1

Λάμπει
κάτω απ΄ τον ήλιο

Διασχίζει
έτσι το ημισφαίριο

Η
περιέργειά της

Κατεδαφίζει
το διάστημα

Η
φλόγα

Άνοιγμα

Και
μετά βουητό

Ένα,
δυο

Κορμιά
σιωπηλά

Γύρω
από μια ξένη σφαίρα

Ένα,
δυο

Κουρέλια
νεκρά

Στο
βάθος μιας θάλασσας.

Πεταμένη

2

Είναι
ομίχλη

Ξεχασμένης
μέρας

Υγρό
χελιδόνι

Αναβλύζει
από διάσπαρτο μωβ

Στην
αθόρυβη πράξη

Oθάνατος δεν σταματά

Σαν
μια φλόγα που αράζει

Σε
θαμπό ψιλοβρόχι

Η
βάρκα που αγναντεύει

Τα
πέρα μέρη

3

Στα
μάτια του

Η
κόρη

Ξεβράζει
τη θάλασσα

Πρόσωπο
σκαμμένο

Στον
δρόμο

Η
επιστροφή

Θαμμένο
εισιτήριο

Πρωινό
σε ξένη γη

Μια
γουλιά καφέ

Η
πρώτη σκέψη

Σε
τέσσερις τοίχους

Ελεύθερος

4

Mικρή
ελευθερία

Κατέβαινε
διάχυτη το δρόμο της ιδέας

Σε
μόνιμη βάση, σχεδόν

Εμπόδιο
ή επανάσταση;

Μια
μοντέρνα εφεύρεση για να μην υποφέρει

Ένας
χαρταετός που φώναζε για μια θέση στην
πλατεία

Διχασμένη
πρωτεύουσα

Περιπλανώμενη
ορμούσε

Πάνω
σ’ ένα ποτάμι

Για
δέκα χρόνια

Σαν
μαύρο περιστέρι

5

Θλιμμένη
σαν περπάτημα

Σε
πέτρινο λαιμό

Μες
το σκοτάδι αναποδογυρίζει

Έναν
έναν τους αόρατους κήπους

Λευκή,
στη λήθη της, πόρτα

Tρεμάμενη
αντάμωση

Μέσα
σ’ένα τραγούδι

Χωρίς
φωνή