Η ανάγνωση και ο αναγνώστης: μια επίσκεψη στον Maurice Blanchot
Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Αντί εισαγωγής
Έχω ασχοληθεί εκτενώς με το θεωρητικό πρόβλημα της ανάγνωσης και από διάφορες πλευρές (Κατσιγιάννης, 2024, 2025α, 2025β, 2025γ, 2025δ, 2025ε), ωστόσο, πάντοτε επιστρέφω σ’ αυτό θέλοντας να συμπληρώσω μία ακόμη σκέψη. Η ανάγνωση θεωρείται κάτι το απλό, το αβασάνιστο και το φανερό. Φυσικά, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι επικρατούσες αντιλήψεις γύρω από την ανάγνωση υποδηλώνουν την έλλειψη εκείνων των ειδικών ικανοτήτων που εξαιτίας τους μπορεί να συλλάβει κανείς αυτή την πολύπτυχη επιτελεστική πρακτική.
Μιλώντας γενικά, η ανάγνωση γίνεται αντιληπτή, ως μια κοινότυπη ασχολία, άνευ ουσιαστικής σημασίας, ένα πρακτικιστικό έργο και δίχως καθοριστικό ρόλο ως προς το δημιούργημα του συγγραφέα. Εδώ έχουμε την ανάγνωση ως συμπληρωματική διάσταση της συγγραφής και τον αναγνώστη ως παρακολούθημα του συγγραφέα. Η (ανάγνωση τείνει να) νοείται ως μια – στατική ως επί το πλείστον – ενέργεια που δίνει ώθηση στο λογοτεχνικό κείμενο και το απεγκλωβίζει από τα δεσμά της ανυπαρξίας και της μη αναγνώρισης.
Θέτω για πρώτη φορά το κεντρικό ερώτημα του κειμένου μου: «Τι γίνεται με την ανάγνωση;». Η λογοτεχνία ως γενικό πεδίο δράσης, δεν είναι παρά αλλεπάλληλες ενέργειες μετασχηματισμών που καταλήγουν σε λίγο έως πολύ υβριδικά κατασκευάσματα. Η λογοτεχνία συνεχίζει τη ροή του κόσμου μέσω ενδεχομενικών τρόπων και μεθοδολογιών και προς κατευθύνσεις επινοημένες – αλλά και εννοημένες εκ νέου. Σε όλη αυτή την κοσμογονική θα λέγαμε διαδικασία, η ανάγνωση, ως μηχανισμός, είναι η λειτουργία εκείνη που επιτελεί στον πιο κρίσιμο βαθμό αυτές τις ενέργειες μετασχηματισμού.[1] Με την ανάγνωση (και με την κάθε ανάγνωση), το λογοτεχνικό κείμενο πολλαπλοποιεί την ήδη υπάρχουσα σ’ αυτό πολλαπλότητά του και μάλιστα σε απρόβλεπτο ρυθμό και σε ακανόνιστες διευθύνσεις. Η ανάγνωση είναι επίσης έκθεση, όπως και η γραφή. Έχει μια καθοριστική επίδραση στο λογοτεχνικό κείμενο, όπως ακριβώς και η γραφή.
