύπτει την ταυτότητά του, τουλάχιστον δεν είναι
αυτοσκοπός. Αντιθέτως η φύση του ψευδώνυμου είναι συμβολική και παιγνιώδης σαν
αίνιγμα, δηλαδή δεν θέλει ακριβώς να αποκρύψει αλλά να παραπλανήσει. Βέβαια, σε
περιόδους ανελευθερίας και απαγόρευσης της ελευθεροτυπίας το ψευδώνυμο λειτούργησε
ως μάσκα προστασίας και συσκότισης της ταυτότητας, αν και συχνά η επωνυμία ήταν
ζήτημα στάσης και στη ζωή και στην τέχνη.

Εξάλλου η λογοτεχνία, μεταξύ
φαντασίας και πραγματικότητας μπορεί να υπαινίσσεται περισσότερο ή λιγότερο,
ξεγελώντας τον αναγνώστη, χωρίς να εκθέτει τον συγγραφέα. Δύο παραδείγματα
είναι διαφωτιστικά. Ο Γκυστάβ Φλομπέρ, έχοντας υπόψη ότι μπορεί να σκανδαλίσει,
περιγράφει στη Μαντάμ Μποβαρί τα ήθη της επαρχίας και των μικροαστικών ονείρων
για μεγαλεία. Δικάζεται για προσβολή και βέβαια αθωώνεται καθώς η λογοτεχνία
δεν είναι αξιόπιστο τεκμήριο, επομένως την παρτίδα σώζει η πολυσημία της και
όχι κάποιο ψευδώνυμο με το οποίο ίσως μόνο να απέφευγε την ταλαιπωρία. Δεύτερη
περίπτωση τα δικά μας Δεκαοκτώ κείμενα, όλα ενυπόγραφα από γνωστούς λογοτέχνες,
περνούν παραδόξως από τον χουντικό «νόμο περί τύπου», μία ελαφρότερη μορφή
λογοκρισίας, όπου οι συγγραφείς δεν αποκρύπτουν το όνομά τους αλλά παραπλανούν
το καθεστώς ελέγχου με το αλληγορικό περιεχόμενο των κειμένων της.

Το 1929 η Ντόρα Ρωζέττη
(ψευδώνυμο) εκδίδει, για να «εξαφανιστεί» σχεδόν αμέσως, το μυθιστόρημα Η
ερωμένη της, μια ιστορία για ένα λεσβιακό έρωτα (βλ. σχετικά περ. «Οδός Πανός»,
τχ. 132-133). Το ψευδώνυμο φάνταζε αναγκαίο σε αυτή την περίπτωση όπου η
κοινωνική ατίμωση βάσει των ηθών της εποχής ήταν σίγουρη. Δεν είναι όμως ο
κανόνας. Οι λογοτέχνες συχνά αντί να χρησιμοποιήσουν ψευδώνυμο, κινούνται
επώνυμα και μέσω της λογοτεχνίας να επιλέγουν τι και πόσα θα φανερώσουν.
Άλλωστε η συσχέτιση της προσωπικής ζωής και του έργου είναι αδόκιμη και αφορά
μόνο θεωρίες βιογραφισμού. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε τελείως την
ανακούφιση μπροστά στην έκθεση που προσφέρει το προσωπείο. Καθόλου τυχαία, το
περιοδικό των νέων, «Η διάπλασις των παίδων» του Γ. Ξενόπουλου δεχόταν
συνεργασίες από παιδιά δημοσιεύοντας με ψευδώνυμο. Έτσι συνδύαζε και το
παιγνιώδες-δημιουργικό στοιχείο αλλά και την ασφάλεια να δημοσιεύσει ένα παιδί
κείμενά του χωρίς να εκτεθεί. Γνωστός συνδρομητής και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ως
Αιθήρ.

Ενδιαφέρον έχουν και οι
περιπτώσεις που το γένος του ψευδώνυμου δεν συμφωνεί με το πραγματικό αυτού που
γράφει. Άντρες γράφουν ως γυναίκες και το αντίστροφο. Είναι χαρακτηριστική η
περίπτωση του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Παναγιώτη Πανά. Δεν ήταν βέβαια
ασυνήθιστο, από τον 19ο αι. κιόλας: ο Ξενόπουλος ως Κυρά Μάρθα, ο Παλαμάς ως
Φλόρα Μυράμπελη, ο Ροΐδης ως Anna Merrilies και Χρυσομάλλω. Όλοι βέβαια σε
δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά έντυπα, για μικρές χρονικές περιόδους, χωρίς να
συστήνουν κάποιο μεμονωμένο και ολοκληρωμένο έργο. Ο Πανάς παρουσιάστηκε το
1862 ως Γ. Κατσικογένη ή άλλοτε σκέτο Γεωργία, νεαρή, χειραφετημένη διανοούμενη
που παλεύει για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου. Εμφανιζόταν στο περιοδικό
«Εθνική βιβλιοθήκη» γράφοντας αινίγματα. Μάλιστα ο Παλαμάς αναφέρει ένα
επεισόδιο, όταν το 1871 η «πολυθέλγητρη, νεαρή και ιδιότροπη δεσποινίς Γεωργία»
θα προσέφερε μία εικόνα της με ιδιόχειρο τετράστιχο ως δώρο σε όποιον έλυνε ένα
αίνιγμά της (βλ. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς, σ. 109, Επικαιρότητα,
Αθήνα 1987). Μια δεύτερη περίπτωση λογοτεχνικής «παρενδυσίας» είναι και αυτή
του κριτικού Άλκη Θρύλου, ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη. Για τη δική της
περίπτωση θα παραθέσω ένα σπαρταριστό απόσπασμα του Γιώργη Ζάρκου από την
έκδοση Τέσσερις λίβελλοι, σ. 55-56, Φαρφουλάς, Αθήνα χ.χ. (διατηρείται η
ορθογραφία του πρωτότυπου):

