Ιστορία ενός καβοδέτη

Γράφει η Άννα Μανούκα

(Για το βιβλίο Ιστορία ενός καβοδέτη, της Ελένης Κοσμά, εκδ. Πόλις 2025)

Εν αρχή ην ο κάβος, και αφού υπήρχε κάβος, το καράβι έπρεπε να δεθεί. Κάποιος δηλαδή έπρεπε να το δέσει. Αυτός που δένει το καράβι δεν μπορεί να βρίσκεται πάνω στο καράβι. Ούτε στην πόλη, βέβαια, μπορεί να βρίσκεται, αλλά εκεί, στην άκρη του λιμανιού. Αυτός που δένει το καράβι δεν είναι καπεταναίος ή ψαράς. Τι είναι, όμως, αυτός που η μια του άκρη θάλασσα κι η άλλη γη; Είναι στεριανός ή θαλασσινός; Τι είναι ο καβοδέτης, το όνομα του οποίου βεβαιώνεται από ένα μόλις λεξικό, αυτό του Δημητράκου, και μάλιστα ούτε καν ως καβοδέτης αλλά ως καβοσύρτης; Η Ιστορία ενός καβοδέτη ανατέμνει το φάσμα που κυμαίνεται από την αμηχανία, περνάει από τη δυσκολία και κορυφώνεται με την αδυναμία του να είσαι το ανάμεσό τους: πρώτα, το ανάμεσο μεταξύ των ανθρώπων που θαλασσοπνίγονται και εκείνων που τους κοιτάζουν αδιάφορα, όσο εσύ έχεις την υποχρέωση να δένεις μόνο όσα πλοία καταφέρνουν να φτάσουν στη στεριά. Και ύστερα, το ανάμεσο που με το ένα πόδι αναζητά μια θέση στο παρόν, έχοντας τη βαριά επίγνωση του παρελθόντος, είτε του προσωπικού είτε του ιστορικού. Η περιστοίχιση του καβοδέτη με καταλόγους πλοίων και καπετάνιων δεν κάνει καθόλου ευκολότερη τη ζωή του. Αντιθέτως, επιτείνει την αίσθηση ότι ο ίδιος είναι το τέρμα μιας μεγάλης ιστορικής διαδρομής, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί  να αφήσει κάτι πίσω του. Στην Ιστορία του καβοδέτη κατά κύριο λόγο διαβάζουμε την αγωνία του ανθρώπου που αισθάνεται ότι έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, από τον οποίο δεν μπορεί να δραπετεύσει και τον οποίο δυσκολεύεται να αποδεχτεί. Είναι απολύτως λογικό, επομένως, ο καβοδέτης να ζει σε μια διαρκή ένταση, με την πιο κυριολεκτική έννοια της λέξης: είναι ο ίδιος ένα τεντωμένο σκοινί.  Για πόσο, όμως;

Η απάντηση έρχεται βίαιη αλλά αναπόφευκτη: μέχρι τα ίδια τα σκοινιά που δένει να τον διαμελίσουν —εκ των έσω. Όσο ο καβοδέτης δένει τα σκοινιά και εμμένει στην προκαθορισμένη συνθήκη, τόσο δένεται από αυτά— από αυτή. Ο καβοδέτης δένει, αλλά δυσκολεύεται να λύσει, πόσω μάλλον να λυθεί. Το όνομά του και η γνώση των κόμπων τον εγκλωβίζουν στην ενδιάμεση κατάσταση, σε ένα βαρύ παρόν. Μάταια αναζητά να τον αναγνωρίσει κάποιος, ας είναι και ένας ξένος. Είναι αδύνατο όμως να βρουν οι άλλοι για σένα τον εαυτό σου, για αυτό η στιχομυθία καβοδέτη-ξένου, σε δεκαπεντασύλλαβους, στον κατεξοχήν παραδοσιακό στίχο δηλαδή, είναι καταδικασμένη να έχει αρνητική κατάληξη. Ο καβοδέτης, όταν περιφέρεται στην πόλη, στον τόπο του εδώ και τώρα, στον τόπο του πλήθους,  περιφέρεται βουβός. Έχει συντρόφους, αλλά η συντροφιά αυτή είναι ένα σύνολο τόσο συντονισμένο, που ουσιαστικά συμπεριφέρεται σαν μονάδα. Είναι οι σύντροφοι του σεφερικού Μυθιστορήματος που χάνονται κι αυτοί αμίλητοι. Εντέλει, η φυγή είναι αδύνατη για τον καβοδέτη και η επιστροφή του στα γνωστά ισοδυναμεί με θάνατο. Είναι αδύνατο να φύγεις και να επιστρέψεις και να συνεχίσεις σαν να μη συνέβη τίποτα, γιατί αποκλείεται το σκοινί να δεχτεί έναν καβοδέτη ο οποίος έχει αποκτήσει τη γνώση του κόσμου πέρα από το σκοινί.

Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει απελευθέρωση για τον καβοδέτη: είναι μοιραία δεμένος με τον κάβο και τα σκοινιά του, τα οποία επιπλέον φοβάται. Τα ιντερμέδια, στα οποία οι καρδιές αυτών που σε έναν άλλο κόσμο —σε ένα άλλο ποίημα— θα αγαπιούνταν σκοντάφτουν στις πέτρες, υπογραμμίζουν πόσο αδύνατο είναι ένας τέτοιος άνθρωπος να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, κάπως πιο θεωρητικό, το απίστευτο και εγκλωβιστικό βάρος της ιστορίας θα μπορούσε να είναι η έκφραση της γνωστής αγωνίας της επίδρασης κατά Χάρολντ Μπλουμ. Άλλωστε, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στον Σεφέρη, στον Εγγονόπουλο, στον Σολωμό και σε πλείστους άλλους μέσα στην Ιστορία ενός καβοδέτη. Αν ισχύει αυτό, η ποιητική παράδοση με τους όρους του Καβοδέτη μπορεί να είναι κάβος, λιμάνι, σκοινί που σώζει και σκοινί που πνίγει. Νομίζω, όμως, ότι στην περίπτωση της Ελένης Κοσμά, είναι ένα σκοινί το οποίο η ίδια λύνει με προσοχή, για να σαλπάρει με λογισμό και μ’ όνειρο.

 

Η Άννα Μανούκα γεννήθηκε
και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε Φιλολογία
στο Α.Π.Θ. και υπηρετεί στη
δημόσια εκπαίδευση.

 

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλίο παρουσιάζεται σήμερα Παρασκευή 7 Νοεμβρίου και ώρα 19.30
στο καφέ «Φίλιον» (Σκουφά 34, Αθήνα). Με τη συγγραφέα θα συζητήσουν οι: Στέργιος Μήτας και Ράνια Ποθητάκη