Τώρα, θέτω για δεύτερη φορά το ίδιο ερώτημα προσπαθώντας να βρω – ανοικτές – απαντήσεις στη σκέψη του γάλλου φιλοσόφου Maurice Blanchot και συγκεκριμένα στο εμβληματικό του έργο ‘Ο χώρος της λογοτεχνίας’.[2]

Ο Maurice Blanchot και η ανάγνωση
Στον Blanchot θα δούμε ότι ο αναγνώστης δεν είναι ξένος ούτε εξωτερικός ως προς το έργο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αναγνώστης και συγγραφέας συνδέονται καταγωγικά: «εκείνο που πρέπει να πούμε είναι πως η μεριά του αναγνώστη […] είναι ήδη παρούσα στη γένεση του έργου, υπό διάφορες μεταβαλλόμενες μορφές» (Blanchot, 2018: 302):
η ανάγνωση δεν είναι ένας άγγελος που φτερουγίζει γύρω απ’ τη σφαίρα του έργου και με τα φτερωτά του πόδια την κάνει να περιστρέφεται. Δεν είναι το βλέμμα που εκ των έξω, πίσω απ’ το τζάμι, συλλαμβάνει εκείνο που συμβαίνει στο εσωτερικό ενός ξένου κόσμου. η ανάγνωση είναι συνδεδεμένη με τη ζωή του έργου, είναι παρούσα σ’ όλες τις στιγμές, είναι μία απ’ αυτές τις στιγμές, συγχρόνως και διαδοχικώς η κάθε μια, δεν είναι μόνο η ανάκληση των στιγμών αυτών, η ύστατη μεταμόρφωσή τους̇ η ανάγνωση συγκρατεί εντός της όσα διακυβεύονται πραγματικά στο έργο, γι’ αυτό και φέρει μόνη αυτή, εντέλει, όλο το βάρος της μετάδοσης (Blanchot, 2018: 309).
Επομένως, ο αναγνώστης ασχολούμενος με το λογοτεχνικό κείμενο δεν σκύβει απλώς από πάνω του (ή έστω μέσα του) με σκοπό να καταφέρει να συμμετάσχει στο παιχνίδι που είναι η γραφή, η λογοτεχνία, αλλά είναι ήδη εντός του παιχνιδιού, βρίσκεται ήδη στην άτακτη θέση του παίκτη. «Κατά τη διάρκεια της γένεσης, το έργο ήταν η αντιπαράθεση των στιγμών του» (Blanchot, 2018: 309) και η ανάγνωση είναι θα μπορούσαμε να πούμε η μετασχηματιστική επιτέλεση των στιγμών αυτών και «ανακαλεί τη θεϊκή πλευρά της δημιουργίας» (Blanchot, 2018: 298). Η ανάγνωση κρατά και διερευνά «τη μοναδική μυχιότητα του έργου, την έκπληξη της διηνεκούς γένεσής του και την άνθιση της εκδίπλωσής του» (Blanchot, 2018: 313).
Ο αναγνώστης συχνά θεωρείται και ακόμη πιο συχνά θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του και την εργασία του είτε περιττό είτε δευτερεύον σε σχέση με τον συγγραφέα και το έργο: «γενικώς, ο αναγνώστης, αντίθετα απ’ τον συγγραφέα, αισθάνεται αφελώς περιττός. Δεν σκέφτεται ότι φτιάχνει το έργο» (Blanchot, 2018: 304). Διαβάζω απ’ τον Blanchot (2018: 342):
ενώπιον και εντός του έργου, συγγραφέας και αναγνώστης είναι ισότιμοι. Αμφότεροι μοναδικοί, δεν υπάρχουν παρά μ’ αυτό το έργο και με αφετηρία αυτό […] αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης δεν είναι λιγότερο μοναδικός απ’ τον συγγραφέα, διότι κι αυτός λέει, κάθε φορά, το ποίημα ως νέο, όχι ως ειπωμένο ξανά, όχι ως ήδη ομιλημένο και ήδη εννοημένο.
Η ανάγνωση δεν είναι άκριτη συγκατάνευση, παθητική στάση, υποταγή σε ένα δήθεν πρότυπο και μεγαλείο, ακολουθία ξένων δυνάμεων, αλλά ένας άλλος τρόπος δημιουργίας και γραφής, όχι επανεγγραφής του κειμένου που αναγιγνώσκεται, αλλά υποσημείωσης και υπογράμμισης του ρευστού συμβάντος της γραφής. Για τον Blanchot, η λογοτεχνία, ή μάλλον ο χώρος της λογοτεχνίας, είναι βιαιότητα, ρήξη, δοκιμασία, διακινδύνευση, επαφή με το μηδέν και το κενό, μια θύελλα εν ολίγοις στην οποία ο συγγραφέας βρίσκεται κυριολεκτικά ακυβέρνητος. Η ανάγνωση δεν είναι εκτός αυτού του ιδιότυπου χαλασμού, αλλά είναι «συμμετοχή στην ανοικτή βία που είναι το έργο» (Blanchot, 2018: 297). Ωστόσο, η ανάγνωση αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια ειρηνευτική εργασία: «η ανάγνωση καθαυτή είναι ήρεμη και σιωπηλή παρουσία, η ειρηνευμένη περιοχή του υπέρμετρου, το σιωπηλό Ναι στο επίκεντρο του τυφώνα» (Blanchot, 2018: 297).
