Pride month: Κουήρ αποτυχία και χαρά, Μέρος Πέμπτο

Στο πέμπτο άρθρο του αφιερώματός μας περιλαμβάνονται τα έργα των: Τζένια Δημητριάδου, Πέννυ Μηλιά, Ελισάβετ Πολίτη, Δημήτρης Μάλλης, Χαρά Μπερτσιά, Όλγα Νικολάου, Στέλλα Κουρμουλή, Αντώνης Γουλιανός, Αθανασία Κακαράντζα.

 

Τζένια Δημητριάδου

Μπέλα μπέλα αβέρτα

Θα είχε ως τότε διανυθεί μια κεραυνοβόλα απόσταση πράσινης αχτίδας από την σβάρνα του κόσμου, στη Σβώλου, Πατησίων, αυτό το πανομοιότυπο στοίχημα κάθε φορά της οργάνωσης, του Βερν, του Ιουλίου, του Ρομέρ, στο σφίξιμο του στήθους, το σκούντημα της αίθουσας προς το διάπλατο σου στήθος. Τα καλοκαίρια δεν μπορούν να μετρήσουν τη χρονιά, θα λέγαμε πως, οι εποχές του Ρομέρ δεν σε φαντάζονται διάλεκτο στην Ιταλία, παράδοση των πλωτών τους γυναικών να φωνάζουν στη στεριανή όσο απομακρύνονται ‘’Μπέλα, μπέλα αβέρτα’’ και η φύση έτσι αναγεννάται. Η αναμονή αυτού του καιρού είναι μεγάλη.

Η Δαδιά κάηκε πριν δύο καλοκαίρια και μαζί της είκοσι μετανάστες, κι επιμένουν να καθηλώνουν την ίδια τη φωτιά ως κίνητρο, αυτό είναι το στοίχειωμα της κρατικής οργάνωσης, η φωτιά είναι μηχανή στα χέρια του παντοδύναμου, πανομοιότυπων εκτελέσεων. Για αυτό λέμε πως τα καλοκαίρια δεν μπορούν να μετρήσουν τη χρονιά, στην πόλη, θέλω να σου  φυσάω τα δάχτυλα, να στα φιλάω, να στα φυσάω και να δροσίζονται, να σου κάνω ανεμιστήρα ό,τι συνδέεται στο ρεύμα, να μην είναι ρεύμα, μα μια απομίμηση πράσινων πλαστικών λάστιχων κήπου.  Θα μαζέψουμε καλαμπόκια από τον κήπο, θα πέσουν αφύλαχτα, εγκιβωτισμένα, θα έχουν εξώφυλλο κίτρινο γιατί θα είναι ενθύμιο, κι εμείς για μια στιγμή θα ξεχαστούμε στα φιλιά, θα ξεχαστούμε με στόματα ανοιγμένα, ταινίες της πείνας, τα μικρά ποπποπποπ θα σκάνε σαν ανοχή στον έρωτα.

 

Τζένια Δημητριάδου (2001, Θεσσαλονίκη). Είμαι τελειόφοιτη του τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2024, ήμουν στην μικρή λίστα του βραβείου ‘’Θράκα’’. Το διήγημα μου με τίτλο ‘’Απόγευμα, από σκεπή’’ έχει δημοσιευθεί στο 4o τεύχος του ετήσιου αυτο-εκδοτούμενου έντυπου περιοδικού ‘’Ararou̅na Magazine ‘’. Στο πλαίσιο της πρακτικής μου στο κανάλι της Βουλής, ολοκλήρωσα το ντοκιμαντέρ με τίτλο ‘’Τα Νήμα της’’.

 

 

*

Πέννυ Μηλιά

Δήμητρα, το ρόδο

«Μπορείς να με λες Δημήτρη ή Δήμητρα.
Δεν έχω πρόβλημα.
Το ρόδο, όπως και να το πεις, ρόδο παραμένει»*

 

(Μιλάει μια ανδρόγυνη, παράξενη μορφή που από τη μέση και κάτω θυμίζει κάτι σε γοργόνα ή κήτος. Η δεύτερη φωνή συμβολίζεται με (-).)

Είμαι ένα τέρας. Στέκομαι δίπλα στη θάλασσα και ελπίζω να με κρύψει. Κάποτε προσπαθούσα να κρυφτώ. Μου έβαζαν τα χάπια μου μέσα στο φαγητό γιατί ήμουν διαφορετική. Τώρα δεν με νοιάζει. Είμαι μια πέτρα. Ποιος να με δει; Είμαι ένας ξένος. Όλοι με κλωτσάνε πίσω στο νερό.

