Paul Auster: το μεγάλο στοίχημα του αναγνώστη
Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Όσες φορές κι αν έχω γράψει για τον Paul Auster δεν έχω καταφέρει ν’ αποτυπώσω την αντίληψη και την αντοχή μου στο έργο του, αλλά και τη λογοτεχνική φιγούρα του εν γένει. Το ίδιο συμβαίνει και τις φορές που έχω σκεφτεί γι’ αυτόν. Επιχειρώντας ν’ ανταπεξέλθω, καταφεύγω στην καταγραφή του ακόλουθου – καταγωγικού μάλλον για το έργο του συγγραφέα – συμπεράσματος. Η εργασία του Auster συνίσταται στην εξαΰλωση των ταυτοτήτων, στη ρευστοποίηση των εαυτών, στην αποπροσωποίηση όντων και πραγμάτων, έτσι εκείνο το οποίο απομένει – ίσως πάντα να ήταν έτσι εξαρχής – είναι μία απροσδιόριστη και άτακτη σειρά ιχνών που δεν παραπέμπουν σε κάποιο αυτοτελές νόημα, που δεν συστήνουν κάποια αλήθεια η οποία συγκρούεται με μια άλλη, που δεν εξωτερικεύουν απλώς ερεθίσματα, που δεν αναζητούν κανένα είδος επιστροφής (ή/και πισωγυρίσματος), που δεν απορροφώνται ολοκληρωτικά.
Εδώ είναι που έγκειται το μεγάλο στοίχημα του αναγνώστη: η ανάγνωση του Paul Auster προϋποθέτει μια κάποια αλλαγή συνειδησιακής στάσης, απαιτεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Τι εννοώ; Η ουσιαστική ασχολία με τα κείμενα του συγγραφέα δεν μπορεί παρά να είναι ενεργητική, συμμετοχική, δραστήρια. Η φύση των κειμένων αναγκάζουν σε κάτι τέτοιο. Ο αναγνώστης αναλαμβάνει ρόλο συνδημιουργού (αν όχι δημιουργού) και όχι παρακολουθητή. Διαφορετικά, η ανάγνωση καθίσταται δραματικά ατελέσφορη.
Ωστόσο, ήδη ξεπήδησε ο κίνδυνος: το ζήτημα της ερμηνείας από μέρους του αναγνώστη. Σε κάθε πράξη ανάγνωσης, εισβάλλει κάποια – συχνά αόριστη – στιγμή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως ερμηνευτικό άγχος. Τι είναι το ερμηνευτικό άγχος; Είναι μια υπαρξιακή θα λέγαμε διέξοδος που προϋπάρχει της ανάγνωσης και μπορεί να οριστεί ως η κατασκευασμένη – φυσικοποιημένη δηλαδή – ανάγκη του αναγνωστικού υποκειμένου να θέλει τα πάντα σε ευταξία. Με άλλα λόγια, να θέλει να αποκωδικοποιεί κάθε σημείο που βρίσκεται μπροστά ή/και κάτω απ’ τα μάτια του, να υπερερμηνεύει κατά μία έννοια, να καταβροχθίζει ό,τι του προσφέρεται, αισθανόμενο ότι με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσει κάποια επάρκεια. Πρόκειται για τον φόβο για το άγνωστο ή μάλλον για τον φόβο μπροστά στο άγνωστο: ο αναγνώστης θέλει να ξέρει με τι έχει να κάνει ώστε ν’ αναπτύξει αποτελεσματικές αναγνωστικές μεθόδους.
Εδώ είναι μία αλήθεια: είτε λίγο είτε πολύ, είτε συνειδητά είτε όχι, δεν υπάρχει αναγνώστης που δεν ‘πάσχει’ από το ερμηνευτικό άγχος. Κι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο στοίχημα του αναγνώστη σχετικά με τον Auster. Εξηγώ.
