Ποίηση του μεσόστρατου

Γράφει ο Γιάννης Στούπας

(Για την ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου, Θαμνολίβαδα, Μανδραγόρας, 2023)

 

Τα Θαμνολίβαδα, η πρώτη πλήρης ποιητική κατάθεση της Όλγας Οικονομίδου, περιέχει 48 σύντομα ποιήματα (όσα και τα χρόνια της ποιήτριας κατά το έτος έκδοσης της συλλογής) και 10 χαϊκού.

Η παραπάνω έμμεση αναφορά στην ηλικία της ποιήτριας, αν και παρένθετη, είναι σημαντική και καθόλα συναφής με τον θεματικό πυρήνα του βιβλίου, για τον οποίο μάλιστα ο αναγνώστης προϊδεάζεται εγκαίρως. Γιατί, όπως ο Dante Aligheri στον πρώτο στίχο της Θείας Κωμωδίας τονίζει ότι το ποιητικό του ταξίδι στο Επέκεινα ξεκίνησε «στα μισά του δρόμου της ζωής [του][1]», έτσι και η Οικονομίδου στην αρχή του παρόντος βιβλίου υπαινίσσεται ότι η περιπλάνησή της στα Θαμνολίβαδα ξεκινά στα μισά του δρόμου της δικής της ζωής. Με άλλα λόγια, συνθέτει κι αυτή μια ποίηση του μεσόστρατου, μια ποίηση για το μέσο της βιοτικής μας πορείας: αποτυπώνει, δηλαδή, ποιητικά το μεταβατικό ηλικιακό στάδιο των 40+, την υπαρξιακή κρίση που το συνοδεύει, και μια διαφαινόμενη εσωτερική μετατόπιση, προϊόν αναθεάσεων και αναθεωρήσεων.

Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής («Βραδινός Περίπατος») έχει χαρακτήρα οδοδείκτη: εκεί η ποιήτρια, λίγο πριν ξημερώσει, βγαίνει να περπατήσει «με συνοδεία τα σαράντα τέσσερα χρόνια [της]». Σύντομα,όμως, αυτά την προσπερνούν και ανηφορίζουν τρέχοντας, ενώ η ίδια, ανήμπορη, διαπιστώνει ότι δεν έχει τη φυσική αντοχή να τα ακολουθήσει. Ο συμβολισμός διαυγής: ο Χρόνος και η νεότητα περνούν, αφήνοντας πίσω τους σώματα φθαρμένα και δυσκίνητα, με τον θάνατο ασφαλώς να επίκειται. Εδώ, πλην της υπαρξιακής αγωνίας, έκδηλη είναι και η διαίρεση του βίου της ποιήτριας σε δύο εφαπτόμενες αλλά διακριτές ηλικιακές φάσεις: στα σαράντα τέσσερα βιωμένα χρόνια της αφενός, και στην περίοδο που ξεκινά μετά από αυτά αφετέρου. Εκεί ακριβώς εκτείνονται τα Θαμνολίβαδα: στον μεταιχμιακό εσωτερικό χώρο μεταξύ ενός παρελθόντος που πρέπει να αποτιμηθεί και ενός παρόντος που δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί.

Ο μεταιχμιακός αυτός χώρος είναι σκοτεινός. Το υποκείμενο των ποιημάτων συχνά βιώνει μία συνθήκη πραγματικού ή δυνητικού εγκλωβισμού. «Τη ζωή μου/ θα μπορούσα να την κλείσω/ σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας» γράφει η Οικονομίδου. Ή αλλού ψέγει τον εαυτό της, επειδή μένει επίμονα «κλεισμένη στο μικρό ψιλικατζίδικο με τις ληγμένες μνήμες». Οι επώδυνες μνήμες και οι σκοτεινές σκέψεις αποτελούν σε ολόκληρη τη συλλογή ένα αφόρητο βάρος, από το οποίο το ποιητικό υποκείμενο δυσκολεύεται να απαλλαγεί: «Αδυνατώ να συμφιλιωθώ/ με τις σκέψεις μου», γράφει. «Καθώς επίμονα με περικυκλώνουν/ βουλώνω τα αυτιά μου/ με βότσαλα». Και στο επίκεντρο των σκοτεινών σκέψεων βρίσκεται η απώλεια (της μάνας κυρίως), ο έρωτας (που παραμένει βασανιστικά ανεξομολόγητος), το φάσμα του γήρατος και του θανάτου και φυσικά η κυπριακή τραγωδία με τα δικά της ανυπόφορα τετελεσμένα. Κορύφωση της υπαρξιακής αστάθειας που διατρέχει το βιβλίο είναι η πλήρης διάσταση ανάμεσα στην πραγματική και στην επιθυμητή ταυτότητα, διάσταση που ενίοτε τρέπεται σε μεταμορφωτική ορμή:«Από αύριο ή έστω μεθαύριο/ σκέφτομαι να μεταμορφωθώ/ σε πεταλούδα», σημειώνεται σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα της συλλογής.

Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό υπαρξιακό δάσος, ωστόσο, η ποιήτρια οραματίζεται και ανακαλύπτει διεξόδους, καθιστώντας την αγωνία του μεσόστρατου διαχειρίσιμη. Στα Θαμνολίβαδα η φυγή παραμένει εφικτή («Ανεμολόγιο»), η μεταμόρφωση δυνατή («Πεταλούδα»), η ελευθερία επιλέξιμη («Αεροστεγώς»),η αποχή από τα δεσμά των έμφυλων ρόλων αναγεννητική («Στάση Εργασίας»). Σημαντικός είναι, επίσης, ο ρόλος που δίνεται στην ποιητική δημιουργία: το υποκείμενο, αν και κρατά αμφίθυμη στάση απέναντί της («Πιθανότητα»), αν και πιστεύει ότι δεν μπορεί να την ελέγξει ή να την καθυποτάξει («Σκέψεις»), αντιλαμβάνεται και αξιοποιεί την ιαματική της λειτουργία («Λέξεις», «Επίτοκος»). Και, ασφαλώς, έσχατος τρόπος διαφυγής από το υπαρξιακό άγχος παραμένει η λήθη: κεντρική έννοια του βιβλίου, ύψιστη προϋπόθεση γαλήνης και υπέρτατη επιδίωξη, που, όμως, αποδεικνύεται συνήθως μη κατορθωτή.

Ως ποίηση του μεσόστρατου, τα Θαμνολίβαδα, διαπνέονται, επίσης, από μια διάθεση στοχαστική και –κυρίως– αναθεωρητική. Ο τίτλος της συλλογής συνδέεται στενά με τις ελπίδες του υποκειμένου και τις προσδοκίες του για το μέλλον. Στο ποίημα «Αναρρίχηση» το θαμνολίβαδο είναι ένας χώρος φυσικός, όπου κυριαρχεί «η χαμηλή αυτοφυής βλάστηση», και αντιπαρατίθεται στον κήπο ή στο μπαλκόνι, έναν προστατευμένο τεχνητό χώρο που κοσμείται με αναρριχώμενα καλλωπιστικά φυτά. Η ποιήτρια, λοιπόν, προσπαθώντας να οριοθετήσει και -εν μέρει- να αναθεωρήσει την ύπαρξή και τον βίο της, συνδέει εαυτήν με ό,τι συμβολίζουν τα  θαμνολίβαδα: με την ταπεινότητα, την προσήλωση στην ουσία της ύπαρξης και την αυτονομία.

Τεχνοτροπικά, τα ποιήματα των Θαμνολίβαδων, θυμίζουν αρκετά την εξομολογητική ποίηση (confessional poetry), που εμφανίζεται στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Αν και δεν διακρίνονται ασφαλώς από την ίδια προκλητική ελευθεριότητα, περιβάλλονται από παρόμοια αύρα: είναι σχεδόν αποκλειστικά πρωτοπρόσωπα και αφοπλιστικά ειλικρινή. Η Οικονομίδου, όπως η Sylvia Plath και η Anne Sexton, ιχνογραφεί τα εσωτερικά της τοπία με τρόπο άμεσο, χωρίς χρήση ποιητικών προσωπείων ή άλλων τεχνητών παραπετασμάτων και χωρίς να διστάζει να αναφερθεί ακόμη και σε εμπειρίες αυστηρά προσωπικές (όπως π.χ. στο ποίημα «Επέμβαση»). Γλωσσικά, υιοθετεί μια γλώσσα απλή και εύληπτη και,μολονότι χειρίζεται με ευχέρεια μεταφορές και σύμβολα, δε συσκοτίζει ποτέ το ποιητικό της σημαινόμενο.

Τα Θαμνολίβαδα της Όλγας Οικονομίδου είναι μια ειλικρινής αυτοπροσωπογραφία, που, όμως, υψώνεται πάνω από το ατομικό βίωμα και κατορθώνει να αποτυπώσει εμπειρίες πανανθρώπινες. Πρόκειται για ένα ποιητικό βιβλίο που διαθέτει την ουσιαστικότητα και τη δεξιοτεχνία μιας ώριμης δημιουργικής δουλειάς, εμποτισμένης, εντούτοις, με τη δροσιά και τη διαυγή αθωότητα ενός πρωτόλειου έργου. Σε ένα από τα ποιήματα του βιβλίου διαβάζουμε:

Σήμερα βρέχει
τον αποχαιρετισμό της Άνοιξης.
Ωραίος καιρός.
Σαν παιδί που δε χορταίνει το παιχνίδι
κρεμάσαμε κι εμείς στη βεράντα μας ένα ζευγάρι μάτια
να ξεπλυθεί
για να διακρίνουμε με ευκρίνεια στις μέρες της ομίχλης.

Και εδώ εσωκλείεται, νομίζω, το μυστικό της ποιητικής διαύγειας των Θαμνολίβαδων. Η ποιήτρια, στο μεσόστρατο της βιοτικής της διαδρομής, συνεχίζει συνειδητά να διατηρεί ζωντανό το παιδί μέσα της, πράγμα που επιτρέπει στη γραφή της να μην κατρακυλά ανεπίστρεπτα στο θολό σκοτάδι και στην ακινησία. Και το σπουδαιότερο: παίζοντας διαρκώς με τα πράγματα, με τις λέξεις προπάντων, και εναρμονίζοντας την ύπαρξή της με τη ροή των φυσικών στοιχείων, κατορθώνει να διατηρεί καθαρό και λειτουργικό το κύριο όπλο της–και όπλο κάθε ποιητή: το βλέμμα της.

[1]Nel mezzo del cammin di nostra vita (Dante Aligheri, Inferno 1.1)

 

Ο Γιάννης Στούπας γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος Κλασικής Φιλολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή. Σήμερα διαμένει στην Καβάλα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Είναι εν ενεργεία πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού λόγου και τέχνης Νέο Υπόστεγο. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο Τα Καρφιά Μένουν (Θράκα, 2019). Ποιήματα, μεταφράσεις και κριτικά του κείμενα έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.