Με αυτό το «σιωπηλό Ναι» που μόλις διαβάστηκε, προχωρώ στην καταγραφή μιας πολύ σημαντικής θέσης του φιλοσόφου. Ο Blanchot αποδίδει στην ανάγνωση και στον αναγνώστη το «ελαφρύ, αθώο ναι» (Blanchot, 2018: 297̇ Βέλτσος, 2023). Ο αναγνώστης εξαλείφει – εν είδει ελάφρυνσης – απ’ το έργο τον – ήδη εξαλειμμένο – συγγραφέα, τον προσπερνά με μια «άπειρη ελαφρότητα» και διαγράφει όλα τα δεινοπαθήματά του (Blanchot, 2018: 292). Η ανάγνωση, μια προσέγγιση ουσιαστική και κοπιαστική, αλλά ταυτόχρονα και μια «ελευθερία δίχως εργασία» (Blanchot, 2018: 296), είναι αυτή που αποφαίνεται – ποικιλοτρόπως – για το έργο: η ανάγνωση «συμμετέχει στην απόφαση, έχει την ελαφρότητα, την ανευθυνότητα και την αθωότητα της απόφασης. Δεν κάνει τίποτα και έχουν όλα επιτελεστεί» (Blanchot, 2018: 298):
η ελευθερία του παρόντος, γοητευμένου και διάφανου Ναι, είναι η ουσία της ανάγνωσης. Ελευθερία που αντιπαραθέτει την ανάγνωση στη μεριά του έργου η οποία, με την εμπειρία της δημιουργίας, αγγίζει την απουσία, τα μαρτύρια του απείρου, το κενό βάθος εκείνου που δεν αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ, μια κίνηση που εκθέτει τον δημιουργό στην απειλή της ουσιώδους μοναξιάς και τον παραδίδει στο ατέρμονο (Blanchot, 2018: 297-298).
Ωστόσο, όπως μάλλον ήδη έχει διαφανεί, η εν λόγω ελαφρότητα του αναγνώστη για την οποία μιλά ο φιλόσοφος, δεν είναι αρνητικής φύσεως, δεν αποτελεί μομφή στην αναγνωστική διαδικασία ούτε και έχει υποτιμητικό τόνο προς τον αναγνώστη με σκοπό να θίξει τις πρακτικές του. Το δίχως άλλο:
η ελαφρότητα ενός ελαφρού αναγνώστη, ο οποίος σέρνει έναν σβέλτο χορό γύρω από ένα κείμενο, δεν είναι ασφαλώς αληθινή ελαφρότητα, έχει όμως συνέπειες και δεν είναι χωρίς υποσχέσεις: αναγγέλλει την ευδαιμονία και την αθωότητα της ανάγνωσης, που είναι ίσως πράγματι ένας χορός μ’ έναν αόρατο συγχορευτή σ’ έναν χώρο ξέχωρο, ένας χαρούμενος, ξέφρενος χορός με τον τάφο. Ελαφρότητα που δεν πρέπει να της ευχηθεί κανείς να κερδίσει την κίνηση σοβαρότερης μέριμνας, διότι εκεί όπου μας έχει δοθεί η ελαφρότητα, η σοβαρότητα δεν λείπει (Blanchot, 2018: 299).
