εκδόσεις Αντίποδες 

Γράφοντας
για ένα βιβλίο μιλάει κανείς πρώτα για
την πλοκή του: ποιοι είναι οι βασικοί
χαρακτήρες, ποια τα χαρακτηριστικά
τους, ποια η ιστορία που αφηγείται και
σε ποιο σημείο της βρισκόμαστε. Το ύφος
του συγγραφέα, το πρόσωπο που χρησιμοποιεί,
η εστίασή του και ούτω καθ’ εξής είναι
αυτά που έπονται. Τέλος, πιάνει εκείνο
που κάποιοι ονομάζουν «νόημα» του
βιβλίου, τον «πυρήνα» του, το τι «θέλει
να μας πει» τέλος πάντων ο συγγραφέας
του. Πρόκειται για μια απόπειρα διαχωρισμού
της μορφής από την ουσία, όπου ουσία
είναι το ρευστό σημαινόμενο υλικό και
μορφή είναι το σημαίνον καλούπι, δηλαδή
οι λέξεις. Όλα αυτά είναι βέβαια χρήσιμα
εργαλεία κατανόησης ενός κειμένου, δεν
είναι όμως ικανά να φέρουν τον αναγνώστη
πιο κοντά στην ικανοποίηση του βασικού
και δίκαιου αιτήματός του, που δεν είναι
άλλο από την γνήσια αν και φευγαλέα
επαφή του με το κείμενο αυτό. Όλοι οι
αναγνώστες ξέρουμε πως δεν είναι ούτε
η ιστορία, ούτε οι χαρακτήρες, ούτε το
«νόημα» ενός βιβλίου που μας δένει με
αυτό. Ξέρουμε επίσης πως όσο πιο σημαντικό
είναι ένα μυθιστόρημα, τόσο πιο άσκοπη
είναι η απόπειρα διαχωρισμού του νοήματός
του από την μορφή του: Οι λέξεις που
χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι το
νόημα του βιβλίου και είναι αυτές και
μόνο αυτές που μας δένουν μαζί του.

Πώς
μεταφέρεται λοιπόν το αίσθημα της
ανάγνωσης ενός βιβλίου από τον έναν
αναγνώστη στον άλλον; Είναι δύσκολο να
μεταδώσεις την απόκοσμη ανατριχίλα που
σου προκαλούν τα βιβλία του Φόκνερ, την
καθήλωση που σου δημιουργεί ο Μπέκετ
και την εμπύρετη μανία των μυθιστορημάτων
του Ντοστογιέφσκι. Δεν διαλέγω τυχαία
τους παραπάνω συγγραφείς, καθώς γράφοντας
για το μυθιστόρημα της Φλάννερυ ο’
Κόννορ, «Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»,
αυτοί είναι που επανέρχονταν συνεχώς
στο μυαλό μου. Έχω την αίσθηση ότι η ο’
Κόννορ έχει στήσει αντίσκηνο μέσα στην
μυθική χώρα του Φόκνερ1,
και δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο
κατάγονται από τον αμερικανικό Νότο, η
ατμόσφαιρα του οποίου είναι έκδηλη στα
μυθιστορήματά τους. Μέσα στο μυαλό του
βασικού ήρωα του βιβλίου, του νεαρού
Ταργουότερ, εντοπίζεται η άναρθρη
απόγνωση που κατάφερε να εκφράσει ο
Μπέκετ, ενώ οι ντοστογιεφσκικές πινελιές
είναι παρούσες σε όλες εκείνες τις
πράξεις των ηρώων που μοιάζουν τρελές
με γυμνό μάτι, ντυμένες όμως την
δεξιοτεχνία του συγγραφέα τους πείθουν
τον αναγνώστη πως πρόκειται για
αναπότρεπτες εξελίξεις καταστάσεων
που ήταν ήδη και εξ’ αρχής τόσο χαμένες
όσο και τραγικές. Η Φλάννερυ ο’ Κόννορ
κινείται άνετα στην αισθητική του
παραλόγου διυλίζοντάς την συνεχώς μέσα
στην ατέρμονη βούλησή της για πίστη
στον Θεό.