-Καλημέρα Δημητράκη.
Δεν είμαι ο Δημήτρης. Ήρθα με μια βάρκα.
-Ψέματα λέει δεν είναι πρόσφυγας.
Οι γονείς μου είναι πρόσφυγες.
-Ήταν. Πέθαναν Δημητράκη.
Και η μάνα μου;
-Και η μάνα σου.
Ε καλά. Εντάξει. Πήγε στον Χριστό. Τον αγαπάω τον Χριστό.
-Γιατί;
Δεν ξέρω. Έτσι, όλο τον κόσμο τον αγαπάω. 
-Ψέματα. Δεν βοηθάς κανέναν. Τόσοι άνθρωποι φτάνουν εδώ και δεν τους δίνεις καν το χέρι σου.
Δεν μπορώ. Κοίτα τα χέρια μου. Είναι απαίσια. Σαν ένα κήτος. Ένα τέρας. Τα τέρατα δεν μπορούν να βοηθήσουν. Τα τέρατα είναι εκεί για να τρομάζουν τους άλλους. Να τους θυμίζουν τον φόβο.
-Αλήθεια λες. Όμως υπάρχει κάποιος που σ’ αγαπάει, το ξέρεις;
Ναι, το ξέρω. Το νιώθω σε κάθε κύτταρό μου. Ο Χριστός. Αυτός με έφτιαξε έτσι. Αυτός ξέρει γιατί. Κι αυτός έχει την ευθύνη να με αγαπάει. Και η αγάπη του μου φτάνει. Φοράω το κόκκινο φόρεμά μου μόνο για αυτόν, χτενίζω τα μαλλιά μου μόνο για αυτόν. Είναι η μάνα μου, ο πατέρας μου και ο εραστής μου.
-Ψέματα. Έχεις εραστή. Άλλον.
Ναι, έχω. Αλλά σε αυτόν πάω γυμνός. Γυμνή. Ντυμένη μόνο την αμαρτία. Όπως η Μαγδαληνή.
-Αυτό είναι ύβρις. Δεν είσαι γυναίκα.
Ούτε εσύ! Εσύ τι είσαι, ξέρεις; Ποια είσαι; Ποιος είσαι; Με ρωτάς συνεχώς, με κατακρίνεις, με νουθετείς! Με αγαπάς;
-Τι;
Σε ρωτάω: με αγαπάς;
-Τι εννοείς;
Αν με αγαπάς. Όπως ένα ζώο έστω. Ένα μικρό άχρηστο ζωάκι που είναι εκεί μόνο για να σου τρώει το φαΐ , ένα γατάκι τυφλό και ανήμπορο. Όπως ένα τέρας. Με αγαπάς;
-Δεν καταλαβαίνω. Σε ανέχομαι. Δεν σε μισώ. Τι θες; Είμαι φτωχή. Είμαι αγράμματη.
Σε ευχαριστώ που με αφήνεις να υπάρχω. 
-Με ειρωνεύεσαι.
Όχι μητέρα, όχι. Αλήθεια μου λείπεις.
*Αφιερωμένο στη μνήμη της Δήμητρας της Λέσβου και την ιστορία της, με όλο τον σεβασμό και τον θαυμασμό μου. Γράφτηκε το 2019, αφού είδα την εκπληκτική συνέντευξη της στην Πάολα Ρεβενιώτη.

 

Ποιήτρια, συγγραφέας, performer από την Αθήνα. Κυκλοφορούν από την Κάπα Εκδοτική η δίγλωσση ποιητική συλλογή Μετά τη φωτιά/After the fire (2022) και το θεατρικό της έργο Ισπανικό Καλοκαίρι, βραβευμένο από την ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας, ανέβηκε το 2019. Το θεατρικό της έργο Η Αντιγόνη, οι ξένοι και η φωτιά διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Σύγχρονων Ελληνικών έργων και παρουσιάστηκε σε αναλόγιο στο Λονδίνο και την Οξφόρδη. Το βιντεοποίημα της Οι Δύο έχει προβληθεί στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσ/κης και σε διάφορα φεστιβάλ. Έχει παρουσιάσει ζωντανά τις performance “Μέσα στις λέξεις”, “A metamorfosis?”, “Θέλεις να πας μακριά;” κ.α.

*

Ελισάβετ Πολίτη

Υποτακτική άρνηση

Να μ’ αγαπάς
Αν μ’ αγαπάς
Μη μ’ αγαπάς
Δε μ’ αγαπάς
Μεταβλητή κι εύθραυστη η αγάπη

Να αντέχεις
Αν αντέχεις
Μην αντέχεις
Δεν αντέχεις
Απροσδιόριστη ρωγμή η αντοχή

Να κρατιέσαι
Αν κρατιέσαι
Μην κρατιέσαι
Δεν κρατιέσαι
Ανυπόφορη αίσθηση στο μαζί

Να φεύγεις
Αν φεύγεις
Μη φεύγεις
Δε φεύγεις
Αιώρηση μεταξύ καρδιάς και λογικής

 

Πολίτη Ελισάβετ, 33 ετών, φιλόλογος.
Ζω στη Λάρυμνα Λοκρίδος και γράφω ποιήματα για να καταλαβαίνω τα συναισθήματά μου. Έχω δημοσιεύσει δύο ποιήματά μου στο Ανθολόγιο ποιημάτων «Σταγόνες Άνοιξης» του διαδικτυακού περιοδικού itravelpoetry.

 

 

 

 

*

Δημήτρης Μάλλης

Αυτός ο τύπος

Αυτός ο τύπος, ο ξυπόλητος που
με βήμα γυμνό, καταμεσήμερο,
καθώς τσουρουφλίζονται οι πατούσες του,
στην άμμο λανσάρει μία φαιδρή χορογραφία.
Αυτός ο ιμιτασιόν αναστενάρης του Αυγούστου που
βουτάει με την κοιλιά, να βαπτιστεί στη σαλαμούρα
με παφλασμό.
Τι φάση!
Μαγνητίζει όλα τα βλέμματα.
Άλλοι γελούν, άλλοι αποστρέφονται
αυτό το εν εξελίξει ναυάγιο που
αναζητά τη σωτηρία
σ΄ ένα φουσκωτό κροκόδειλο.

Αυτός ο τύπος,
απίθανο να μην τον έχεις συναντήσει.
Σε κάποιο ανάλογο επεισόδιο
ίσως σου έριξε κατακέφαλα το μπαλάκι
με τη ρακέτα του,
παίρνοντας θάρρος να ψιθυρίσει στο αυτί
με τρυφερότητα: «Χαίρω πολύ,
σου κάνω δώρο ένα καρούμπαλο.»
Αυτός ο τύπος, ο ενοχλητικός
αυτός ντελούλου.

