Θα σου εξομολογηθώ κάτι, Πατέρα. Είμαι ένας ψεύτης για τους ουρανούς
των μεγάλων προσδοκιών, είμαι ένα ψέμα για τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν είμαι
τίποτε άλλο παρά ένα συννεφάκι αμελητέας ύπαρξης που αιωρείται άσκοπα πάνω απ’
τη γη και που κάθε τόσο, στο διάβα του, αφήνει ένα αέριο χνάρι που διαλύεται
για να χαθεί κι αυτό με τη σειρά του στον αδιατάρακτο γαλάζιο φόντο.

Και ποιός είμαι; Ποιός διάολο είμαι επιτέλους; Πες,
άκαρδε, εσύ ‘κει πάνω, ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις χαμηλά;

Τι απέγιναν όλα τα σημάδια που μου έδειχναν το δρόμο στο κυνήγι της
δόξας; Οι προσδοκίες, τα πάθη, των θρύλων οι τριγμοί, η φωνή του μεγάλου
ανδρός, το κάλεσμα εντός μου. Ω κοροϊδία. Ω άσπλαχνη πλάνη. Μόνο αιώνιο σκοτάδι,  σκοτάδι και σιωπή που…  Άστο, δεν έχει σημασία. Ζω μια ανάλαφρη
αστειότητα. Επιδίδομαι σ’ ένα ατέλειωτο κυνήγι φαντασμάτων. Μίλα επιτέλους, ένα
σημάδι σου ζητώ, Πατέρα, θέλω να βρω το δρόμο μου. Μ’ ακούς;

(Ο ουρανός με κοιτάει με ψυχρή ανωτερότητα και μια σκληρή σιωπή
απλώνεται ως τα βάθη του ορίζοντα).

Ξάφνου, ηχεί πίσω απ’ τα σύννεφα μια αλλόκοσμη φωνή και γεμάτη
επισημότητα μου απαντά με τα εξής λόγια: «Δική σου η αδυναμία. Το αιώνιο φως
είναι για τους δυνατούς. Οι αδύναμοι χάνονται στη σύγχυση. Κανείς δεν σου
φταίει αδύναμε άνθρωπε. Γύρνα τα μάτια ανάποδα ως τα μέσα. Ως το κεφάλι μέσα,
γύρνα τα μάτια σου κοινέ θνητέ και δες τον εαυτό σου. Μη φοβάσαι να αντικρίσεις
την ασημαντότητά σου, κοίτα αυτό που ήσουν πάντα. Ένα αγιάτρευτο βάσανο. Ένας
ρεμβασμός ισοβίτη. Ένας καθηλωμένος ταξιδευτής. Ένα μάτσο ψεύτικες υποσχέσεις
απ’ τον εαυτό σου προς τον εαυτό σου. Ένα άπαιχτο στοίχημα. Μια επιθυμία δίχως
θέληση. Μια τελική διάψευση, αυτό είσαι. Τόσα χρόνια επαιτείς την ηδονή,
παζαρεύεις τις ορέξεις, ταλαντεύεσαι στον πόνο που δυναμώνει, στο χρόνο που
περνά, στη δειλία που παραμένει. Ταλαντεύεσαι από την παραίτηση στην προσμονή,
και πάλι πίσω. Και πάλι πίσω κάνε αδύναμε άνθρωπε. Κρετίνε.»

Κοκαλώνω
σοκαρισμένος για τέσσερα ολόκληρα δευτερόλεπτα αποτροπιασμού. Άκαρδος ουρανός,
σχεδόν μισάνθρωπος. Συνέρχομαι με δυσκολία, αρχίζω να περιεργάζομαι σαν μηρυκαστικό
τα δύσπεπτα λόγια του, αναθαρρεύω, φουσκώνω αποφασιστικά τα πνευμόνια και
διώχνω με δύναμη όλο τον αέρα προς τα έξω σαν να εκτοξεύω βαλλιστικό πύραυλο ενάντια
στην ουράνια φωνή, πύραυλο που κουβαλά στην κεφαλή του την εκρηκτική λέξη:
«ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ»

Η πύρινη λέξη διασχίζει
σαν αστραπή τον κάμπο και στοχεύει τα μυθικά όρη του Ολύμπου. Στην πορεία χάνει
ύψος ,ατονεί, πέφτει εξαντλημένη και σπάει στους πρόποδες του βουνού, έπειτα διασκορπίζεται
στις κορφές των δέντρων και εξαφανίζεται στα φύλλα που αναριγούν
παιχνιδιάρικα. Τέλος. Χάθηκε η οργισμένη λέξη, χάθηκαν και τα αέρια χνάρια μου.
Κάπου σε γη και ουρανό θα σβήσει η ύπαρξή μου. Σα να μην υπήρξα ποτέ. Σα να
‘μουν ψέμα.