ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ
ΤΗΣ ΜΠΕΛΙΚΑΣ-ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ
Ντελικάτα χέρια στολισμένα με βραχιόλια και δαχτυλίδια, πάντα με βαμμένα νύχια.
Γελούσε και τα σήκωνε ψηλά, παραδομένη στο απρόοπτο αστείο, τα χτυπούσε παλαμάκια με τις χούφτες ορθάνοιχτες. Έκλαιγε με τα χέρια στο πρόσωπο, τα δάχτυλα έτρεμαν, οι κλειδώσεις άσπριζαν, τα νύχια της χωμένα στα μάγουλα.
Θυμάμαι τα χέρια της στα σεντόνια, να κυνηγούν τους εφιάλτες της, να μην τους δαμάζουν.
Να χτυπάνε μύγες με φονική ακρίβεια.
Να ρίχνουν μπούφλες στο πουθενά, να κουτουλάνε σε έπιπλα, να γλείφει τις πληγές τους.
Να μας κρατάει δεξιά κι αριστερά της, να περάσουμε το δρόμο.
Τα χέρια της να ξεφυλλίζουν παιχνιδιάρικα τα περιοδικά. Να αργοπορούν στις σελίδες των βιβλίων που αγαπούσε, να χαϊδεύει τα ποιήματα σαν τυφλή.
Τα χέρια της στα μαλλιά μας. Τα κρυφά της χάδια καθώς έφτιαχνε κοτσίδες, μπούκλες, κοκοράκια. Στα δικά της μαλλιά, δέκα βιαστικά δάχτυλα – πάντα φουριόζα όταν έκανε κάτι για τον εαυτό της.
Τα χέρια της όταν κάπνιζε, όταν έπαιζε χαρτιά, όταν άνοιγε σοκολατάκια.
Τα χέρια της να πλέκουν, να κεντάνε, να μαγειρεύουν, να σκαλίζουν, να φυτεύουν, να κόβουν λουλούδια. Της άρεσε, δεν της άρεσε η δουλειά που έκανε, τα χέρια της σε τέλεια συνεννόηση, φρουροί.
Τώρα στραμπουλιγμένα – πόσους τοίχους ασβέστωσαν, πόσα ρούχα έπλεξαν, πόσες κουβέρτες και κουρτίνες νυφιάτικες, πόσα σεντόνια μετέτρεψαν σε μαξιλαροθήκες, πόσα μπατζάκια κόντυναν, πόσα σώβρακα μαντάρισαν, πόσους καμπινέδες ξενοδοχείων καθάρισαν, πόσο αίμα ντάντεψαν τα χέρια της.
Κρατούσε και με τα δύο χέρια το μπράτσο του πατέρα μου και του φορούσε το πιο όμορφο βραχιόλι. Τα χέρια της που σακατεύτηκαν μόλις είδε τον μοναδικό άντρα της ζωής της στο φέρετρο. Τώρα πια τα χέρια της δεν ξέρουν από πού να πιαστούν. Τινάζονται αυτόνομα, νευρικά στο παραμικρό. Γερνάνε δίχως αγκαλιές.
Τα σπαραγμένα χέρια της, οι άκριες των πετσοκομμένων φτερών της, να ξεδιπλώνονται μυστηριακά στο χορό.
Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι τα χέρια της. Και με δροσίζει αύρα. Νοιώθω τη ζέστα της. Το πείσμα της. Την αγωνία της. Τη χαρά της. Τον πόνο της. Τη μοναξιά της. Τις φοβίες της. Το παράπονό της. Τις φαντασιώσεις της.
Είναι η μαμά μου, όπως ήταν η γυναίκα του, η αδελφή της, η γιαγιά του, η θεία τους.
Θέλω να γιορτάσω τη μάνα μου. Που κατάφερε να μείνει θηλυκό, πέρα απ’ τους λαβύρινθους της ζωής της. Που τόλμησε να διεκδικήσει την αυτονομία της, μέσα από γάμο, παιδιά, βάσανα. Που λαχτάρησε κάτι παραπάνω απ’ όσα της δίνονταν. Που όσα δεν της χαρίστηκαν, τα χάρισε σ’ εμάς, τα παιδιά της. Που μας βλέπει ακόμα σαν μωρά και χαζεύει με το χέρι στο στόμα όταν της λέμε ότι πενηνταρίσαμε.
Η μάνα μου με έμαθε όσα δεν διανοείται, μόνο με τα χέρια της.
Φέτος θα της δώσω γάντια. Γάντια για να μείνουν τα χέρια της όπως τα θυμάμαι. Γάντια για το κρύο, γάντια για τον κήπο, για τα πιάτα, για τον ύπνο, για το πάθος. Δεν υπάρχουν τέτοια γάντια; Δεν με νοιάζει. Θα της τα φτιάξω εγώ. Η κόρη της. Για την Πόπη, τη μάνα μου. Το πάθος της ζωής μου.