Η ανάγνωση κάνει το βιβλίο έργο, επιτελεί αυτή την ύψιστη μεταμόρφωση, όχι όμως υπό την οπτική μιας ανακάλυψης,[3] αλλά υπό την οπτική της ενδελεχούς βύθισης στο ατέρμονο της γραφής και του έργου: «ο αναγνώστης, είναι αυτός απ’ τον οποίο το έργο λέγεται εκ νέου, δεν λέγεται πάλι με μια επαναληπτική παλιλλογία, αλλά διατηρείται στην απόφαση του έργου να είναι νέα, εναρκτήρια ομιλία» (Blanchot, 2018: 341). Η πράξη της ανάγνωσης επιτελεί την «απελευθερωτική απόφαση, το Λάζαρε, δεύρο έξω» (Blanchot, 2018: 295). Εξηγεί ο φιλόσοφος:
η αποστολή της ανάγνωσης φαίνεται πως είναι το να κυλήσει την ταφόπλακα, να την καταστήσει διάφανη, να την καταλύσει με τη διεισδυτικότητα του βλέμματος, το οποίο πηγαίνει με ορμή πέραν […] κάτι περισσότερο, και που καθιστά ακόμη πιο ιδιόμορφο το θαύμα της ανάγνωσης – αυτό που ίσως μας διαφωτίζει επάνω στο νόημα κάθε θαυματουργίας: εδώ η ταφόπλακα και ο τάφος δεν κατακρατούν μόνο το πτωματώδες κενό το οποίο πρόκειται να ζωντανέψουμε̇ η ταφόπλακα και ο τάφος συνιστούν την, κρυμμένη ωστόσο, παρουσία εκείνου που πρέπει να εμφανιστεί. Το να κυλίσεις, το να ρίξεις κάτω την ταφόπλακα, είναι ασφαλώς κάτι θαυμαστό, που όμως το κάνουμε ανά πάσα στιγμή με την καθημερινή γλώσσα, και, ανά πάσα στιγμή, συνομιλούμε με τον Λάζαρο […] και που, κάτω απ’ το καλοϋφασμένο του σάβανο, υποστηριγμένος απ’ τις πιο κομψές συμβάσεις, μας αποκρίνεται και μας ομιλεί στην καρδιά του εαυτού μας. Στην έκκληση όμως της λογοτεχνικής ανάγνωσης εκείνο που αποκρίνεται δεν είναι μια θύρα που πέφτει ή που θα γινόταν διάφανη, ή ακόμη και λίγο πιο λεπτή, είναι μάλλον μια ταφόπλακα πιο τραχιά, καλύτερα σφραγισμένη, συντριπτική, ένας υπέρογκος κατακλυσμός από πέτρα που τραντάζει γη και ουρανό (Blanchot, 2018: 295-296).
Αντί επιλόγου
Ο Maurice Blanchot, η σοβαρή ποιητική φιγούρα, η ηχηρή φιλοσοφική παρουσία του εικοστού αιώνα, δεν θα ’πρεπε να χρειάζεται συστάσεις – στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται. Ωστόσο, στην καθυστερημένη, αλαζονική και οκνηρή ελληνική πραγματικότητα, είναι δυστυχώς απαραίτητες, αφού η κριτική είτε τον αγνοεί (δηλαδή δεν έχει γνώση του ίδιου και του έργου του) είτε τον θέτει στο περιθώριο (δηλαδή προσπαθεί να απενεργοποιήσει τη σκέψη του).
Η θεωρητική μηχανή του Blanchot, πλήρως ρευστοποιημένη, πολυκατευθυντική, συγκρουσιακή, δύσκολη στην κατανόηση και την επεξεργασία, απαιτεί από τον μελετητή βαθιά και ρεαλιστική αφοσίωση, παράδοση του εαυτού και της ταυτότητάς του κατά έναν τρόπο και, επιπλέον, προϋποθέτει μια κάποια πρότερη γνώση του σχετικού αντικειμένου.
