, εκδ. Σαιξπηρικόν
«Ποίηση
είναι ένας αντίλαλος που ζητάει από μια σκιά να χορέψουν», ισχυρίστηκε δύο
αιώνες πριν οCarlSandburg.
Έχοντας στα χέρια μου την πρώτη ποιητική συλλογή της Μέρης Λιόντη «Θέρος το
Χειμαζόμενον» (από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν), δεν έχω παρά να το πιστέψω. Το
μικρό αυτό βιβλιαράκι των μόλις σαράντα- δύο σελίδων με το γκρι μελαγχολικό
εξώφυλλο και το κόκκινο σκαρίφημα στο κέντρο, προϊδεάζει από την αρχή τον
αναγνώστη του. Τα χρώματά του, ένα μικρό σχεδίασμα του περιεχομένου. Η υφή του
έχει κάτι από τις παλιές καλές ποιητικές συλλογές. Εισδύοντας μέσα του κανείς
συναντά τον εαυτό του – που πότε προσποιείται τον αντίλαλο και πότε τη σκιά.
Βιώματα καθημερινά, συναισθήματα που χρήζουν μετουσίωσης και ένα καλοκαίρι που
χειμάζει τον εαυτό του ονειρευόμενο αμαρτίες.
Από
το βύθισμα της θλίψης σε χωριστά σταμνιά μέχρι τον έρωτα που κάνει ρεσάλτα στα
καράβια των ανθρώπων, η ποίηση της Λιόντη γίνεται εκείνος ο μικρός μεσολαβητής
που φέρνει σε επαφή τις δύο φύσεις του ανθρώπου: πότε αμφιρρέπει στη
σωματικότητα των στιγμών και πότε αφήνεται να πλεύσει στην αιωνιότητα του πνεύματος.
Άλλωστε, η ίδια η ποιήτρια το ομολογεί «οι δικοί της ποιητές είναι μια κάστα
όλο χέρια»… Και οι αναγνώστες της θα συμπλήρωνα εγώ, μόνο που αυτά τα χέρια
πρέπει υπευθύνως να διαλέξουν: θα φυλάξουν τον χρόνο τσιγγούνικα στα κιούπια
τους ή μετά κόπου και μόχθου θα χτίσουν το θεό τους;
Σε
μια εποχή ημίμετρων και μεσοβέζικων λύσεων, η απολυτότητα της ανάγκης είναι
αυτή που θα στρέψει τον καθένα μας στο να γευτεί την αγιότητα της φωτιάς, να
πυροβατήσει μέσα στις λέξεις τούτων των ποιημάτων. Ο αναγνώστης καλείται να
μάθει να θρηνεί με τον τρόπο των γενναίων, να ομοιοπαθήσει με την πίκρα και να
γδυθεί τα χάρτινα ρούχα που τον έντυσε το τίποτα της εποχής. Καλείται να
παραμερίσει το αλάτι των πληγών και να ευγνωμονήσει τον Κύριο έστω και για τη
μία γουλιά ημέρας.
Η
Λιόντη φυτεύει τη σιωπή στύβοντας από τα στόματα τις λέξεις, γίνεται ο δρόμος,
το πέρασμα μέσω του οποίου διαμετακομίζονται τα νοήματα και οι στοχασμοί. Αυτή
είναι και η «παραδοχή» της. Οι
παρενθέσεις της -μια ποιητική μέσα στην ποίηση-, άλλοτε προσθέτουν την πίστη κι
άλλοτε αφαιρούν από την αμαρτία. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργούν σαν έμμεσες
νουθετήσεις συνδιάλεξης με τις ποιητικές παρενθέσεις του Αναγνωστάκη ή ακόμα
και σαν υπενθύμιση των οδηγιών απαγγελίας που ο Καβάφης εσώκλειε στις δικές του
παρενθέσεις.
Και
εκεί… «στις παραμονές της λήθης», μπροστά στον «καθρέφτη» της, η ποιήτρια
ξανανταμώνεται εκείνον τον ξένο που έρχεται πάντα τον Αύγουστο με το βάδισμα
της κουτσής μνήμης, εκείνον τον ξένο που γίνεται το εγώ ή το εσύ της αγάπης
όσες φορές χρειαστεί. Κι από το τάραγμα του φωτός και της δύναμης του υψώνεται
ως την απεραντότητα του ουρανού.
Αν
–όπως λέει οBradley- «Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι
πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει.»,
η ποίηση της Λιόντη γίνεται εκείνο το εγερτήριο που ξυπνάει μέσα μας τη
χαμένη γνώση του εαυτού μας, το λανθάνον συναίσθημα που δεν τολμήσαμε σε
κανέναν να παραδεχτούμε. Ίσως ήρθε η ώρα για μια πρώτη ανάγνωση του
εγκαταλελειμμένου μας κόσμου. Κι ας είναι πάλι ένα θέρος χειμαζόμενον: ένας
καινούργιος λογοτεχνικός Ιανός.
Eυχαριστώ πολύ την Αθανασία Γιασουμή για τα λόγια
τη Θράκα και τους ανθρώπους πίσω από το όνομα γι' αυτή τη φιλοξενία.
Ευγνώμων σε όλους και για όλα!