Που λες, ωραία λοιπόν
ας διασκεδάσω, σ΄ ακολουθώ κλόουν
με το φτηνό ξεχειλωμένο μαγιό και τα  φτερά
από τούλι στην πλάτη. Έτσι κι αλλιώς
στα σοβαρά δεν παίρνεσαι.
Ή λες κάπου όπα! Πάρε δρόμο τώρα, στρίβε,
χαλάς την ησυχία μου.
Πιάνεις τη σαγιονάρα, τον κυνηγάς
να του τις βρέξεις.

Με λίγα λόγια, είτε έτσι είτε αλλιώς, αυτός
σε τσίτωσε να τρέχεις πίσω του, μονοσάνδαλε ήρωά μου,
σε ένα φαιδρό τρεχαλητό
πονάει, τσουρουφλίζεται το γυμνό σου πέλμα
στην άμμο του καλοκαιριού καταμεσήμερο.
Τσιρίζεις σαν πεντάχρονο,
βουτώντας στο νερό με την κοιλιά,
με παταγώδη παφλασμό.
Και ύστερα, ναυαγέ, για να σωθείς κρατιέσαι
από ένα φουσκωτό μεταναστευτικό φλαμίνγκο, αφού
σε κυνηγά για να σε καταπιεί
ο αληθινός κροκόδειλος.

Δεν του ξεφεύγεις με την καμία.
Μεγάλη φάση, φίλε,
αυτός ο τύπος,
ο έρωτας.

 

Ο Δημήτρης Μάλλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Δημιουργική Γραφή.Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή: Me ελάσσων (ΗΔΥΦΩΝΟ, 2023) και βιβλία με λαϊκά παραμύθια και ιστορίες δικές του: «Γουφ», λαϊκά παραμύθια με σκύλους απ΄ όλον τον κόσμο(ΗΔΥΦΩΝΟ, 2021), Το μακροβούτι(ΗΔΥΦΩΝΟ, 2020), Ο ίσκιος κουλουριάζεται, το φως ξεθηκαρώνει  (ΟΣΕΛΟΤΟΣ, 2016), Τρεις Ιστορίες για ανθρώπους που έφτασαν στις άκρες του κόσμου(ΟΣΕΛΟΤΟΣ, 2014).
Ποιήματα και διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις.
Επί σειρά ετών αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο με τη μόνιμη στήλη «Παραμύθι κέρασμα.»
Είναι μέλος του Ινστιτούτου Ρητορικών Σπουδών και Επιστημών (Ι.Ρ.Ε.Σ.Ε), του Σωματείου Επαγγελματιών Αφήγησης Ιστόρησης (ΣΕΠΑΦΙ) και του PEN Greece.

*

Χαρά Μπερτσιά

Στάση Ιπποκράτειο

Κάποιες φορές,
Σε σκέφτομαι
Έρχεσαι από μακριά. Ανυπεράσπιστη
Ενώ δεν είσαι

Το φως σε ντύνει ως τον αστράγαλο
Απλώνω εμπρός σου το μάρμαρο, να πατήσεις
Να ‘χεις φόρα για όταν πετάξεις
Οι ακτίνες εισέρχονται στο δωμάτιο
Επιπλέουν σε αυτήν την απέραντη ησυχία
Που ίσως να’ ναι απλά η μνήμη
Μια χρυσή θάλασσα
Ξεβράζεται πάνω σου
Σα ναυάγιο.

Έπρεπε να σκεφτούμε ένα μέρος για τα βιβλία σου
Για τις Νίνες, και τους γλάρους και τις μητέρες
Που δεν χωρούσαν στις κούτες μας
Ανησυχούσαμε, όλα αυτά
Τι θα απογίνουν
Ανησυχούσαμε για όλα αυτά
Που δεν ήταν ο εαυτός μας

Αφαίρεσα τόσα πολλά από την καρδιά μου
Που ο τοίχος απέκτησε μια τρύπα

Όταν εφημέρευε το Ιπποκράτειο
Ο ήχος από τα ασθενοφόρα
Καθόταν για ώρες στην κορυφή του φοίνικα
Κοιτάζοντας αμέτοχος
Τον ήλιο να δύει

Αφαίρεσα τόσα πολλά από τη ζωή μου
Που ο εαυτός μου απέκτησε μια τρύπα

Ο ανεμιστήρας βούιζε
προς την πλευρά του μπαλκονιού

 

Ονομάζομαι Χαρά Μπερτσιά, είμαι νομικός και ποδοσφαιρίστρια, ζω και εργάζομαι στην Αθήνα τα τελευταία 13 χρόνια. Ορισμένα ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί στο Ποιείν ενώ το ποίημά μου «Σχεδόν Απουσία» έχει δραματοποιηθεί σε ολιγόλεπτη παράσταση σωματικού θεάτρου στην 4η Πλατφόρμα Έκφρασης στο Θέατρο ΠΚ. Στην Popaganda δημοσιεύτηκε ένα απόσπασμα της νουβέλας μου: https://popaganda.gr/fotorama/lipsi-taxidi-stous-aoratous-dromous-tou-ellinikou-kalokeriou/

*

Όλγα Νικολάου

Ανυπότακτα λόγια

Στην Τρούμπα, στο Ζάππειο, στα Παλιά Σφαγεία,
εκεί που γράφτηκε η μυστική ιστορία,
με λόγια που σκαρφίστηκαν κυνηγημένοι,
φύτρωνε γλώσσα σε υπόγεια σπαρμένη.

