|
|||||||||||||||||
|
III
Στην Ευαγγελία
Νέκυιες λέξεις στης αυγής το συνάντημα
όταν άδηλοι στόχοι οι φωνές μας.
Κι είναι μια οπτασία,
μωρό μου σαν χιόνι απέραντο,
την ώρα που λάμπει τ’ ανθόφως,
συμβαίνει τότε να ξυπνά
ξεχασμένο το αίμα.
Ας προκύψει λοιπόν το κοντινότερο βήμα!
Να υποφέρει η αφή σαν ηλιοτρόπιο
σκυμμένο από ένα φιλί.
Οι νότες ελπίδες
αγκαλιές στεναγμών,
όσο μας μοιράζεται ο έρωτας
χωρίς προθεσμία
στης τρικυμίας τα σύνορα.
VII
Ήσουν παιδί από γυαλί.
Του χειμώνα το αίμα
μάζευες σε μια κούπα
ριγμένη στο δρόμο
που μας στέρησε
κάθε ήρεμη αιτία.
Τώρα κοιτάς
σα σύννεφο έτοιμη
να επιτρέψεις
την τόλμη της βροχής
στην άνυδρη
αυλή της ζωής μου.
XI
ΠΩΣ Ν’ ΑΠΟΦΥΓΕΙΣ ΤΟ ΦΩΣ
Τίποτα δεν ταιριάζει
όταν τοίχοι χλωμοί
και προσκέφαλοι θόρυβοι
συνοδεύουν
τη μεγάλη μας στέρηση.
Τίποτα δε μας νοιάζει
όταν ρωτιόμαστε
αν κάτι αλλάζει,
όταν τις λέξεις τεντώνομε,
για να χωρέσουν
στις τυφλές μας συνήθειες.
Οι γκρίζες χορδές του επόμενου ορίζοντα
της πόλης οι κάθετοι δρόμοι
θα ορίσουν ξανά τα φιλιά μας;
Λες;