Σιλβίνα Οκάμπο, Το σχοινί

μετάφραση: Στάθης Ιντζές

Στον Αντόνιο Λόπες, άρεσαν τα επικίνδυνα παιχνίδια. Σκαρφάλωνε στη δεξαμενή τού νερού, πηδούσε από τον φεγγίτη, έκαιγε χαρτιά στο τζάκι. Αυτά τα παιχνίδια τον γοήτευαν μέχρι που ανακάλυψε το σχοινί• το παλιόσχοινο εκείνο με το οποίο μια φορά κι έναν καιρό οι άνθρωποι έδεναν τα κασόνια, ανέβαζαν τους κουβάδες με το νερό από τον πάτο του πηγαδιού και εν ολίγοις το χρησιμοποιούσαν σε πολλές δουλειές. Ναι, τα παιχνίδια τον διασκέδαζαν μέχρι που το σχοινί εκείνο έπεσε στα χέρια του. Ήταν επτά ετών και όλο τον τελευταίο χρόνο περίμενε να του δώσουν το σχοινί. Τώρα πλέον, θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με εκείνο. Πρώτα, έφτιαξε μια αιώρα που την κρέμασε από ένα δέντρο, ύστερα ηνία για το άλογο, έπειτα μια περικοκλάδα για να κατεβαίνει από τα δέντρα, μετά ένα σωσίβιο, ύστερα πάλι μια κρεμάλα για τους ενόχους, μετά μια κουπαστή και τέλος ένα φίδι. Εκτοξεύοντάς το με δύναμη προς τα εμπρός, το σχοινί στροβιλιζόταν και γυρνούσε πάλι πίσω, με μανία, σαν να ήταν έτοιμο να ορμήξει πάλι. Μερικές φορές, το σχοινί, ανέβαινε μαζί με τον Τονίτο τις σκάλες, σκαρφάλωνε στα δέντρα, κούρνιαζε στα παγκάκια. Ο Τονίτο πρόσεχε πάντα να αποφεύγει την επαφή με το σχοινί. Ήταν μέρος του παιχνιδιού. Τον είδα να φωνάζει το σχοινί, σαν κάποιος που φωνάζε τον σκύλο του, και το σχοινί τον πλησίαζε, απρόθυμα στην αρχή, έπειτα, σιγά σιγά και υπάκουα. Με τόση επιδεξιότητα ο Αντονίτο εκτόξευε το σχοινί και του έδινε εκείνη την κίνηση του ελισσόμενου φαρμακερού φιδιού, που οι δυο τους θα μπορούσαν να δουλεύουν στο τσίρκο. Κανείς δεν του έλεγε «Τονίτο, μην παίζεις με το σχοινί». Το σχοινί έμοιαζε ήρεμο όταν κοιμόταν πάνω στο τραπέζι ή στο πάτωμα. Κανείς δεν το είχε ικανό να πνίξει κάποιον. Με τον καιρό έγινε πιο ευέλικτο και σκουρόχρωμο, σχεδόν πράσινο, λίγο γλοιώδες και άχαρο, κατ’ εμέ. Η γάτα δεν το πλησίαζε και μερικές φορές, τα πρωινά, ανάμεσα στα εξογκώματά του, χασομερούσαν συνεπαρμένοι βάτραχοι. Συνήθως, ο Τονίτο το χάιδευε πριν το πετάξει στον αέρα• σαν τους δισκοβόλους ή τους ακοντιστές• πια δεν χρειαζόταν να δώσει προσοχή στις κινήσεις τους. Μόνο του, έλεγε, πηδούσε από τα χέρια του για να εκτοξευτεί προς τα εμπρός και να επιστρέψει δριμύτερο.

Αν κάποιος του έλεγε:

«Τονίτο, δάνεισέ μου το σχοινί.»

Το αγόρι πάντα του απαντούσε: «Όχι.»

Στο σχοινί, είχε ήδη βγει μια γλωσσίτσα στο μέρος του κεφαλιού του, το οποίο ήταν κάπως ξεχαρβαλομένο και με γενιάδα. Η ουρά του, κουρελιασμένη, έμοιαζε με δράκου. Ο Τονίτο ήθελε να πνίξει μια γάτα με το σχοινί μα το σχοινί αρνήθηκε. Ήταν τίμιο. Ένα σχοινί με τι τρέφεται; Υπάρχουν τόσα πολλά στον κόσμο! Στις βάρκες, στα σπίτια, στα καταστήματα, στα μουσεία, παντού… Ο Τονίτο αποφάνθηκε ότι ήταν χορτοφάγο. Του έδωσε τριφύλι και νερό.

Το βάφτισε Πρίμουλα¹. Όταν εκτόξευε το σχοινί, σε κάθε κίνηση, έλεγε: «Πρίμουλα, πάμε. Πρίμουλα». Και η Πρίμουλα υπάκουε. Ο Τονίτο είχε το συνήθειο να κοιμάται μαζί με την Πρίμουλα στο κρεβάτι, με την πρόνοια να τοποθετεί το κεφαλάκι της πάνω στο μαξιλάρι και την ουρά της προσεκτικά προς τα κάτω και κάτω από τις κουβέρτες. Ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου, ο ήλιος, σαν μια φλογισμένη μπάλα, έλαμπε στον ορίζοντα, εις τρόπον ώστε όλος ο κόσμος να τον κοιτάζει και να τον συγκρίνει με το φεγγάρι. Μέχρι και ο ίδιος ο Τονίτο σάστισε, την στιγμή που πέταξε  το σχοινί στον αέρα. Εκείνη την φορά, το σχοινί επέστρεψε με την ίδια δριμύτητα όπως πάντα και ο Τονίτο δεν τραβήχτηκε προς τα πίσω εγκαίρως. Το κεφάλι της Πρίμουλα τον χτύπησε στον θώρακα και η γλώσσα της τον κάρφωσε και διαπέρασε την μπλούζα του. Έτσι πέθανε ο Τονίτο. Εγώ, ήμουν εκεί, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το σχοινί, με τις τριχούλες του ατημέλητες, ήταν τυλιγμένο γύρω από τον Αντονίτο και τον προστάτευε.

—–

¹ είδος κιτρινόχρωμου άνθους

δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Φρέαρ”