Ο Αθανάσιος Τζίκας γεννήθηκε στη Λάρισα στις 11 Αυγούστου
του 1982.
Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιατρικών Εργαστηρίων (Σ.Ε.Υ.Π)
και εργάζεται ως Ιατρικός Τεχνολόγος σε διαγνωστικό κέντρο πυρηνικής .
Το 2012 βραβεύεται από την αστική εταιρεία ΄΄Διότιμα και
μούσες΄΄. Την ίδια χρονιά
εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή « Αποίμαντος νους » από την ΗΡΑ Εκδοτική
.
Το 2015 εξέδωσε την ποιητική συλλογή ΄΄Χαιρετισμοί΄΄ από τις
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ .
Καταβατικό
1
Από τον τόπο
των ξωτικών
ήρθε η μεγάλη
μαρκίζα
-πωλείται
ευτυχές μέλλον-
στήθηκε υπενάντια μεν
χωρίς ασέβεια
δε
μπροστά στον
πιο παλιό ναό της πόλης
σ’ένα κτίριο βουβό
διστακτικά
συνέφαγα μ’ένα μεθυσμένο Διόνυσο
που
στραβοπατούσε κατακίτρινος
στους
διαδρόμους του εμπορικού
παίζοντας με το
μαξιλάρι ακουμπιστήρι του
γελώντας
απαίσια στις ουρές του κοσμάκη
γέλια ρηχά
από απέναντι
ο αντίλαλος
ερχόταν ανεπιεικής
-το κακό σας
παρελθόν ανταλλάσσεται με μισό ευτυχές μέλλον –
η γιορτινή εκστρατεία του καταστήματος
με μισό ευτυχές
μέλλον .
και μ’αυτές τις
καλές φυλαγμένες μνήμες
τραβούσανε για
τον απέναντι ναό
σε τελετή
μνημοσύνου
κουρασμένος ο
Διόνυσος επέστρεφε στο τραπέζι μας
-μα ποιας
απόλαυσης θεός είναι ;
εκείνο το βράδυ
μεθύσαμε δίχως κρασί
ή μάλλον κάτι
σαν κρασί
από το μέλλον
θα έρχεται κι αυτό .
και πάλι στην
ουρά
μας
προσπερνούσε το πεπρωμένο τους
τα ίδια ακριβώς
πρόσωπα
-άραγε τι να
ζητάνε πια ;
κάπως έτσι το
κατάστημα έκλεισε
ο μεγαλύτερος
εχθρός του:
απέναντι ,
αυτές οι καλές οι
μνήμες
όταν
μνημονεύονται
Καταβατικό
5
Μέσα της γης το
μέτρο μακραίνει
το πέρας εδώ ,
του κόσμου τελεύει
καμιά γη …
δε φτιάχτηκε
απ’ουρανούς των ονείρων
βιάζουν την
ευτυχία των άστρων
οι ελευθερίες ντυμένες
πουλιά
στρώνουν τη
μοίρα μας γη
κανείς ουρανός…
δε ψήλωσε
παράταιρος
κράζει υπέρ σας
, Χερουβείμ
σπάζει στη μέση
τη σιωπή του απείρου
κι αρχίζει να
λύνεται ένα κουβάρι
από παλιές των
άκρων ζωές
Το πρώτο καλό της κολάσεως και τα
χαιρετίσματα στο ωμέγα
Αν τάχα παίρνω
της πλέξης του ήλιου πουλάρι
καβάλα στο
τρένο τ’ονείρου
–
τι
ξέρω ;
–
τι
έχω να περιμένω ;
Πόσο μικρός να
ήμουνα ,
όταν σ’ενός
σφυρίγματος πνιγμένου ήχου
τουου
τουτ τουτ
άφριζε δαρμένο
στις ράγες το σώμα
για τούτα τα
τρένα τ’ονείρου
που δε
σταμάτησαν εδώ
και συνέχιζα
έτσι να περπατώ προς τον τελευταίο σταθμό
αυτού του
τρένου που έχασα
πόσα αγκάθια ;
και καυστηρές
δεν αγκυλώσανε τα πόδια μου
κάτι δροσερά
φύλλα διαβόλου
που με τραβούσε
η βύθια αδιακρισία του αγγέλου
γρυλίζει
Ώσπου έφτασα κι
ήρθαν τα όνειρά μου σε θέση μεταβολής
άκουγα το
γλουπ-γλουπ απ’το αίμα στις μπότες
-ε και ;
-τι είδα ;
-τι έχω να
περιμένω ;
….από ένα δρόμο
που
τερματίζει στον παράδεισο…