Στράτα με τσάρκα, σεβντά και καμάρι,
τσαχπίνικα λόγια που σβήναν τη χάρη
μόνο αν ήσουν δικός μας, αν ήξερες νύχτα,
αν έκανες πόζες με βλέμμα αλφαβήτα.

Σε σκάλες που ήξεραν τσίλιες και ζάλη,
τζουκμπόξ που έριχναν όνειρα στο ζάρι,
με μια φράση μετρούσαμε φίλους,
με ένα νεύμα μας διώχναν — εμάς και τους σκύλους.

Λόγια που έζησαν μέσα από νύχτες,
σε βρώμικα χάδια κι αχόρταγες κλίκες,
γραπωμένα σε δόντια που ‘μάθαν να ζουν
χωρίς να ικετεύουν, χωρίς να θρηνούν.

Στη Μύκονο έγινε μόδα το «γκέι» —
με φίλτρα για story να δείχνουν ωραίοι.
Λόγια που σώσαν λαρύγγια πνιγμένα,
τα χτενίζουν τώρα σε πόζα στημένα.

Έβαλαν τη γλώσσα μας σε μπίζνα,
την κλείσαν σε κορνίζα για σπίτια φίνα.
Την πουλούνε πάντοτε μισοτιμής,
για τη διάνθιση της αστικής ζωής.

Τη ράβουν με σύρμα να μοιάζει κουλτούρα —
τη βγάζουν σε παρτιτούρα.
Μα ό,τι δε χώρεσε σε κλουβιά χρυσά,
ζει σε φωνές που δε βγήκαν μπροστά.

Η γλώσσα δεν μπαίνει σε βιτρίνες.
Ζει σε ψιθύρους πίσω από κουρτίνες.
Στον γέρο που χαμογελά σαν κάτι να εννοεί.
Στα μάτια του πιτσιρικά που ψάχνει να βρει.

 

Η Όλγα Νικολάου γεννήθηκε στο Βόλο το 1993. Είναι ειδικευόµενη ψυχίατρος και εκπαιδευόµενη ψυχοθεραπεύτρια. Έχει ζήσει στην Ιταλία, τη Ρουμανία και την Αγγλία.
Η ποίηση αποτελεί για εκείνη έναν τρόπο διερεύνησης της µνήµης, της ύπαρξης και των αθέατων διαδροµών της ανθρώπινης εµπειρίας. Αυτή είναι η πρώτη φορά που µοιράζεται ποιήµατά της µε το κοινό.

 

 

*

Στέλλα Κουρμουλή

POUR L’ AMOUR

Πρόσωπα: W32 (48)

       Lamour (20)

Νύχτα. Ένα γραφείο χωρίζει τη σκηνή στα δύο. Η μπροστινή πλευρά του γραφείου κοιτάζει στη δεξιά πλευρά της σκηνής. Πάνω στο γραφείο μία μεγάλη (κενή) οθόνη υπολογιστή κι ένα ανοιχτό γεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Στο βάθος δεξιά, μία κουρτίνα ανεμίζει μπροστά από την μπαλκονόπορτα. Αριστερά στη σκηνή, στην πίσω πλευρά του γραφείου, από την άλλη πλευρά της οθόνης, ένα διπλό κρεβάτι, όπου είναι ξαπλωμένος ο Lamour γυμνός, μισοσκεπασμένος με ένα λευκό σεντόνι. Λαγοκοιμάται. Ο W32 κάθεται σε μία καρέκλα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη. Η σκηνή είναι φωτισμένη και από τις δύο πλευρές.

W32: L’ amour; Κοιμάσαι;
Lamour: (ξυπνάει) Ποτέ δεν κοιμάμαι…
W32: Δε σ’ αφήνω… Να ησυχάσεις…
L’ amour: Δε θέλω να ησυχάσω. Πού ήσουν;

Ο W32 πίνει μία γερή γουλιά ουίσκι απ’ το μπουκάλι.
Παύση.
 
W32: Τράβα το σεντόνι.

Ο L’ amour πετάει το σεντόνι στο πάτωμα. Ο W32 ξεροκαταπίνει.
 
L’ amour: (χαϊδεύοντας το σώμα του) Έχω μέρες να σε δω.
W32: Δεν ήμουν καλά. Δεν είμαι…
L’ amour: (γλείφοντας τα χείλια του) Σε σκεφτόμουν, W32…
W32: Εγώ… Σε…

Παύση.

L’ amour: Πες μου τι θέλεις.

Ο W32 πίνει άλλη μία γερή γουλιά ουίσκι.
 
W32: Δεν ξέρω πια τι πρέπει να θέλω…
L’ amour: Τι πρέπει; Να σου γίνει πέτρα. ΑΥΤΟ πρέπει…
W32: (βαριανασαίνοντας)  Έλα πιο κοντά.

Ο L’ amour σέρνεται στα τέσσερα στην άκρη του κρεβατιού με ερωτική διάθεση. Κατεβαίνει αργά απ’ το κρεβάτι, κάθεται με τα πόδια ανοιχτά στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Γλείφει τα δάχτυλά του. Χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα. Αναστενάζει.

L’ amour: Σ’ αρέσει, μωρό μου;

Ο W32 βγάζει το μακό μπλουζάκι του κοιτώντας πάντα μέσα απ’ την οθόνη. Σηκώνεται αργά και βγάζει το παντελόνι του. Κάθεται πάλι στην καρέκλα γυμνός. Πίνει δυο γουλιές ουίσκι.

L’ amour: Μπράβο… Τώρα με φτιάχνεις…
W32: Κι εμένα…

Ο W32 πιάνει τα γεννητικά του όργανα.
 