Ο Auster δεν είναι από τους συγγραφείς που τους παίρνεις στο κατόπι, που κρέμεσαι απ’ τα χείλη τους, που διστάζεις να παραβιάσεις τη συνοχή τους, που φοβάσαι να παρεκκλίνεις από τα σήματά τους. Έτσι, η σχέση με τον Auster θα αποβεί ακραία δυσλειτουργική, για τον απλούστατο λόγο ότι τα κείμενά του είναι προς χρήση και όχι προς αίσθηση. Ζητούν απ’ τον αναγνώστη να περπατήσει πάνω τους, μέσα τους και όχι πίσω τους, να δει τα μυθοπλαστικά δρώμενα μέσα στα ίδια τα δρώμενα και όχι μέσα από κάποιον αφηγητή – ακόμη κι αν αυτός τυγχάνει να είναι ο ίδιος ο Auster.
Συνεπώς, ο αναγνώστης οφείλει ν’ αποβάλλει το όποιο ερμηνευτικό άγχος – ή τουλάχιστον να το περιστείλει, να το θέσει σε ύπνωση – από τη δομή της ανάγνωσης του και να το αντικαταστήσει με μια πιο ‘ελευθεριακή’ θα μπορούσαμε να πούμε λογική η οποία θα του αναδείξει το απροκάλυπτο στήσιμο της μυθοπλασίας του Paul Auster, αυτό που ο ίδιος ονομάζει «κατάσταση διπλής συνειδητότητας» (Όστερ, 2004: 39): την αμφισβήτηση του εντός/εκτός κειμένου, την αμφισβήτηση του σχήματος που περιγράφει τη ζωή ως βίωμα και τη ζωή ως παρακολουθούμενο βίωμα.
Το ερμηνευτικό άγχος, κρύβει μια συντηρητική τάση αντικειμενικοποίησης του κόσμου, η οποία καλύπτεται και δικαιολογείται με την πρόφαση της ανάγκης, του ενστίκτου της επιβίωσης: ο αναγνώστης θέλει να ξέρει πού είναι και τι να κάνει για να μπορεί να προβλέψει τόσο τα μυθοπλαστικά μελλούμενα όσο και την αντίδρασή του σ’ αυτά. Επομένως, αν δεν επιχειρηθεί κάποιο είδος καταπολέμησης του ερμηνευτικού άγχους, ο – κινούμενος – στόχος του Auster δύσκολα θα καταφέρει να βρει συνταξιδιώτες. Ο Auster πραγματοποιεί μια ιδιότροπη έγκληση στον αναγνώστη: ν’ απολέσει τις μαθημένες του στρατηγικές και να προσλάβει τη γραφή του μέσα στη γραφή. Δηλαδή, ν’ ανταποκριθεί στο κείμενο ως μέρος του, ως συνένοχος, ως παίκτης και όχι ως κάποιος εξωτερικός παράγοντας που το επιτηρεί και το εποπτεύει – με κάθε είδους τρόπο και λόγο.
Οι ιστορίες του Auster είναι ένας ατέρμονος εγκιβωτισμός, ένα δάνειο, μια κειμενική προσπάθεια για μια κειμενική προσπάθεια – συχνά κυριολεκτικά (βλ.Harhoura, 2017: 83-127). Τα γραπτά του μπορούν να προσεγγιστούν και να κατανοηθούν ως σύνολα γεγονότων μέσα σε άλλα σύνολα γεγονότων, ως πολλαπλασιαστικές μηχανές που διαμορφώνουν ένα πολυλειτουργικό «ριζωματικό» (Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) παλίμψηστο: ασύμμετρες ενδεχομενικές διασυνδέσεις μεταξύ ροών και τροχιών που άλλοτε απομακρύνονται κι άλλοτε συγκρούονται η μία με την – εσώτερη λογική – της άλλης. Κατευθύνσεις, που ακόμη κι αν ξεκινούν από κάποια – φαινομενική – αφετηρία, παραμένουν αυθόρμητες, μη προδιαγεγραμμένες, ακατάληπτες με τα εννοιολογικά φίλτρα του ορθολογισμού.
