Mother Magdalene
Φούσκωσε η πόλη θάλασσα
στο σαλόνι τρέχει το παιδί και συναρμολογεί
το πλαστικό δεντρο ένα ένα κουβαλάει στο στόμα τα φύλλα
σα
νερό
στις φωτογραφίες
κοιτάει μικρός
κάπου αλλού το
ταβάνι τον κήπο τη γάτα
περπατάει το καλοκαίρι
αέρας στη γέφυρα
το ποτάμι πλέει στη
θύελλα
σιγανά τραγούδια ήλιος νωθρός
την άνοιξη ο Ιούδας καίγεται και κρέμεται
στη σκέψη της Μαγδαληνής κρύβεται ένας απόμακρος διπρόσωπος έρωτας
τις αργίες μαζεύονται οικογένειες
πικροχαρούμενες
το σούρουπο γλυστράει
κρατάει την ανάσα σμίγει
με το θεό και πονάει.
Γεμάτα τα σύννεφα και η βροχή
θυμάται τα πάντα για πάντα
πέφτει
τώρα και γυρνάει
στο σπίτι της μάνας του ο γιος.
Το
βάπτισμα του Κρίσνα
Ήταν ανάγκη
να μείνει ορφανό
το ξυπόλητο αγόρι
να ψάχνει συντροφιά
στο προαύλιο του ναού.
Μέσα του ζει ο βάλτος
των νεκρών γυναικών
η τάση του πυλού
η λάβα του βυθού
τα ονόματα στα στεφάνια
του αυτοκρατορικού στρατού.
Τον ακολουθεί
μία σκοτωμένη κόμπρα
καραδωκεί
στο πορτοκαλί γρασίδι
στις στοίβες των οστών.
Σέρνεται σαν κρότος
από τις καραμπίνες.
Τα μικρά ζώα του είπαν
Μη
φοβάσαι
ησύχασε…
να το
λυπάσαι
το φίδι σε
νιώθει
απλά σε
κοιτάζει
γράφει το
όνομά του
με το
σώμα―
αυτό
το ίδιο με
το δικό σου.
Oπερίπατος
της Κασσάνδρας
Κάποιος
από μακρυά
θα φέρει το γέλιο
μια χαραγμένη
προτροπή.
Θα πει τη μοίρα μου
με ένα ραβδί
ξεβρασμένο
μαζί με τα φύκια.
Θα καταλαβαίνει καλα
τι δείχνουν τα βότσαλα.
Εγώ είμαι κατάκοπη.
Δε θέλω άλλο ν’ αγκαλιάζω
τους ώμους μου
να σκάβω μονάχη την άμμο.
Με τραβάνε ταυτόχρονα
η στεριά και η θάλασσα.
Δε νιώθω την ανάσα μου˙
είναι τόσοι οι οιωνοί
τόσες οι προσγειώσεις
τα πετάγματα.
Κάποιος
θα με βρει σε έναν άδειο δρόμο
θα κοιτάξει τα χέρια μου
και θα ψυθιρίσει ότι πριν απ’αυτό
το μόνο που θυμάται
είναι να περπατάει χιλιόμετρα.
Idiot
Γύρισε την ερημιά της χώρας του
για να ζήσει κρυμμένος, να βρει
τους ομοίους του στα χώματα,
στα νερά τα ξεχασμένα.
Εκεί
κουβάλησε την καρδιά του
με βήματα παρατεταμένα.
Σκάλισε την πέτρα στο λαιμό του
με το καλέμι του ποταμού.
Ξαφνιάστηκαν τα χέρια του
από το άγγιγμα της λίμνης.
Τον εντόπισαν άπραγο ένα πρωί
και τον συνέλαβαν.
Κρέμασαν τα ήπια μάτια του
τον κύρηξαν προδότη
οι σάλπιγγες των δημοκρατικών στρατών
και το συμβούλιο της πόλης
ομόφωνα χάραξε
το όνομά του στον πηλό.
«Τώρα μπορεί»,είπαν
« ελεύθερα
να δεχθεί
το δώρο
της εξορίας».
*
Ο Χρήστος Χ. Σακελλαρίδης γεννήθηκε στο Λονδίνο και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Κοινωνική Ανθρωπολογία και Παιδαγωγική στη Βρετανία. Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανθολογίες στα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ιταλικά. Συμμετέχει ως αναγνώστης σε ποιητικές εκδηλώσεις και είναι συμπαραγωγός του motion ποιήματος ‘Transmission’ (https://vimeo.com/190275599). Εργάζεται ως εκπαιδευτικός και μεταφραστής/επιμελητής κειμένων.