L’ amour: Είσαι σκληρός, ε; Σ’ ακούω… Σε νιώθω…

Ο W32 λαχανιάζει. Σταματάει απότομα. Πίνει δυο γερές γουλιές ουίσκι.

L’ amour: Θα σου «πέσει» με τόσο αλκοόλ. Δεν το θέλουμε αυτό, ε;
W32: Όχι! Δεν το θέλω πια αυτό! Δεν ΠΡΕΠΕΙ! ΣΤΑΜΑΤΑ!

Ο L’ amour κλείνει τα πόδια του. Ακουμπά με τα δυο χέρια στο στρώμα.
Παύση.

L’ amour: Τι έχεις;

Ο W32 βάζει τα κλάματα.
 
L’ amour: Τι έπαθες;… W!
W32: Μη με λες έτσι! Φτάνει!
L’ amour: Δύο χρόνια έτσι σε λέω. Μέρα παρά μέρα, μωρό μου…

Ο W32 σηκώνεται απότομα με το μπουκάλι στο χέρι. Πίνει μέχρι τη μέση. Πάει κι έρχεται ανήσυχος μπροστά απ’ την οθόνη.

L’ amour: Δεν είσαι σε mood σήμερα. Αύριο καλύτερα.

Ο W32 αφήνει με δύναμη το μπουκάλι στο γραφείο. Πιάνει με τα δυο χέρια την οθόνη.
 
W32: Στέλιο με λένε! ΣΤΕΛΙΟ!
L’ amour: Τι κάνεις τώρα; Τι φάση; Δεν καταλαβαίνω!
W32: Εγώ… Τα πάντα… Μπορώ…
L’ amour: Λιώμα είσαι, W…
W32: Κι εσύ; L’ amour; L’ amour… Αγάπη είσαι; Αυτό είναι αγάπη;
L’ amour: (γελώντας) Με δουλεύεις;
W32: Τι είσαι, ρε μαλακισμένο; Λέγε!
Lamour: Για τις καύλες σου υπάρχω, μαλάκα! Τίποτα δεν είμαι για σένα! Για τον πούτσο είσαι! (μονολογεί) Κωλόγερε!…

Ο L’ amour πλησιάζει την οθόνη, την κλείνει. Ο προβολέας φωτίζει μόνο τη δεξιά πλευρά της σκηνής.

W32: Άντε γαμήσου, L’ amour! Να πάτε να γαμηθείτε όλοι! ΌΛΟΙ! Κι εγώ! (πάει κι έρχεται θυμωμένος στη δεξιά πλευρά της σκηνής) Κι εσύ, καριόλη! Με διέλυσες! Πατέρας ήσουνα εσύ; Πατέρας; Το παιδί σου, ρε γαμημένε; Την έβρισκες να με σπας στο ξύλο; Ήμουν ντροπή για σένα, ε; Τι θα λέει η γειτονιά, αυτό σ’ έκαιγε! (προσποιείται τον πατέρα του φωνάζοντας) «Τι σόι άντρας είναι αυτός που έβγαλε για γιο έναν κουνιστό, μια πούστρα, μια αδερφάρα! Στον δρόμο σκύβω το κεφάλι, ξεφτιλισμένε! Δεν έχω γιο πια! Φεύγα!» (κλείνει με τις παλάμες τα αυτιά του και σφίγγει τα μάτια του) Τα λόγια σου έχουν σφηνωθεί στ’ αυτιά μου! Με τη ζώνη, ρε γαμιόλη, μου ’σπαγες το δέρμα! Παιδί ήμουνα! Δεν καταλάβαινα! Τι κακό είχα κάνει; Ε; Τι; ΑΥΤΟ ήμουνα από τη μήτρα! Κι η άλλη να κρύβεται! Μια μάνα τυφλωμένη! Να μη βλέπει! Να ΚΑΝΕΙ ότι δε βλέπει! Να μη μιλάει! Άι στο διάολο, όλοι σας!

Ο W32 κατεβάζει μονορούφι το υπόλοιπο ουίσκι. Προχωρά γυμνός προς την κουρτίνα που ανεμίζει κρατώντας το μπουκάλι. Βγαίνει στο μπαλκόνι. Χάνεται από τη σκηνή. Ακούγονται γυαλιά που σπάνε. Κι αμέσως μετά, μακρινές φωνές.

Μέρα. Οι προβολείς φωτίζουν όλη τη σκηνή, καθώς και πίσω από την κουρτίνα, εκτός από την αριστερή πλευρά της. Ο W32 μπαίνει γυμνός στη σκηνή από το μπαλκόνι. Κάθεται μπροστά στην οθόνη.
 
W32: L’ amour; Είσαι εδώ; L’ amour;

    
ΤΕΛΟΣ

 

Η Στέλλα Κουρμούλη είναι διηγηματογράφος, θεατρική συγγραφέας, απόφοιτη Αγγλικής λογοτεχνίας, Μετάφρασης και Εγκληματολογίας. Τώρα σπουδάζει Συμβουλευτική – Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία. Έχει συνεργαστεί με εταιρείες υποτιτλισμού ως μεταφράστρια και επιμελήτρια. Είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η Φωνή της».
Μονόπρακτα και μονόλογοί της έχουν ανέβει σε θεατρικές σκηνές (Ευριπίδειο, Πειραιώς 131, OLVIO). Βραβευμένα διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες (εκδόσεις Παράξενες Μέρες, Ενάλιος/Ωκεανός, Κέφαλος, Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης/Γράφημα, Φίλντισι, Όταν κ.ά.) και ιστοσελίδες (“121 Words”, «τοβιβλίο.net», “Bonsaistories”, “Friday Flash Fiction”, «Θράκα», “Culture Book”, “Fractal”, “Storywits” κ.ά.).