Κι ακριβώς λόγω των παραπάνω, το ερμηνευτικό άγχος παρεμποδίζει τον αναγνώστη όχι απ’ το ν’ αφεθεί στην εξέλιξη της πλοκής, αλλά απ’ το να μπει στην πρακτική της παραγωγής της, απ’ το να γίνει μέλος μιας γραφής που ποτέ δεν αρχίζει και ποτέ δεν τελειώνει. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης – ο με κατά μία έννοια ειδήμων τουλάχιστον – δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναμένει το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου για ν’ αναλάβει δράση, αλλά να δει ότι το έργο του Auster είναι – και παραμένει – ά-τοιχο, ρευστό, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, λαβυρινθικό και ως εκ τούτου, ο ίδιος βρίσκεται ήδη εντός του.
Προσπαθώντας να συγκεντρώσω περεταίρω τις σκέψεις μου για τον Paul Auster, σημειώνω τα ακόλουθα. Είναι φανερό το μοτίβο του Auster: δεν μιλά για κάποιον, για κανέναν, δεν τοποθετεί κάποιον σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο έτσι ώστε η παρουσία του να γίνει αντιληπτή από τους γύρω του και κατά κάποιο τρόπο ν’ αρχίσει ένα είδος επικοινωνιακής δράσης. Ο Auster μελετά την αλλότητα, μιλά για τον άλλο αλλά μέσα από τον άλλο και το άλλο (βλ. Levinas, 1989, Ρήγου, 1995). Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνο το οποίο εξερευνάται είναι η κενότητα ή/και κάποιο είδος αίσθησης μη πληρότητας απ’ το οποίο αναβλύζει η – δήθεν – ανεπάρκεια των χαρακτήρων και εξαιτίας του οποίου, η συμπεριφορά των χαρακτήρων εδράζεται σ’ ένα άλογο και παράλογο πάνθεον.
Ο Auster κατασκευάζει έναν κόσμο απ’ τα σημεία του οποίου δεν προκύπτει κάποιο ευκρινές σχήμα, ακόμη κι αν η συναρμολόγηση γίνει εξόχως προσεκτικά και – αν και αδύνατον – αντικειμενικά. Ο κόσμος του Auster είναι ένας κόσμος μη αναγνωρίσιμος, ακατάληπτος, απρόσιτος, μη προσεγγίσιμος: ένας κόσμος αφόρητα αντι-εφικτοποιήσιμος. Οι χαρακτήρες του δεν το γνωρίζουν αυτό – κι εν μέρει έτσι αποδεικνύεται αυτή η αμέσως προηγούμενη παρατήρηση – κι έτσι αναδύεται το μοτίβο των αλλεπάλληλων και αλληλένδετων ματαιώσεων, υποχωρήσεων, αναβολών και ατελέσφορων πράξεων (Little & Auster, 1997) – που τελικά μαρτυρούν όχι μόνο τη δεδομένη απραξία, αλλά και την προγενέστερη (ολοκληρωτική) παρουσία της.
Ο κόσμος του Auster δεν αποτελείται από τα σύμβολα της αλλότητας επενδύοντας στην εξωτερική ετερότητα. Αυτό θα ήταν μια προφανής και απλοϊκή εξήγηση: ο κόσμος του Auster είναι αυτός καθαυτός ένας άλλος κόσμος στον οποίο βασιλεύει η αινιγματική μπλανσοϊκή σιωπή (Blanchot, 2018). Είναι ο κόσμος ο οποίος – κι εντός του οποίου – αποτραβιέται απ’ την απόφαση της εκφοράς του λόγου, το εγώ δεν είναι εσύ (και τούμπαλιν), δεν διαφαίνεται ούτε καν το αυτό(ς): υπάρχει μονάχα η αποσιωπητική και αποπροσωποιητική λειτουργία, περιφερόμενη και περιστρεφόμενη όχι στο μυστικό και το σκοτεινό, αλλά στο υβριδικό και το κατασκευασμένο όχι με άλλα υλικά και μέσα, αλλά στο αλλιώς κατασκευασμένο. Η αποπροσωποιητική λειτουργία είναι κεντρικής σημασίας στον Auster, δεν είναι ότι διαπερνά απλώς το έργο του αλλά σ’ αυτό συνίσταται το τελευταίο. Δεν είναι ότι καταφέρνει να διαφύγει της αναπαράστασης, αλλά αναπαριστά την αδυνατότητα της αναπαράστασης, το γεγονός ότι η αναπαράσταση καθίσταται οριακή και ευμετάβλητη. Συνεχίζω σ’ αυτό.