Ας
πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μέισον Ταργουότερ είναι ένας αυτόκλητος
προφήτης που μεγαλώνει τον ανιψιό του,
τον νεαρό Ταργουότερ, σε ένα ερημικό
δάσος του Τενεσί. Ο Μέισον είναι μια
μορφή που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης,
δοσμένος απόλυτα στην πίστη του στον
Θεό και στον σκοπό του να γίνει ένα μαζί
Του. Ζει στην απομόνωση με τον μικρό του
ανιψιό, τον οποίο αναθρέφει για να πάρει
την θέση του ως προφήτης και σωτήρας
των ανθρώπων. Όταν ο Μέισον πεθαίνει,
αφήνει στον Ταργουότερ δύο εντολές: να
τον θάψει χριστιανικά και να βαφτίσει
τον γιο του παραστρατημένου ανιψιού
του, του ορθολογιστή δασκάλου Ρέυμπερ.
Ο Ταργουότερ παρακούει την πρώτη εντολή
του θείου του καίγοντας το σπίτι τους
και μαζί και τον ίδιο τον θείο του, όπως
πιστεύει, στο πρώτο κιόλας μέρος του
βιβλίου. Στο επόμενο μέρος εκτυλίσσεται
μέσα του μια εξαντλητική μάχη για το αν
θα παρακούσει και την δεύτερη εντολή
του. Πηγαίνει να βρει τον άλλο θείο του,
τον δάσκαλο Ρέυμπερ. Ο ίδιος ο δάσκαλος
είχε περάσει ως παιδί κάποιο διάστημα
κάτω από την επιρροή του Μέισον Ταργουότερ
και με τη σειρά του πάλεψε κατά της
αλλοφροσύνης που είδε σε αυτόν αλλά και
που αναγνώρισε μέσα στον ίδιο του τον
εαυτό. Ο μικρός Ταργουότερ θα βρεθεί
στην μέση μιας διελκυστίνδας, με τον
Μέισον να τον τραβά από την μία πλευρά,
τον Ρέυμπερ από την άλλη, και τον άρρωστο
γιο του Ρέυμπερ, Μπίσοπ, παράπλευρη
παρουσία και σύμβολο μιας οριστικά
απολεσθείσας αθωότητας. Η ζωή του
άρρωστου αγοριού θα γίνει το πεδίο όπου
θα κριθεί η μάχη αυτή.