*

Αντώνης Γουλιανός

Υπήρξε μια εποχή

που νίκησα την ντροπή,
τον αδιάκοπο φόβο της απόρριψης,
το τρέμουλο της φωνής,
 
όταν ψιθύριζα στο σκοτάδι
σ’ εραστές
 τη σύντομη ιστορία
του σώματός μου.
 
Τώρα αυτοί είναι που μιλάνε για μένα,
λες και οι λέξεις που διαλέγουν,
δεν μας τραυματίζουν,
λες και τα σώματά μας δεν πονάνε
απ’ την αγωνία του συνεχούς τραύματος,
λες και η μνήμη δεν μας κρατά
ξάγρυπνα
 όλες τις νύχτες,
να θυμόμαστε,
τα απομεινάρια του παλιού πόνου,
να πονάμε ξανά,
σαν να ‘ναι η πρώτη φορά
που πονάμε.
 
Και δεν λέω -αγαπήθηκα.
Μου το ψιθύρισαν
 πολλές φορές,
σε μισοφωτισμένα δωμάτια,
σε σχεδόν άδεια εστιατόρια,
ποτέ μπροστά στους άλλους,
σαν η μυστικότητα να ήταν
απαραίτητη για να υπάρξει
ένα “εμείς”.
 
Με αγάπησαν “παρόλο που”
ποτέ “επειδή”.
 
Συνοφρυωμένοι εραστές,
δαγκώνοντας τα χείλη,
 σαν να ‘πρεπε να πάρουν
μια απόφαση μεγάλη,
ηρωική σχεδόν,
 στην ερώτηση:
“θα έβγαινες με ένα τρανς άτομο;”
 
λες κι είμαι κουίζ,
λες και η ταυτότητα
είναι εμπόδιο καταλυτικό
 για να αγαπήσεις.
 
Αν θέλετε να ξέρετε,
ήμουν κουίρ στις παιδικές φωτογραφίες,
ήμουν κάπου ανάμεσα,
το κορίτσι με τα κοντά μαλλιά,
το αγόρι με τη φούστα.
Κι ως παιδί, ναι, υπέκυψα
στην ευκολία
των ετερορομαντικών παραμυθιών,
στην ωμή αφέλεια των ιστοριών
των παππούδων και των γιαγιάδων μας,
στην αυστηρή σκληρότητα
 του στεγνού
έμφυλου
κόσμου σας.
 
Και τώρα,
μεγαλώνοντας
μ’ αυτές τις αφηγήσεις,
η αγάπη εξακολουθεί να έρχεται
ως απουσία ή τιμωρία,
 
γιατί βαθιά μέσα μου ακόμη ακούω
πόσο αλλόκοτο σας φαίνεται
να μπορώ ν’ αγαπώ μια γυναίκα
μέσα σ’ αυτό το σώμα,
 
κι έτσι πάντα καταλήγω να αγαπιέμαι
παρόλο που,
 ποτέ
επειδή.
 
 
***
 
Πάνε μήνες τώρα
που δεν μ’ αναζήτησες,
χωρίς να ξέρεις πως πέρασα
ένα μήνα στο νοσοκομείο,
 
διαβάζοντας Ώντεν,
παρακολουθώντας τη βροχή του Απριλίου,
απ’ τα μουντά παράθυρα
του κουρασμένου θαλάμου.
 
Έκτοτε δεν έχω κοιμηθεί
ούτε μια νύχτα ολόκληρη.
Τα βράδια μετράω ανάποδα
 όλους τους αριθμούς,
 τους χτύπους της καρδιάς
όλων των πλασμάτων,
τους κόκκους της άμμου
που άφησα να σκορπίσει.
 
Σκέφτομαι κάποιες φορές,
 χαρούμενος σχεδόν,
πως σε κορόιδεψα
και σκόρπισα την άμμο
που σου ‘χα υποσχεθεί,
λες και περίμενες ποτέ
με αγωνία
τον άσκοπο αριθμό
 της αφοσίωσής μου.
 
Και πάνε μήνες, ναι, μήνες
απ’ την τελευταία φορά
που κοιμήθηκα
ή που σ’ είδα στ’ όνειρό μου.
 
Οι ψυχίατροι μου γράφουν χάπια
 που δεν δουλεύουν,
τα φαρμακευτικά κλισέ των παρενεργειών
πάντα με προλαβαίνουν
 
και παρόλο που θα ‘θέλα τόσο
να σου γράψω πως σε νίκησα,
το μόνο που έχω
είναι αυτό το σκόρπισμα,
το χάσιμο της αϋπνίας,
τη διαρκή ήττα της ανώφελης σιωπής,
 
επειδή ποτέ δεν παραδέχτηκες
πως δεν μ’ αγάπησες
επειδή ήμουν εγώ.
 
Αν μπορούσα,
 θα σου ζητούσα,
όλες τις λέξεις μου πίσω.
 
 
***
 
Μου έκανες ghosting,
ας είμαστε ειλικρινείς.
Κι εγώ συνέχισα να σου
γράφω πως σ’ αγαπώ
για ενάμιση χρόνο,
ναρκωμένος από την αλπραζολάμη,
φοβισμένος στα επείγοντα,
ντροπιασμένος από κρίσεις πανικού:
ήσουν η τελευταία μου ευκαιρία
για κανονική ευτυχία.
 
