Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορώ να εξηγήσω
σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί». Τον τρόπο που βλέπω την εκκλησία,
για παράδειγμα. Πώς να εξηγήσω σε έναν υψογρονθάκια ένα συναίσθημα; Την
αναγνώριση του θείου ηχοχρώματος της πρότασης «υπάρχει και Θεός». Τη συγκίνηση
που με διαπερνά όταν αντικρύζω το γαλανό και το λευκό των Κυκλάδων που
εναρμονίζει την ψυχή μου μ’ ένα ανείπωτο ρίγος υπό τους ήχους μιας νοητής,
εκκωφαντικής ορχήστρας δέους συνοδεύουσα άπαντα τα νησιώτικα ξωκκλήσια. Την
απέριττη τελειότητα των βυζαντινών εικόνων που όλες μαζί και η καθεμία χωριστά
αποτελούν τη βρώση των αισθήσεων μιας Θείας Ευχαριστίας σώματος που επιμένει
στην ταπείνωση και την αυταπάρνηση. Τη συμπαντική τροφοδότηση που αναγεννάται
μέσα από την προσευχή, επιστρατεύοντας μυστικές αναστομώσεις της αισιοδοξίας,
της ελπίδας, της δίψας για ζωή, μα και της μετάνοιας και της αμείλικτης
αυτοκριτικής. Το θαυμασμό για τους ιερείς που δεν ηθικολογούν ποτέ αλλά
αμίλητοι ακούν προσφέροντας ένα άγγιγμα
στον ώμο, ένα πιάτο φαγητό ή ό,τι περισσότερο μπορούν. Την ταυτότητα που κάθε
Έλληνας φέρει στο στήθος του και τη σημαία του. Την αφελή πίστη των χωρικών
στην καλοσύνη, την εντιμότητα, το φιλότιμο, με όλα τα θυμιατά της, την τέχνη
της, τα έθιμά της, το δάκρυ της. Την απολύτως υποβλητική ατμόσφαιρα των ναών
που έρχεται να σου θυμίσει ότι κάποιος διαρκώς σε κοιτάζει, ευφραίνεται όταν
προοδεύεις και λυπάται όταν αποτυγχάνεις.
Δε θέλω να παρεξηγηθώ. Και για την εκκλησία μιαρός
είμαι- γιατί δεν πιστεύω ότι το Ευαγγέλιο συνέγραψε ο Θεός με το φλεγόμενό του
δάχτυλο, γιατί δεν πιστεύω ότι η ερωτική επαφή είναι αμαρτία, γιατί δε θεωρώ
ότι όποιος επιλέγει να καίγεται αντί να θάβεται θέτει εαυτόν εκτός Εκκλησίας,
γιατί δεν πιστεύω ότι η Εκκλησία πρέπει να απολαμβάνει προνομίων όπως η φορολογική
ασυλία, γιατί φρονώ ότι ο δρόμος του αγνωστικισμού είναι μονόδρομος όταν
κάποιος αντιμετωπίσει στην ωρίμανσή του το περί Θεού ερώτημα ως αυτό που είναι:
ένα επιστημονικό ερώτημα.
Ακατανόητος για τους υψογρονθάκηδες και απόβλητος
για την Εκκλησία, δε θα ήθελα να ορκιστώ με πολιτικό όρκο. Δε θα ήθελα να
παντρευτώ με πολιτικό γάμο. Θα οδυρόμουν σα να έχασα μέλος του κορμιού μου αν
πάθαιναν ποτέ κάτι τα νησιώτικά ξωκκλήσια τα λευκά που ’ναι όλα τους στην
αγκαλιά του Ελληνικού ουρανού. Θα έκλαιγα απαρηγόρητος αν κάποιος μου έπαιρνε
την ανάμνηση της μάνας μου να με λιβανίζει. Θα έστρεφα αλλού το πρόσωπό μου από
αποτροπιασμό σαν ένα παιδί ρωτούσε τον πατέρα του αν ο παππούς είναι ψηλά με το
Θεούλη και κείνος αποκρινόταν πως «δεν υπάρχει Θεός».
Παλιομοδίτης και αρχαιοσυντηρητικός.
Αυτός είμαι. Και δύσκολος.