εκδ. Μελάνι
Καθημερινά κρεβάτια [Ι]
Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση
Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα
Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα
Κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους
Όσο εμείς αχνίζουμε το γάλα
Έπειτα στρώνουμε τα δέντρα
Διπλώνουμε το χώμα
Και η μέρα φτάνει
Εγώ ποτίζω λάσπες
Μια πόλη για κάθε κτίριο
Να’ χει θεμέλια και τοίχους
Και έναν σταθμό φιλόξενο στον ύπνο
Με σάλιο και με χώμα
Έδεσα τις πέτρες
Συμφώνησα ν’ αντέξει η γη
Ένα βάρος ακόμα
Κάθε χαλίκι διακοπή στο δέρμα
Του άμυαλου και μοναχού προφήτη
Τραύματα θανάσιμα βαθιά
Χάσκουν στο σώμα καθώς μιλά
Είναι άνθρωπος ή μια υπόσταση με κάποια φήμη
Αυτό ρωτούν οι φροντιστές
Παγώνει το σώμα κάτω απ’ τα δέντρα
Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση
Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες
Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία
Καθημερινά κρεβάτια [V]
Έτσι που ξέχασα να τραυλίζω
Άρχισε η μνήμη τα οράματα
Διαδρομές σε ρήγματα και τάφρους
Μεσοτοιχίες από κόκαλα
Και βρέφη που έκλαψαν λίγο
Γιατί δεν ήξεραν αν η ταφή
Γι’ αυτά ήταν παιχνίδι
Ή τρόπος να υπάρχουν
Απαρηγόρητοι άλλοι
Ακούνε ακόμα της γης τη μουσική
Μικρές φωνές σε τέμπο δανεικό
Γιατί πώς να γνωρίζουν τα μωρά
Διάρκεια και νότες
Έτσι γίνομαι ήχος
Χτύπημα του χρόνου
Και είμαι εγώ ο ύπνος των παιδιών
Φορτίο της φύσης μου ένα δέντρο
Κάθε πρωί γεννάω τον κορμό του
Το βράδυ σκουπίζω τους καρπούς
Και είναι το μόνο που μένει
Σε μια κατάσταση διαφορετική
Από αυτό που οι έγκλειστοι κάνουν
Ή όσοι γυρίζουν ικέτες ύλης
Μια ενέργεια δηλωμένη στα χαρτιά
Ως έμψυχη αναπνοή
Ένας ρόγχος αρμόδιος του τρόπου
Ακατάσχετη επανάληψη καρποφορίας
Ένα φαινόμενο καθιερωμένο
Ανάχωμα κλιματικής αλλαγής
Προστασία της ευαισθησία των φύλλων
Για μια πεποίθηση γερή
Αναρριχώμενη μέχρι τον τελευταίο στίχο
Το έσχατο κλαδί το κεφάλι μου
Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου
Δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος
Είναι γιατί τελείωσε το χώμα
Και πού να μπουν οι λέξεις
Κάποιος πρέπει να κρατήσει τη γραμμή
Χρειάζεται αέρας
Να κουνηθεί το φύλλωμα