Δεν ντρέπομαι πια να πω
πως είμαι δυστυχής.
Κουράστηκα να ταιριάζω
στον βλακώδη αστισμό τους.
Εγώ σ’ αγάπησα καταθλιπτικά,
όπως αγαπάει ο Κάφκα,
ακόμα κι αν φοβάμαι
πως ήσουν
μια εμμονή,
απότοκο της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής,
έτσι τουλάχιστον, λένε οι γιατροί.
λες και δεν είναι ο έρωτας,
έτσι κι αλλιώς,
ένας ιδεασμός.
 
Άκου, η αλήθεια είναι πως
σ’ αγάπησα σαν τον γαμημένο Φλορεντίνο Αρίσα,
σ’ αγάπησα βαθιά και ομοερωτικά,
και το ξέρω πως δεν είμαστε
μυθιστόρημα του Μαρκές,
 μα σ’ αγάπησα, έστω,
 όπως αγαπάνε οι ήρωες
των γοτθικών μυθιστορημάτων,
κι αν αυτό είναι τρέλα,
τότε ήμουν τρελός.
 
Και παρόλο που πια,
τα αντιψυχωτικά δουλεύουν,
θα ήθελα να ήθελες
να με κρατήσεις.
 
Να είχες σχηματίσει τις λέξεις
 στα χείλη σου.
Αλλιώς,
τίποτα ποτέ δεν ήταν αληθινό.
Κανένας κόσμος,
καμία λέξη,
σ’ αυτές τις αχανείς τρομακτικές
εκτάσεις αιωνιότητας.
 
Άρα, αν θες,
πες πάλι το ξόρκι,
αυτό που είπες στην αρχή
για να με πλάσεις.
 
Αλλά αυτή την φορά,
πες τις λέξεις αλλιώς.
 
Ψιθύρισε τες σιγανά.
Κάνε τη γλώσσα σου στ’ αλήθεια
να τις νιώσει,
μέσα και και έξω απ’ το στόμα σου
 
Και ορίστε.
Κοίτα πως εξαφανίζομαι.

 

Ο Αντώνης Γουλιανός είναι συγγραφέας, κριτικός και ψάρι του γλυκού νερού. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων με ψευδώνυμο.

 

 

 

 

 

*

Αθανασία Κακαράντζα

ειλικρίνεια-καρικατούρας

Δεν βαριέσαι. Ας πιστέψω και εγώ πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Λογικό ή παράλογο. Μάλλον, έχω πάντα άδικο. Μάλλον. Αν και το μότο μου μεταλλάχθηκε από το “βρες την καλύτερη κίνηση” – “σπάμε συνήθειες καθημερινά”  στο “μάθε την τέχνη της αυτοπροστασίας”. Οπότε περιφέρομαι και εγώ σαν να είμαι ανώτερο ον, σαν να ξέρω, ρε αδερφέ, πέντε πράγματα παραπάνω από όλους. Αν με κατηγορήσουν για το οτιδήποτε σκέφτομαι έξυπνα, είναι δύσκολο, δώσε προσοχή.

Έχει δύο σκέλη:

  1. Αν αντιδράσω επιπόλαια κάπως, κάπου, κάποτε θα το βρω μπροστά μου και δεν έχω όρεξη για περιττές εξηγήσεις και χαζοδιενέξεις. Βέβαια, είμαι άνθρωπος έτσι δεν είμαι βούδας, θα την κάνω την βλακεία μου αλλά… όχι, έχω την αυτοπεποίθηση πως ναι είμαι πολύ κοντά στο ζεν και μπορώ να συγκρατώ και να εξηγώ τον θυμό μου με τρόπο που γίνεται σεβαστός ακόμα και από τα πιο άξεστα άτομα. Το πιστεύω! Το έχω μέσα μου.
  2. Υπάρχει λοιπόν η ανάγκη, το πάθος να προστατέψω το εγώ μου και όσα νιώθω και αντιπροσωπεύω. Άλλα υπάρχει και το Άλλο, δεν πρέπει να ενδιαφέρομαι μόνο για την προσωπική διασκέδαση, σπαστικό θα μου πεις, ίσως το υπεραναλύω άλλα έτσι το βλέπω, όχι εγωιστικά, άπλα δεν μ΄αρέσει να είμαι άλλος ένας λόγος κάποιος να χάσει το χαμόγελο του. Και όλα αυτά αξιοποιώντας την πρόοδο που έχω αποκτήσει στα περί ζεν. Αντιδρώ, λοιπόν, με σοβαρότητα, αγκομαχώ να μην υπάρχει ίχνος ειρωνείας και λίγο χαβαλεδίστικα γιατί μου έχουν πει πως παραείμαι σοβαρό. Αν και τα όρια αυτά είναι κάπως ρευστά όταν είσαι αυτιστικό. (Και καλά Άσπεργκερ, αλλά τι να πεις)

Είναι τόσο δύσκολη η αυτοπροστασία γιατί από εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να γίνει καθήκον επιβολής ελευθερίας και να βρεθώ σε καμιά εξέγερση και ξαφνικά σε κανένα queer-solarpunk δίκαιο πόλεμο. Επιβάλω την ελευθεριά σε 1.000.000 άτομα, επιτρέπω να υπάρχουν. Επιβολή ελευθερίες…οξύμωρο. Γενικά, αποφεύγω να κοροϊδεύω ανθρώπους, δεν μου αρέσει προσωπικά η σάτιρα έτσι κι αλλιώς, ειδικά εκείνους της παλιάς κοπής.

