Το είχε καταλάβει πως δεν είχε χρόνο. Πήγε στο ανθοπωλείο.
Δεν γνώριζε σχεδόν κανένα από τα ονόματα των λουλουδιών, έδειξε με το χέρι του,
ήταν κάτι όμορφο. Έγραψε μια κάρτα. Αυτό έφτανε. 

Πήγε στο σχολείο που δούλευε και άνοιξε τη πόρτα της αίθουσας .

«Είσαι τρελός;»

«Σ’ αγαπάω τόσο πολύ.»

«Με κάνεις ρεζίλι, φύγε.»

Νομίζω δεν ξαναμίλησαν για χρόνια. Εκείνη μετά το σχολείο
πήγε σπίτι της και άνοιξε τον υπολογιστή.

«Τον χώρισα. Στις αρχές του επόμενου μήνα θα έρθω.»

Τον επόμενο μήνα παράτησε τη δουλειά της και τον βρήκε.

«Η κοινωνία στη Γερμανία είναι διαφορετική. Δεν πρέπει εδώ
να μιλάς σε Έλληνες που δεν είναι στον κύκλο μας. Οι περισσότεροι  είναι  εργάτες
στο εργοστάσιό μας.»

 «Το σπίτι είναι τόσο
όμορφο» του είπε με τη σειρά της.

«Και  το όνομα… Το
όνομα Γιούλα δεν κάνει για την καλή κοινωνία.  Δεν θα σε πείραζε εδώ να σε φωνάζουμε Γιούλη,
έτσι δεν είναι;»

«Όχι», του χαμογέλασε

«Οκ Γιούλη , γλυκιά γατούλα» της χαμογέλασε και εκείνος.

«Πρέπει να πάω στο εργοστάσιο τώρα.  Σου άφησα έναν φάκελο, πρέπει να έχει δύο
χιλιάρικα μέσα.

Βγες και εσύ να γνωρίσεις τη πόλη, αγόρασε  κάποια πράγματα, για σένα, για το σπίτι που
σου αρέσει, ότι θες.»

Η Γιούλη άρχισε να αισθάνεται επιτέλους ευτυχισμένη και ο
φάκελος ερχόταν κάθε βδομάδα για τρία  χρόνια .Ο άντρας της πάλι όχι. Και η Γιούλη από τριάντα έγινε τριαντατρία.

Το είχε καταλάβει πως δεν είχε χρόνο.

Γύρισαν για λίγες
μέρες Ελλάδα και της είπε«Γιούλη συγνώμη, εσύ θα πρέπει να μείνεις εδώ.»

Τον πήρε τηλέφωνο, δεν το σήκωσε ποτέ . Μετά έμαθε πως ο
φάκελος πια δινόταν σε κάποια άλλη, πιο νέα.

Η Γιούλα έμεινε για βδομάδες κλεισμένη σε ένα  δωμάτιο στους γονείς της. Καθόταν στο δάπεδο
αμίλητη, που και που κολλούσε αποχαυνωμένη  μια σερβιέτα στο καλοριφέρ. Άλλες φορές σηκωνόταν
το πρωί και έβριζε. Έβλεπε κάθε νύχτα πως περπατούσε στο Ανόβερο. Φορούσε τα
ακριβά της ρούχα.

Μετά από μήνες , η ψυχίατρος διέγνωσε κατάθλιψη . Άρχισε
φαρμακοθεραπεία, γύρισε πίσω στο αγόρι  που την αγαπούσε κάποτε. Την ξανααγάπησε. «Χύσε
μέσα μου, θέλω να γεννήσω το παιδί σου» του ψιθύριζε.

 Όταν η Γιούλα δυνάμωσε,
η Γιούλη σταμάτησε να ζητάει παιδιά.

«Δεν μπορούμε να ζούμε με 50 ευρώ τη μέρα. Εμένα οι φίλες
μου έχουν σπίτια στη Νορβηγία. Δεν ξέρω αν είμαι ερωτευμένη πια»  γκρίνιαζε .

Και το αγόρι  κατάλαβε
πως δεν είχε χρόνο.

Της έριξε μια καλή στη μούρη κι εκείνη άνοιξε τον
υπολογιστή της, έψαξε την τύχη της πάλι στο εξωτερικό.