Οι
λέξεις που επανέρχονται στο μυθιστόρημα
της ο’ Κόννορ είναι πολλές, αλλά καμία
δεν έχει μεγαλύτερη σημασία από την
«ελευθερία». Ήδη από τις πρώτες σελίδες
του, λίγο μετά τον θάνατο του Μέισον
ένας «ξένος» έρχεται να κατοικήσει μέσα
στο κεφάλι του Ταργουότερ. Σύμφωνα με
τον Ρίτσαρντ Τζιαννόνε, μελετητή που
υπογράφει το επίμετρο της έκδοσης, ο
ξένος αυτός είναι ένας δαίμονας που
καταλαμβάνει την συνείδηση του νεαρού
αγοριού. Κάποιος ψυχαναλυτής ίσως να
κατέφευγε σε μια λιγότερο θεολογική
ερμηνεία, κι ας είναι το έργο της
συγγραφέως σαφώς θεοκεντρικό, λέγοντας
πως πρόκειται για το εγώ του Ταργουότερ
που αναδύεται και επιβάλλεται σε αυτόν
μετά τον θάνατο του θείου του. Κάποιος
θα μπορούσε να πει ότι δαίμονας και εγώ
είναι ένα και το αυτό. Εκείνο που έχει
σημασία είναι ότι τα λόγια του ηχούν
εκκωφαντικά μέσα στο μυαλό του Ταργουότερ
δημιουργώντας του αμφιβολίες για όλα
όσα έμαθε περί του τι είναι αληθινό και,
κυρίως, περί του πώς θα είναι ελεύθερος.
Σύμφωνα με τον Μέισον, ο Ταργουότερ
«γεννήθηκε στη σκλαβιά και βαπτίσθηκε
στην ελευθερία, στο θάνατο του Κυρίου».
Το παιδί όμως όταν το άκουγε αυτό «ένιωθε
μια μελαγχολία να έρπει πάνω του, μια
σιγανή ζεστή έχθρα που ολοένα φούσκωνε,
επειδή τούτη η ελευθερία έπρεπε να
συνδεθεί με τον Ιησού κι επειδή ο Ιησούς
έπρεπε να είναι ο Κύριος». Ο Ταργουότερ
διψά για ελευθερία, δεν θέλει όμως να
την συνυφάνει με την πίστη στον Θεό,
ούτε με την ανεξάντλητη πείνα του θείου
του για τον «άρτο της ζωής». Ο δάσκαλος
Ρέυμπερ έχει μιαν άλλη ιδέα για την
ελευθερία: την βαθιά πίστη στην αυτονομία
του ανθρώπου και στο ανήκειν του καθενός
στον εαυτό του. Πώς θα ορίσει τελικώς ο
Ταργουότερ την ελευθερία του; Και σε
ποιον από τους δύο διεκδικητές του
μονοπωλίου της αλήθειας θα δώσει δίκαιο;

Ο
ανήλικος ήρωας της ιστορίας της ο’
Κόννορ βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σημείο
της ζωής του: πρέπει να αποδείξει σε
όλους και κυρίως στον εαυτό του ότι δεν
είναι ο προφήτης που ο θείος του τον
προετοίμασε να γίνει. Για να το κάνει
αυτό, δεν φτάνουν τα λόγια. Λόγια, σαν
αυτά που λέει δηλαδή ο Ρέυμπερ και στα
αυτιά του αγοριού ακούγονται κούφια
και δειλά. Ο δάσκαλος έχει αφιερωθεί
στην μάχη κατά του Θεού, όσο ο Μέισον
είχε αφιερωθεί στην πίστη του σε Αυτόν,
και έχει οδηγηθεί σε μια πλήρη
συναισθηματική απονέκρωση. Νιώθει όταν
κοιτάζει τον γιο του για περισσότερο
από λίγες στιγμές μια αγάπη φρικιαστική:
«Ήταν αγάπη δίχως αιτία, αγάπη για κάτι
χωρίς μέλλον, αγάπη που έμοιαζε να
υπάρχει μόνο για να υπάρχει, δεσποτική
και αποκλειστική, το είδος εκείνο που
μια στιγμή αργότερα θα τον έκανε να
περιγελάσει τον εαυτό του.» Όσο φανατική
ήταν η προσήλωση του Μέισον στον Θεό,
τόσο φανατική είναι η προσήλωση του
Ρέυμπερ στην ελευθερία της βούλησής
του, στην δύναμη του λογικού του και την
ικανότητά του να αντισταθεί στην
προφητική τάση που ρέει μέσα στις φλέβες
του σαν κατάρα. Ο Ταργουότερ όμως πιστεύει
ότι η αντίστασή του αυτή είναι μάλλον
ισχνή και ο ίδιος σκοπεύει να πει το
«όχι» του στον Θεό με μια κίνηση πολύ
πιο δυναμική. Παράλληλα, τον τρώνε μέσα
του ενοχές που έκαψε τον θείο του, ενοχές
που ο δάσκαλος χαρακτηρίζει «ψεύτικες»,
ποια ενοχή όμως άραγε είναι «αληθινή»;