Που και που όταν κάποιος φίλος αρχίσει την μπουρδολογία περί τρανς και ψυχικής υγείας φαντασιώνομαι έναν κόσμο με τρανς δικτατορία. Δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει επιβολή . Ποιος έχει την υποχρέωση να συγχωρέσει τις βλακείες κάποιας κοινωνικής ομάδας; Εκείνη που υπάρχει εδώ και αιώνες ως … η φυσιολογική. Όταν μιλάνε κατά των μεταναστών μου έρχεται να τους πω να φύγουν από την Γη, να μείνουν στον Άρη αν θέλουν ένα πολιτισμό σε καραντίνα. Δεν θέλουν  γιατί να   προσπαθήσουν να λύσουν – όσο λύνονται, εδώ που φτάσαμε –  τα προβλήματα συνύπαρξης και άλλα τέτοια ενδιαφέροντα.  Τάρα ο καθένας έχει και το δικό του όριο στο τι πρέπει και τι δεν πρέπει, ίσως να διαλέξουμε το πιο συμπεριληπτικό; Έτσι για αλλαγή να ξεκινήσουμε από εκεί την προσπάθεια. Εμείς η πλέμπα γιατί η ελίτ έχει άλλα σχέδια όταν γίνεται προοδευτική. Νομίζω, αν κάτσουμε και το δούμε ψύχραιμα υπάρχει άκρη στο κουβάρι και θα  είμαστε σε θέση να συγκεντρωθούμε  στην απόλαυση της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς που αιωρείται πριν και μετά της ύπαρξης όλων μας σε αυτή. Πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση κάπως πιο συνολικά κάποτε άλλα δεν θα την ξεκινήσω εγώ, λυπάμαι άλλα φοβάμαι την αντίδραση της πλειοψηφίας που έχει και την ισχύ σήμερα σε αυτά τα πράγματα.

Δεν ξέρω. Τίποτα απολύτως. Άλλα δεν το λέω πουθενά, μόνο στην μητέρα μου που την εμπιστεύομαι. Σε όλους τους άλλους η ειλικρίνεια μου πλέον έχει πέπλο, γιατί ποιος ξέρει τι του γίνεται; Και είπαμε δεν έχουμε όρεξη για εξτρά ζητήματα.

Είμαι ήσυχος άνθρωπος και πιστεύω δίκαιος. Αν σου θυμώσω είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως έχεις κάνει λάθος. Το πιστεύω! Βεβαία εντάξει σαν άνθρωπος της επιστήμης καταλαβαίνεις πως δεν μπορώ να είμαι απόλυτο, άλλα ναι κατά 99%. Το πρόβλημα μου είναι να εκφράσω σωστά τον θυμό μου. Όχι πολλά – πολλά δημόσια, στο σπίτι έχω ηχεία και είμαι ευγνώμων για αυτό,  ακούω λίγο Gojira και ηρεμώ, χτυπώντας κανένα μαξιλάρι.

Δεν είναι εύκολο, προσπαθώ κάπως να κρύψω όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα σε μια κρυφή διάσταση και να αρχίσω τα ανέκδοτα, για να ηρεμήσουμε λίγο και να χαρούμε την καλοκαιρινή βράδια, αλλά παραείμαι σοβαρό, ρε πούστη μου. Δεν γίνεται. Τζάμπα προσπαθώ, δεν γίνεται να λέω κάτι αστείο και να έχω την φάτσα του έκπτωτου άγγελου, δεν γίνεται. Αλλά, ποτέ δεν ξέρεις.

Να φανταστείς από δεξιά, στρέιτ, γυναικά, χριστιανή – στα όρια να μονάσω, έγινα μαοϊκό κομμούνι, queer, genderfluid, άθεο. Όλα είναι πιθανά. Δεν μπορώ  πω το χαίρομαι, σιγά σιγά όλα έβγαλαν νόημα και ο παλιός μου εαυτός είναι ένα κακό όνειρο, άλλα δεν τον μισώ, ποτέ δεν θα τον ξαναμιλήσω γιατί υπάρχουν και άλλα πράγματα που πρέπει να αγχώνεσαι άλλα και γιατί, ξέρεις, δεν βοηθάει να μισείς τον εαυτό σου.

Όποτε επικεντρώνομαι στα σημαντικά. Όποια βλακεία έκανα, κάνω και θα κάνω, θα την διορθώσω πολλαπλάσια. Και όταν πατήσω κάποιον εκεί που δεν έπρεπε, θα ξέρω πότε να πατήσω πιο δυνατά, πότε λίγο λιγότερο και πότε να του δίνω επίδομα ψυχικής οδύνης, να του κάνω μασάζ και να του κρατάω συντροφιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Λατρεύω την δύναμη, σώματος και ψυχής, βλέπω τα χεριά μου να μεγαλώνουν και τρελαίνομαι, βλέπω το πνεύμα μου να βρίσκει μερικά στάσιμα βραχάκια και ηρεμώ, έστω για λίγο.  Ζηλεύω τόσο πολύ την φύση, φαντάσου να ήμουν ανεμοστρόβιλος, όχι, η πιο μεγάλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος, αυτό θα πει δύναμη. Δυστυχώς, όμως, είμαι άνθρωπος που κοιτάζει τα μυρμήγκια με λύπηση. Πολύ μίλησα για έμενα, καιρός να πεις και εσύ τίποτα. Δεν ξαναμιλάω σήμερα και έχω μαύρη ζώνη με 6 νταν στην ενεργητική ακοή.

 

Η Αθανασία Κακαράντζα γεννήθηκε στην Καρδίτσα στο τέλος της δεκαετίας του 90, σε μια φτωχομεσαία μικροαστική οικογένεια, με επιρροές και βιώματα από τη Μαραθέα. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο ΑΠΘ, στο τμήμα Φυσικής.