εκδ. Κίχλη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Οι αναπάντεχοι έρχονται ως εμάς
χιονίζοντας.
Το προηγούμενο βράδυ μας ξεκουφαίνουν
καθώς πέφτουν αθόρυβα, στην αυλή.
Απ’όπου αν τους πιάσεις δε λερώνονται.
Σφυρίζουν τη λήξη ενός παρατεταμένου χειμώνα
ρίχνουν άσπρες, κλεφτές ματιές στο μέρος της καρδιάς μας
εμείς το καταλαβαίνουμε
και παίρνουμε ύφος βαθιά προσβεβλημένο.
Γιατί οι οι καρδιές μας κύριοι, ήταν ήδη μες στο μάτι σας
έλαμπαν από κάπου μέσα του
η σάρκα του ματιού σας ανατρίχιαζε
απ’ την ιστορική έλλειψη διακριτικότητας.
Έτσι σιγά σιγά
οι λυρικοί τόνοι μετατοπίζονται σαν έπιπλα
από το μάτι στην καρδιά
κι από κει έξω στην άπλα της αυλής μας
εκχιονίζοντας.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Εκείνος ήταν ηλεκτρολόγος
Έβαλε κίτρινα φώτα στα χωριά των Σερρών
για να δει ποια είναι η ομορφότερη
και να την παντρευτεί.
Εκείνη φορούσε μαύρα υψηλά φρύδια
και μια σοβαρότητα πένθιμη όταν έβγαινε βόλτα.
Η ομορφιά της δε φάνταξε ποτέ στον περίπατο.
Ξαπλωμένη αργότερα στο συζυγικό κρεβάτι
άφηνε τα μαύρα μαλλιά, τα μαύρα μάτια
και τα μαύρα υψηλά της φρύδια λυτά.
Εκείνος πολεμούσε να κλείσει
όλα αυτά τα χοροπηδηχτά μαυροκάτσικα
στις χούφτες του ή σ’ ένα φιλί.
Το μοιραίο απόγευμα πέρασε από μπροστά της
με τη βέσπα και το σακάκι του ανέμιζε.
Εκείνη χίμηξε πίσω του ασυνόδευτη.
Στα μισά του δρόμου την πρόλαβε ο θείος της.
Τον τράβηξε με το ζόρι ως έξω στο καφενείο
να λύσουν μαζί το σκοτεινό μυστήριο της φωτοδοσίας.
Εκείνος έσκυβε κιόλας πάνω στη ρετσίνα.
Έτσι ξέχασε τα κίτρινα φώτα που έσπειρε μέσα στη νύχτα
και τις απλές γυναίκες που πεταλούδιζαν ξεθαρρεμένες.
Εκείνη στεκόταν κάτω απ’ την κολόνα
και τον έδειχνε με το δάχτυλο επίμονα
φωτισμένη.