Εκείνο που προσπάθησα να δείξω στο παρόν κείμενο είναι το πώς νοηματοδοτεί ο γάλλος στοχαστής την ανάγνωση. Ο Blanchot μας παρέχει ένα πολύ σημαντικό και καινοτόμο θα πρόσθετα θεωρητικό πλαίσιο αναφορικά με το τι, το πώς και το γιατί της αναγνωστικής διαδικασίας. Οι θέσεις του, προγονικές για αρκετούς μετέπειτα μελετητές που ασχολήθηκαν επισταμένα με τη θεωρία της ανάγνωσης, αποτελούν τόσο καθρέφτη της σκέψης του όσο και πολύτιμο εργαλείο για την αναλυτική διερεύνηση του λογοτεχνικού φαινομένου. Ο Blanchot εναποθέτει στον ρόλο της ανάγνωσης, όχι απλώς την ζωή και την ευημερία του λογοτεχνικού έργου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό: το ατέρμονό της.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω το εξής. Για να κατανοήσει κανείς σε βάθος και όχι επιφανειακά το έργο και τις ποικίλες πρακτικές που επιτελεί η ανάγνωση είναι προφανές ότι οφείλει να εκπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις: την αναγνώριση και την κριτική ανάλυση του γράφειν, του λογοτεχνικού σύμπαντος. Και είναι επίσης προφανές ότι το θεωρητικό οπλοστάσιο του Maurice Blanchot είναι πάνω από ικανό γι’ αυτούς τους σκοπούς. Συνεπώς, θα έλεγα ότι είμαστε σχεδόν αναγκασμένοι να καταπιαστούμε με τη σκέψη αυτού του ιδιαίτερου στοχαστή και να χαθούμε στον κόσμο των αναποδογυρισμένων πραγμάτων.
Βιβλιογραφία
Βέλτσος, Γ. (2023). Συγκόλληση. Χάρτης, 52. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
Blanchot, M. (2018).Ο χώρος της λογοτεχνίας(Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Κάσσος, Β. (1988). Η λογοτεχνία ως οριακή εμπειρία: Μια προσέγγιση στην κριτική σκέψη του MauriceBlanchot. Αθήνα: Τέθριππον.
Κατσιγιάννης, M. (2024). Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση. τοβιβλίο.net. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Ανατομία της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης. Θράκα. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
Κατσιγιάννης, M. (2025β). Ποιος φοβάται την ανάγνωση; Εξιτήριον. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
Κατσιγιάννης, M. (2025γ). Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish. Στίξη.
Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025 στο stiksh,com
Κατσιγιάννης, M. (2025δ). Σχόλια στον Wolfgang Iser ή τι συμβαίνει με τον W. Iser και το θεωρητικό του σχήμα. Περί ου. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
Κατσιγιάννης, M. (2025ε). Η θεωρία της λογοτεχνίας στην εκπαιδευτική πράξη: συζητώντας για μια αναγκαία πρόκληση. Εκπαιδευτική Λέσχη. Ανακτήθηκε 12 Αυγούστου 2025
[1] Μάλιστα, υπάρχουν αρκετοί πεζογράφοι και ποιητές που γνωρίζουν με κάποιο τρόπο αυτή τη συνθήκη και μέσα απ’ την τεχνοτροπία τους, προκαλούν την – πιο – ανεμπόδιστη λειτουργία της (βλ. ενδεικτικά: Paul Auster, William S. Burroughs, Jorge Luis Borges, Charles Bukowski, Anne Sexton, Γιώργος Βέλτσος, Γιάννης Λειβαδάς, Χρήστος Χρυσόπουλος.
[2] Για μια ανάλυση στη σκέψη του Maurice Blanchot βλ. και την ακόλουθη καλή μελέτη: Κάσσος, Β. (1988). Η λογοτεχνία ως οριακή εμπειρία: Μια προσέγγιση στην κριτική σκέψη του Maurice Blanchot. Αθήνα: Τέθριππον.
[3] «η ανάγνωση, με την έννοια της λογοτεχνικής ανάγνωσης, δεν είναι ούτε καν μια καθαρή κίνηση κατανόησης, δεν είναι η εννόηση που θα διατηρούσε το νόημα επαναστέλλοντάς το. Η ανάγνωση τοποθετείται εντεύθεν ή εκείθεν της κατανόησης. Αναγιγνώσκω δεν σημαίνει ούτε ακριβώς κάνω έκκληση για ν’ ανακαλυφθεί, πίσω απ’ την επίφαση του κοινού λόγου, πίσω απ’ το βιβλίο όλων, το μοναδικό έργο που πρέπει ν’ αποκαλυφθεί με την ανάγνωση» (Blanchot, 2018: 297).
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.