Επιτέλους αγαπητοί μου, μετά από βομβαρδισμό βιβλίων νεαρών
γραφιάδων που το θέμα τους είναι η κοινωνική καταξίωση, ή η απομόνωση από την
σπίντα της ζωής, επιτέλους μια συλλογή διηγημάτων (το πρώτο του βιβλίο) του νεαρότατου
Λαρισαίου Θοδωρή Νταλούση (1981) που γράφει όπως ακριβώς είναι και η ζωή. Με τα
πάνω της και τα κάτω της. Με την αναγκαστική εργασία για βιοπορισμό, με τους
έρωτες της, τις μαστούρες της και τα γκομενιλίκια για να περνάμε καλά και για
όσο ήμαστε ακόμη νέοι και όχι γέροι, μια νεότητα και ένα γήρας αγαπητοί μου,
που δεν έχει να κάνει με τον αύζοντα αριθμό μετρήσης της ζωής σε χρόνια. Οπαδός
του ευλογημένου τρίπτιχου: σεξ – ντρόκια – ροκ εντ ρολ με μια ματιά καβλωμένη
του στυλ: Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη αν  η εξελικτική πορεία των διηγημάτων δηλώνουν  – θα μπορούσε να πει κανείς  αγαπητοί μου-, την ρομαντική για όλους μας
ατάκα : Ζήσε γρήγορα – πέθανε νέος.

Η συλλογή περιέχει 13 διηγήματα, κάποια μικρά και κάποια πιο
μεγάλα.  Όλα σου δίνουν την αίσθηση ότι
δεν είναι «παραμύθια» αν και λειτουργούν ως μοντέρνα παραμύθια, άλλα έχουν
βιοματικά στοιχεία χωρίς να να συμπληρώνουν ένα παλζ αυτοβιογραφίας  γιατί δεν βάζουν κάμια ταφόπλακα πάνω τους ,
έτσι και έτσι, η κρίση δική σας.  Και
αυτό μάλιστα με την επιλογή ένος λιτότατου βιογραφικού με ηθελημένη έλλειψη
«στοιχείων ταυτότητας». Μόνο ονοματεπώνυμο, χρονολογία γέννησης και ότι έχει
δημοσιεύσει σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Ούτε όνοματα των περιοδικών,
ούτε επάγγελμα, απουσιάζει ακόμα και η φωτογραφία του. 

Το πρώτο διήγημα που είναι και το γενικό όνομα της συλλογής,
Μασκοφόρος δηλαδη, μιλά για το πρώτο σκίρτημα του φτερωτού θεού αγαπητοί μου,
στο νηπιαγωγείο, ενός αγοριού προς ένα κοριτσάκι, του ιδίου και της Μαρίας με
τρόπο συγκροτημένου παραληρήματος  γιατί
ο πρώτος έρωτας κάπως έτσι προσδιορίζεται για τους πολλούς από την μια το
συναίσθημα είναι απόλυτα δομημένο  και εξελίσσεται
σύμφωνα με τις κοινά παραδεκτές απόψεις από την άλλη παρουσιάζει «ύποπτα»
στοιχεία. Επίσης ο ίδιος δεν είναι ο αργηγός της δυναμικής της τάξης που
κανένας αγαπητοί μου, από τους συγγραφείς που ξέρω δεν ήταν αρχηγός στην
παιδική του ηλικία. Αργότερα κάποιοι το παίζαν.

Και αυτό αγαπητοί μου, διέπει όλο το βιβλίο.  Ακροβατεί ανάμεσα στο σάλτο και στον
αυτοέλεγχο που εκεί που πάει να το χάσει το μαζεύει και δεν παρουσιάζει  τον εαυτό του αρχηγό. Μόνο ήρωα μιας
ρεαλιστικής ζωής. Είτε στη δουλειά –εμφανίζεται μάγειρας σ’ ένα εστιατόριο
κυρίλα – είτε στην προσωπική ζωή και στις επιλογές, μεθυσμένα γαμήσια, πρωινά
στανιαρίσματος,  μαστούρες , ακόμα και το υπέρτατο παραμύθιασμα της πρέζας δεν το κάναν αργηγό. Γράφει στο Εγώ που
εκπροσωπεί – εννοεί   Εμείς. Τα καρντάσια αναγνώστες του – φίλοι
του.  Ένα μεγάλο μπράβο και στις εκδόσεις
Φαρφούλας  που στήριζαν ένα φοκ κλορ, του
σήμερα με οριακά στοιχεία που το διαχωρίζει από το λούμπεν των ανθρώπων σκιές
που δυστυχώς υπάρχουν.