Ψηφίδες
Σηκώνονται με το
ξημέρωμα απ’ τη θάλασσα τα σύννεφα,
μετά το καυτό μεσημέρι
ξεπλένει η μπόρα τα βουνά·
με αγάπη κι αδιάφορος ο
ίδιος μοιάζει ρυθμός, μεγάλος
πολύ για τα μάτια:
τεράστιο χέρι κανένα δεν τα γαληνεύει,
τεράστιο βήμα η αγάπη σε
άγνωστη χώρα και κίνδυνος να πατήσει
αυτό που ονομάζει·
έχουν όμως και τα μικρά τα ίδια σημάδια-
γι’ αυτά θα μιλήσει
μικρή, σεβαστική προσοχή· κι αυτή βλέπει:
πολλή σκόνη σαν να
σηκώθηκε από χιλιάδες βήματα ανθρώπων
τα γέρικα σπίτια τους
αφήνουν, τα δέντρα του τόπου τους
να ποτίζονται μόνα τους
όπως πολύ παλιά, πριν χρεωθούν σε κανέναν·
ίσως έτσι μοιάζει από
ψηλά
γιατί δε θα ‘φυγαν όλοι μαζί, μα λίγοι-λίγοι
και μονάχοι συνήθως· γέρικη μήτρα τώρα η θάλασσα, σιωπηλή άσπρη κοιλιά:
λίγες οι φωνές των παιδιών, των γυναικών πλάι
στο κύμα
ακούγονται όμως ακόμα ν’ ανεβαίνουν -στην κορφή
μόνο σταματήσαν: λίγοι πια με τα ρουθούνια στραμμένα στον ουρανό,
δε θα χρειαστεί πολύ ακόμα να στέλνουν ψηλά τις
φωνές-
σε λίγο θα τους πάρει·
ανάγκη για νέα στόματα, που τώρα σιωπούν
αλλά δεν χάθηκαν: και
στα χαμηλά μικρά πάντα τα ίδια σημάδια
η προσοχή μαλακό αυτί
κοντά σε στόματα που μοιάζουν κλειστά
γιατί κι εδώ κάτω
μαζεύει όλες τις φωνές και θυμάται:
δεν έγινε μονομιάς ο
κόσμος· ανήσυχες ψηφίδες ταξιδεύουν
παλεύουν να μοιάζει
ακίνητη πάντα η εικόνα- όχι αυτές
μα εκείνη τους
χρωστάει· καθεμιά τους ένας κόσμος γεμάτος:
άδικα κανείς δεν
πλανήθηκε· έτσι κι η βάρκα η σπασμένη
με το κουπί ζουν –κάποιο
κουρασμένο χέρι τα ταξίδεψε
και τα άφησε εδώ· κι
είναι πια δική του η ακτή κι έφυγε
κείνος γι’ αλλού, που να
μην αφήσει κανένα τόπο έρημο:
κι ας βλέπει σκιά στον
άδειο ουρανό να τον καταριέται,
αυτός είναι το χέρι που
αγγίζει το χώμα και το ξυπνά να ζήσει·
το στόμα που του δίνει,
όταν προσεκτικά του ψιθυρίζει,
όλα του τα ονόματα.
7.7.2010
Ουρανός
Τη νύχτα το βουνό ήταν
γεμάτο φαντάσματα:
Τα δέντρα βογγούσαν μες
στο σκοτάδι.
Με το χάραμα φάνηκαν οι
κεραμιδιές σκεπές
ν’ αναπνέουν λίγο-λίγο
τις πρωινές σταγόνες·
μια μέρα ακόμα: οι
κάτοικοι -αν ζουν- θα κοιμούνται
Μέσα στην πάχνη, τα
κλαδιά υψώνουν τις παλάμες:
μαλακός βοριάς φυσούσε,
τραβούσε στην κορφή
το σώμα· τα μάτια
στραμμένα στον ουρανό
κάτι πασχίζουν ν’
αναστήσουν
ξανά: από κάτω προς τα
πάνω-
ενώ το τελευταίο αστέρι
τρεμοσβήνει.
Μια φωνή ανεβαίνει,
κατεβαίνει με την ψιλή βροχή:
Το καμπαναριό, το ρολόι
με βγαλμένους τους δείχτες-
η καμπάνα, σκουριασμένη,
πενθεί τα χρόνια·
παλιό αμαξάκι, σύντροφος
πιστός, κάθεται άχρηστο πια,
τα μπράτσα του φυτεμένα
στη γη:
τώρα όλα τρέχουν πολύ
γρήγορα
Όμως εδώ τα τρένα
φτάνουν πολύ αργά:
οι σταθμοί πονούν, έχουν
αίμα, και δέρμα απαλό-
λίγοι άνθρωποι,
πρόσφυγες, μετανάστες περιμένουν γυμνοί
σκυφτοί· εδώ μένουν
-καμιά σκεπή γι’ αυτούς,
όταν σηκώνουν το βλέμμα
η ματιά πάει πέρα, ψηλά:
ο κόσμος εδώ είναι πιο
λεπτός από τη δροσιά του πρωινού,
ομίχλη κι απάτη· αλλιώς
θα ‘ταν αβάσταχτος.
Μια φωνή ανεβαίνει,
έπειτα γκρεμίζεται στη γη:
σκληρό κι αέρινο και το
στερέωμα και το χώμα,
ομίχλη και σιωπή· μόνο
πέρα, στον ορίζοντα
οι κορφές των δέντρων,
μυστικές
αγκαλιάζουν
τα σύννεφα.