Ο Auster γνωρίζει το είδος του μεγαλύτερου, του ισχυρότερoυ αυταρχισμού: το να μιλάς για τους άλλους, να μιλάς εξ ονόματος των άλλων (βλ. Φουκώ, 2008: 32). Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο λόγος μου δεν εκτείνεται απλώς προς εσένα (αναφορά, εντοπισμός, κατονομασία, προσδιορισμός, οριοθέτηση, ετικετοποίηση: όλα απτά αποτελέσματα της αναπαράστασης), αλλά σε αιχμαλωτίζει, σε διορθώνει, σε διαμορφώνει εκ νέου, έτσι που σε καθιστά όχι απόντα από τον εαυτό σου, αλλά σε αναγκάζει σε συγκατοίκηση με έναν – όχι από σένα – κατασκευασμένο, επινοημένο εαυτό: ο λόγος μου για σένα, αναιρεί εσένα, σου στερεί τη φωνή σου – αυτή που εσύ ο ίδιος επιλέγεις για τον εαυτό σου – και σου απονέμει την ορατότητα ενός πλασματικού και εξωτερικά εσωτερικού εσύ. Μιλώ για σένα σημαίνει ότι αδρανοποιώ εσένα, σε σταματώ μέσα στον εαυτό σου, σε διακόπτω από τη δική σου ομιλία και σου επιβάλλω τη δική μου. Εγώ, μιλώντας για σένα, σε εξωθώ σε μια συμβίωση με τη διαστρέβλωση του εγώ που οικειοθελώς και αυτοβούλως κατασκευάζεις εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου. Και κάτι ακόμη σημαντικό. Ο λόγος μου για σένα σε καθιστά ύποπτο: εσύ, είσαι υπόλογος για ό,τι λέω εγώ για σένα. Έτσι, σε αγκυροβολώ στον κόσμο, αλλά και σε μένα τον ίδιο, χωρίς εσύ να το επιθυμείς ή/και να το συμφωνείς – ενδεχομένως να μην έχεις ούτε καν τη σχετική γνώση επ’ αυτού.
Γι’ αυτό και ο Auster δεν μιλά για κανέναν και για τίποτα. Εδώ ακριβώς βλέπουμε την αποπροσωποιητική λειτουργία: ο συγγραφέας, με τη γραφή του διαμορφώνει μια ροή εντός της οποίας διακρίνονται τα πάντα και την αφήνει απλώς να εκτίθεται κινούμενη και – με τη σειρά της – να διαμορφώνει η ίδια.
Ακόμη, στον κόσμο του Auster, βλέπουμε την ετεροποιητική προσταγή: την κατάργηση των λύσεων και της διαφωτιστικής ορθότητας του μηχανισμού τους και τη διαιώνιση των γρίφων, την εξαφάνιση των απαντήσεων και την ανοικτότητα των ερωτήσεων, την εξασθένιση του ενοποιημένου και αυτάρκους εαυτού και την αποκέντρωση αυτού και τέλος, την αποδόμηση της έννοιας και της θεματικής της – όποιας – θεμελιακότητας, της αφηρημένης και αυθαίρετης κοινής βάσης των υπάρξεων και την ακανόνιστη εξάπλωση – διάχυση – της διαφοράς.
