το
ξημέρωμα είναι μακελειό
γυρνώντας
μόνος στην πόλη
στις
κομματιασμένες αρτηρίες της ψάχνοντας
μια
ανέλπιστη διέξοδο από κάτι τρομερό
πάντα
που
λιώνει στα χέρια ότι αγγίζεις.
Πλημμύρισαν
οι δρόμοι αρτηρίες σπασμένες
μοναχικά
φώτα εμετικά στις πλατείες που
κοιμούνται
άστεγοι και τέρατα παιδεραστών.
Γέμισε
το σώμα αίμα που να χυθεί
δεν
ξέρει πια,στην αγάπη,στην ποίηση,
στον
έρωτα,στο ραγισμένο χαμόγελο
που
έχουν τα μάτια σου όταν με κοιτούν
αδιάφορα.
Κι
ύστερα τι να ‘ναι αυτό που μας απομακρύνει
δίχως
καν να αγγιχτούμε
Μένοντας
στα λόγια που κρύβουν υποσχέσεις
στα
αόριστα μόνο βλέμματα
στην
άνοιξη που αναρωτιέσαι
αν
κάποτε υπήρξε
το
ξημέρωμα στην πόλη είναι μακελειό
για
κάτι σώματα πικρά
απ’
την προσπάθεια δηλητηριασμένα
το
ποίημα αυτό
δεν
ξέρω γιατί με πλησίασε
τόσο
κοντά και τι ζητά από μένα
εσένα
δεν σε ξέρει καν
οι
νύχτες σου του είναι ξένες
δεν
ξέρει που συχνάζεις,την καθημερινότητα σου
πως
κάνεις έρωτα,αν με χάπια κοιμάσαι
δεν
έχει το ποίημα την έννοια σου
την
μορφή σου δεν ξέρει,αυτήν την κρατάω εγώ
μαζί
με κάτι ακαθόριστες υποσχέσεις
πώς
ίσως κάποτε βρεθούμε
τώρα
ποίημα μου γιατί με πλησιάζεις επικίνδυνα
σαν
‘ενα ποίημα της Σύλβια Πλάθ και του Αλέξη
και
τι ζητάς από μένα σ’αυτό το κρύο ξημέρωμα
στο
φριχτό αυτό μακελειό των δρόμων.