«Από
δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως
άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται
και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»: με αυτήν
την φράση από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο
προϊδεάζεται ο αναγνώστης για την στάση
της ίδιας της συγγραφέως απέναντι στο
κείμενό της. Ποιοι είναι οι βιαστές της
βασιλείας των ουρανών; Είναι οι
ορθολογιστές, είναι εκείνοι που πιστεύουν
στην ανωτερότητα και την αυτάρκειά
τους, που αρνούνται να υποταχθούν στο
θέλημα του Θεού και να ταπεινωθούν.
Είναι ο δάσκαλος. Εδώ όμως είναι που
μπαίνει στο παιχνίδι η δεξιοτεχνία της
συγγραφέως και εδώ είναι που αποκαθηλώνεται
το όποιο «νόημα» αναζητούμε στα βιβλία
σαν να ήταν κρυμμένο και σαν να όφειλε
να μας αποκαλυφθεί για να το προσθέσουμε
στο ήδη υπάρχον νόημα μέσα μας. Η Φλάννερυ
ο’ Κόννορ έχει φτιάξει ένα εξαιρετικό
μυθιστόρημα, γιατί δεν δίνει απαντήσεις,
αντίθετα μέσα από τις λέξεις της εκθέτει
άφοβα τον ίδιο της τον εαυτό και την
δική της επίπονη λαχτάρα για τον Θεό,
όπως έχει κάνει και στα «Ημερολόγια
Προσευχής» της. Είναι αυτή ακριβώς η
δική της ελευθερία έκφρασης, η ποιητικότητα
που διακατέχει ολόκληρο το κείμενό της,
το ανεξάντλητο πάθος της, που πυροδοτεί
εκείνον που την διαβάζει να ασκήσει την
δική του ελευθερία συνείδησης και
επιλογής, όποια κι αν είναι αυτή.
Σκιαγραφώντας με το ίδιο λεπτό πενάκι
και την ίδια πειστικότητα την ψυχοσύνθεση
τόσο του Μέισον όσο και του δασκάλου
οδηγεί τον αναγνώστη καταμεσής στην
συνείδηση του ταραγμένου Ταργουότερ.
Και στην καρδιά των ερωτημάτων που δεν
παύουν να βασανίζουν τις συνειδήσεις
όλων μας.

Η
επανέκδοση του μυθιστορήματος της
Φλάννερυ ο’ Κόννορ από τις εκδόσεις
«Αντίποδες» αποτελεί σημαντικό βήμα
για τα ελληνικά γράμματα. Ξαναφέρνει
στο φως μία από τις πιο σημαντικές
συγγραφείς του τελευταίου αιώνα με
σεβασμό στην σπουδαία, πρώτη μετάφραση
του Αλέξανδρου Κοτζιά. Η γλώσσα όμως
του κειμένου είναι εκ νέου επιμελημένη
με πολύ μεγάλη προσοχή, έτσι ώστε να μην
δυσκολεύει τον σημερινό αναγνώστη με
λεκτικές και γραμματικές επιλογές που
δεν συνάδουν με την εποχή του. Μέσα στο
πολύ βοηθητικό υπόμνημα της έκδοσης
σημειώνονται λεπτομερώς όλες οι μεταβολές
που έλαβαν χώρο στο μετάφρασμα, μαζί με
το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο. Ο
εκσυγχρονισμός του κειμένου αποτέλεσε
μια πολύ εύστοχη επιλογή που δεν έθιξε
διόλου την μετάφραση στην αρχική της
μορφή. Αντίθετα, την ελάφρυνε από περιττά
βάρη δίνοντας στο μυθιστόρημα νέα πνοή
και σε όποιον ενδιαφέρεται για την
γλώσσα και τις διάφορες μορφές της
φρέσκα ερεθίσματα.

1
Ο Φόκνερ κατασκεύασε ένα δικό του
σύμπαν: την επαρχία Yoknapatawpha, σύνθεση
από δύο λέξεις της φυλής Τσίκασοου:
Yokana και Petopha: διαμελισμένη γη. Σχεδίασε
και σχετικό χάρτη με τις τοποθεσίες
όπου διαδραματίζονται τα έργα του.