Τέλος, λέω τα εξής. Ο Paul Auster, μία απ’ τις αναγνωστικές μου όχι προτιμήσεις αλλά εμμονές, ενοχές, είναι πάντα εκεί για μένα, αλλά ως γρίφος, ως ανεξήγητο χαρτομάνι. Κι έτσι ήταν απ’ την αρχή. Εκείνο που παθαίνω είναι αυτό που παθαίνουν οι χαρακτήρες των ιστοριών της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’, για παράδειγμα: τον κυνηγώ, τον χάνω, τον βρίσκω, φεύγει, σκοντάφτω πάνω του, αλλά τελικά ήταν κάποιος άλλος, ενώ ήταν αυτός χωρίς στην πραγματικότητα να – έπρεπε να – είναι. Η γραφή του Auster (ο τελευταίος ως εξελιγμένος Κάφκα) δεν είναι παρά μια εξορία. Μια διπλή εξορία όμως που καταλαμβάνει τόσο τον ίδιο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη: αυτό που έχει νόημα να ειπωθεί δεν είναι η ερώτηση «ποιος είσαι;» αλλά «τι είσαι;».
Υπάρχει ένα χρώμα, μετά ένα άλλο και μετά κανένα. Υπάρχουν ονόματα, μετά αλλάζουν και μετά δεν υπάρχει κανένα – καμία σημασία δεν έχει πια το όνομα. Κάποιος αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο κι όλα αλλάζουν πριν καν ακόμη αρχίσει η γραφή. Μια γυναίκα προσεγγίζει έναν άνδρα και μετά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κάποιος φοβάται για τη ζωή ενός ανθρώπου και μετά καταλήγει να φοβάται για τον ίδιο του τον εαυτό. Έξω έχει λιακάδα, βροχή και χιόνι, αλλά η εμφάνισή τους δεν αλλάζει τίποτα. Τα μαγαζιά έχουν κόσμο, μετά αδειάζουν, ξαναγεμίζουν και στο τέλος μένουν άκυρα, όχι άδεια – ή γεμάτα. Ένα διαμέρισμα ανήκει σε κάποιον και μετά αυτή η ιδιοκτησιακή συνθήκη αλλάζει από το πουθενά. Υπάρχει ένα παιδί, μετά ένα άλλο, αλλάζει συνεχώς χέρια χωρίς αυτό να συμβαίνει, αλλά συμβαίνει. Υπάρχουν σπίτια που κάποτε εγκαταλείφτηκαν και μετά κατοικήθηκαν ξανά, χωρίς αυτό να συμβαίνει επίσης.
Αυτά κι άλλα τόσα σαν αυτά ζει κανείς στην κοινή εξορία του Paul Auster και η διάθεση/στάση/συμπεριφορά της απορίας δεν είναι καν η αρχή.
Βιβλιογραφία
Blanchot, M. (2018).Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα:Πλέθρον.
Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Harhoura, K. (2017). From “The Book of Human Folly” to “The Brooklyn Follies”: An Analysis of Paul Auster’s Thematic Concerns and Narrative Techniques. 10.13140/RG.2.2.20926.43848.
Levinas, E. (1989). Ολότητα και άπειρο: Δοκίμιο για την εξωτερικότητα (Κ. Παπαγιώργης, Μτφρ.). Εξάντας.
Little, W. G., & Auster, P. (1997). Nothing to Go on: Paul Auster’s “City of Glass.” Contemporary Literature, 38(1), 133–163. https://doi.org/10.2307/1208855
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.
Όστερ, Π. (2004). Η Νύχτα Των Χρησμών. (Β. Κυριαζή. Μτφρ.), Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
Ρήγου, Μ. (1995). Η ετερότητα του άλλου: Δοκίμιο για την τρέχουσα μεταηθική. Πλέθρον.
Φουκώ, Μ. (2008). Το μάτι της εξουσίας. (Τ. Μπέτζελος. Μτφρ.), Αθήνα: Βάνιας.
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.