Βασίλης Λαλιώτης
Νύχτες
Όπου ήρθε στον πρώτο διωγμό παιδί οχτώ χρονών ξαναπήγε πίσω και μετά
ξανά πρόσφυγας στα δεκαεφτά, είχε πάει η γιαγιά οχτώ φορές στα μέρη της
μέχρι που πέθανε στα σπίτια της απέναντι. Μένανε στη βίλα λαχτάρα
πρόσφυγες πολλοί του έδινε κάτι φαγητό το πρωί και το απόγευμα γύριζε
πεινασμένος βρήκα τον τάδε και δεν είχε τίποτα και του έδωσα το φαί, με
σεντόνια χώριζαν τα δωμάτια μέναν τόσες οικογένειες στη βίλα λαχτάρα.
Και να ο Ζούκας δίπλα τα έπινε με κάτι παιδιά από Πυρσόγιαννη έφευγαν
για πάνω τους περίμεναν οι κλαριτζήδες μιλημένοι για το γλέντι τους είπα
για το εικονοστάσι του αξιωματικού έξω από το χωρίο και για τα φασόλια
με το σπανάκι, η πρόσκληση του Ζούκα, η ζωή μου στην καμπή της, έφυγαν από
το χωριό παιδιά μετά τον εμφύλιο για Λάρισα βάλαμε το εγώ καλά σου τα
λεγα γράψε ένα ποίημα λέει πήρα το στυλό περίμενα χαρτί μου έδωσε πάνινη
πετσέτα το έγραψα εκεί το στίχο για τον Άκη Πάνου. Θα τον κάνω κορνίζα
είπε πιάσαμε τα βαριά τα ξέρεις τα τραγούδια πληρωμένα χρυσάφι ήταν να
τα μάθω κοίτα τη Μοσχολιού νεαρή σε ένα κέντρο που το έλεγαν Καρύδιον τη
θυμήθηκα ντίβα στο ξενοδοχείο πλατεία ταχυδρομείου τελευταία πάλι
πρωτοχρονιά δούλευε σε ντόπιο μαγαζί τη νύχτα την προηγούμενη πήρα το
παιδί μεσάνυχτα και βάλε πλατεία εργατικού κέντρου στο σουπάδικο έτρωγε
τη σούπα σαν τα παιδικά μου χρόνια και ρωτούσε για τη νύχτα και τους
ανθρώπους της μετά στο παγκάκι μια γυναίκα μαυροφορεμένη έκλαιγε με
λυγμούς μεγάλους με ντράπηκε σηκώθηκε έφυγε και συνέχισα ν’ ακούω τους
λυγμούς με το παιδί δίπλα. Τραβήξαμε για την πλατεία εβραίων σε μισό
αιώνα τα κατ’ εξοχήν θύματα έγιναν οι κατ’ εξοχήν θύτες… τα πάθια κι
οι καημοί του κόσμου.