Ο Άλκις Θρίλος ίνε ι δεσπινίς
Νεγρεπόντι-κιρία Ουράνι. Σόλα αφτά πρόστεσε κε ένα ολόκλιρο τετράγονο σπίτια κε
άφισε τι φαντασία σου να οργιάσι. Φαντάσου τιν κοπέλα ζοιρί, χαιδεμένι 15
χρονόν να ιποχορούν όλι στα καπρίτσια τις. Να δέρνι κε να βρίζι τις ιπιρέτριες
κε τους ιπιρέτες, που τους νόμιζε από κατότερι πάστα κε τις προκαλούσαν αιδία.
Τι βασάνιζε το σεξουαλικό· κανίς δεν τις εξιγί γιατί κε από τι ιποφέρι, γιατί ι
αφστιρί ιθικί του αρχοντικού τις σπιτιού δεν το επιτρέπι. […]

[…] Αφτί που σε διαβάζουν όταν
βγένι ένα κενούργιο βιβλίο, περιμένουν να τους πις τι γνόμι σου πριν
ταγοράσουν. Βγένι κιένας αριθμός βιβλία, που δεν αξίζουν να ασχολιθί μαφτά ι
κριτικί. Σαφτά δεν μπορί να κατατάξις τα δικά μου, γιατί έχο στα «Ζοντανά
πτόματα» έναν πρόλογο του Βάρναλι, κε τον Βάρναλι δεν μπορί να τον αγνοίσις,
γιατί θα σε γιουχάρουν κε τα μικρά πεδιά.

Στη συνείδηση του αναγνώστη το
έργο ανήκει σ’ αυτόν που το υπογράφει, ανεξάρτητα αν αυτό στην πραγματικότητα
είναι ένα προσωπείο. Το προσωπείο αποκτά τα χαρακτηριστικά του μέσα από το
δημιούργημά του και όχι από τη φυσική του παρουσία. Άλλωστε οποιαδήποτε
συγγραφική παρουσία έξω από την υπογραφή, είτε μέσω ζωγραφικής ή φωτογραφικής
απεικόνισης, είτε μέσω κινηματογράφησής του ή ηχογράφησης της φωνής του, είναι
πάντα μια μετά-το-γεγονός συνθήκη που πιστοποιεί την πατρότητα. Πατώντας πάνω
σε αυτή την ασάφεια μπορούμε να μιλάμε για έργα που δεν έχουν γραφτεί και συγγραφείς
που δεν έχουν υπάρξει. Άλλωστε και ο Μπόρχες έγραφε κριτικές για ανύπαρκτα
βιβλία. Το ψευδώνυμο υπάρχει διότι υπογράφει ένα έργο που υπάρχει, που το
διαβάζουμε μπροστά μας. Η κριτική όμως και οποιοσδήποτε μετα-λόγος, είναι κάτι
που έπεται επομένως δεν μπορεί να αποδείξει τη φυσική παρουσία του συγγραφέα.

Σε αυτή την κατηγορία υπάγεται ο
Μανούσος Φάσσης. Το 1980 είχε εκδώσει το βιβλίο Παιδική Μούσα με ποιήματα κατ’
επίφαση παιδικά μα στην πραγματικότητα με ερωτικά υπονοούμενα και άλλα
σατιρικά. Πίσω από τον Μανούσο Φάσση όμως βρισκόταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο
οποίος στη δεκαετία του ογδόντα δημοσιεύει σατιρικά ποιήματα με αυτό το
ψευδώνυμο και το 1987 εκδίδει ως δοκιμιακό σχεδίασμα το βιβλίο Ο ποιητής
Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής
προσέγγισης. Ο Μανούσος Φάσσης είναι το alter ego του Αναγνωστάκη. Ο ποιητής
σκαρώνει μια μελέτη για εκείνη την πλευρά του εαυτού του που δεν χώρεσε στο
κυρίως σώμα του έργου του, αφότου «σώπασε» το 1971 με τον Στόχο. Ίσως πρόκειται
για μοναδική περίπτωση στη νεοελληνική λογοτεχνία (δεν έχω κάτι παρόμοιο
υπόψη), όπου ένας συγγραφέας δομεί μια περσόνα για να την αποδομήσει ταυτόχρονα
με τη ταύτισή του μαζί της.

Το ψευδώνυμο είναι η απόδειξη της
ενεργής συμμετοχής του συγγραφέα στην κατασκευή μιας πραγματικότητας μέσα σε
ένα λογοτεχνικό πλαίσιο μεν που συνδιαλέγεται με την εξωλογοτεχνική
πραγματικότητα δε. Έχει διττό χαρακτήρα. Είναι ένα όνομα που υπονοεί μια φυσική
παρουσία και συνάμα έχει τα χαρακτηριστικά του συμβόλου που συνειρμικά
συνδέεται με μια κατάσταση έξω από αυτό. Κάτω από το λογοτεχνικό κείμενο,
αναφέρεται σε αυτό και το φορτώνει με πολλαπλά νοήματα. Ως υπογραφή, συνδράμει
στη γλωσσική και νοηματική κατασκευή τόσο ουσιαστικά όσο και ο τίτλος του
λογοτεχνικού έργου.