Τη νοβοκαΐνη ημών

Σήμερα πίνοντας καφέ

διάβασα για τον θάνατό μου

στην πρωινή εφημερίδα

Με είχε σκοτώσει ένας

φρουρός τους στην πλατεία

– δεν είχα καν ενηλικιωθεί

Πήγα ωστόσο

στη δουλειά κανονικά

Πού να στα λέω πατέρα

Ευτυχώς εκεί βαθιά στο χώμα δεν ακούς

Πως έμαθα να δένω

τέλειο κόμπο τη γραβάτα μου

σφιχτά∙

πως αυτοκτονώ σιωπηλά

κάθε μέρα

στην κοιλιά ενός αστικού λεωφορείου

Δεν ακούς

τους κρότους —

όλο και δυναμώνουν

όλο και πληθαίνουν

Ίσως και να γελάσεις

όμως άρχισα ξανά τις προσευχές

Είναι, λέει, επί της γης

και παιδιά

που ακόμη προλαβαίνουν

Προσεύχομαι λοιπόν

Κάνω ύπνους δίχως όνειρα πολλά

Και πηγαίνω στη δουλειά κανονικά

Κάθε μέρα

Τις Κυριακές

μοιράζουν το σώμα μου

μες στην εκκλησία

Ευλαβικά

Σε χιλιάδες στόματα

με χαλασμένα δόντια