Ζήσης Αϊναλής, Η Μονωδία της έρημος, Κέδρος, 2019
Μετά Τα παραμύθια της έρημος (Κέδρος, 2017),
ο Ζήσης Αϊναλής μάς μεταφέρει ξανά στον ίδιο τόπο, θέτοντας όμως αυτή τη φορά
ένα νέο πλαίσιο: αν στο προηγούμενο βιβλίο η πορεία του πρωταγωνιστή ήταν από
τον κόσμο προς την έρημο, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν διαρκή βηματισμό από
την έρημο προς τον κόσμο. Η μονωδία που ηχεί στα αυτιά μας είναι το μοναχικό
τραγούδι ενός άντρα, ενός άγνωστου ερημίτη, που ψάλλει τους πόθους του, με
πρώτο και κύριο τον πόθο της επιστροφής σε μια αθώα γνώση, σε έναν κόσμο
απαλλαγμένο από το βάρος και το σκοτάδι.
Μέσα στο αδιάβατο
χάος, ο άντρας συναντά όλα τα πνεύματα κι όλους τους δαίμονες, από τον Ερμή και
τον Άνουβι μέχρι τον ζωόμορφο Αϊ-Χριστόφορο, και κατακτά τη γνώση του μηδενός,
αλλά αυτό πια δεν του είναι αρκετό. Εκείνος κοιτά μια όαση που αναφαίνεται από το πουθενά. Αφήνεται στη
λαχτάρα της ζωής. Φτάνει στην όαση και λέει: Μέσα στην όαση θα φυτέψω μια πόλη μονάχα για σένα, αγάπη μου.
Αναζητούμε το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, αλλά δεν μπορούμε ακόμη να
διακρίνουμε αν πρόκειται για μια ποθητή γυναίκα ή για ένα μικρό παιδί. Η αφιέρωση
στην αρχή του βιβλίου μας κάνει να πιστέψουμε ότι μάλλον πρόκειται για το
δεύτερο, αλλά περιμένουμε οι σελίδες του βιβλίου να ξεδιπλώσουν το μυστικό. Ύστερα
βυθιζόμαστε στην ονειροπόληση αυτής της μελλοντικής πόλης. Ο ερημίτης δεν
τραγουδά ούτε για τη σιωπή του Θεού ούτε για τη σωτηρία ούτε για την καταβύθιση
στο μυστήριο ενός απρόσιτου βίου. Τραγουδά έναν σκοπό γεμάτο χρώματα και
μυρωδιές και φως: Η πόλη μας θα ’ν’
αστέρια και κρίνοι. Το κακό πια εξωθείται μακριά από την πόλη αυτή,
εξωθείται μακριά κι από τον αναγνώστη που ακολουθεί τα βήματα του ερημίτη: θα διώχνω τα φίδια μακριά. Θ’ ανασύρω απ’ τα
βάθη της άμμος ένα ένα κάθε κρυμμένο κοχύλι να στολίσω τους τοίχους σου.
Ύστερα αρχίζουμε να
κατανοούμε ότι υπάρχει πάντοτε ένα μαγικό δίχτυ που πλέκει τη γνώση, πλέκει τις
αισθήσεις, πλέκει τις γενιές σε μια μυστηριώδη μοίρα: Και θα απλώσω ένα ένα τα δίχτυα που ο πατέρας μού κληροδότησε και θα σε
μάθω έναν έναν τους κόμπους ψηλαφιστά.
Ίσως έχουμε νιώσει πολλές φορές αυτό το αόρατο δίχτυ που τυλίγει τη ζωή
μας: το δίχτυ, ο ιστός, οι κόμποι, σύμβολα προαιώνια και ακατανίκητα, από τότε
που η Αράχνη μεταμορφώθηκε και πλέκει αδιάκοπα το πέπλο της εξιλέωσής της. Το χρέος μου και η σωτηρία μου εσύ, λέει
ο ερημίτης και είμαστε σίγουροι πως κάποτε εκείνο που μας ωθεί στην ελευθερία
είναι αυτό που δίνουμε, αυτό που προσφέρουμε χωρίς υπολογισμό των κινδύνων και
των συνεπειών. Ένα χρέος ελαφρύ και απελευθερωμένο από τον χρόνο και τον
θάνατο: Με τα δυο μου χέρια θα σπάσω την
αλυσίδα του χρόνου και θα σου δείξω το γίγνεσθαι.
Τώρα είμαστε
σίγουροι, ο ερημίτης μιλά σε ένα κοριτσάκι, για εκείνο φτιάχνει την πόλη, για
εκείνο ξαναβρίσκει τον κόσμο, για εκείνο επαναστατεί απέναντι στον τρόμο, στα
δεσμά, στην καταστολή των ονείρων: Θα
εγείρουμε υπόγειες στοές κόγχες αψίδες θ’ ανάψουμε δάδες και θα εκδιώξουμε τα
δαιμόνια της άλλης εποχής μακριά. Με τη φωτιά θα παλέψουμε με τη φωτιά θα
περάσουμε στην αντίπερα πλευρά με τη φωτιά. Έτσι θα είναι πάντοτε: η φωτιά
είναι το στοιχείο της αλλαγής, του περάσματος σε κάτι καινούριο. Το ήξεραν αυτό
οι μάγοι, οι αλχημιστές, οι μύστες. Κι ύστερα είναι και το νερό: θα πρέπει να
κυλήσει μέσα στην έρημο, να σμίξει με τη γη, να γίνει λάσπη δημιουργίας, έστω
κι αν το νερό είναι δάκρυα και η γη άμμος, άπιαστη και ανεμοδαρμένη: Είδα τότε –κόβοντας με μια κίνηση χελιδόνι
απ’ την πηγή– να κυλάνε ποτάμι τα δάκρυα. Σείεται ο εαυτός μας βαδίζοντας
ανάποδα τον σακάτη αιώνα. Οι αιώνες
των Γνωστικών, οι αιώνες των φιλοσόφων, οι αιώνες οι δικοί μας, σπαράγματα στον
μεγάλο χρόνο, με τα οποία πρέπει να ενωθούμε.
Ακολουθώντας τον
ερημίτη βλέπουμε τον χρόνο ως το μέγα Εν, βλέπουμε τους ζώντες και τους νεκρούς
να συνυπάρχουν, βλέπουμε το κοριτσάκι σαν μια μικρή μάγισσα να φέρνει στην
επιφάνεια τις πληγές και να τις θεραπεύει: Αγαπημένη
μου, τούτη την αγωνία απ’ της καρδιάς μου τα τοιχία ποιος θα την αποξέσει;
Και τώρα ήρθε η ώρα να αφήσουμε το θαύμα να πορευτεί: ο ερημίτης κι εμείς, που τόση
ώρα τον ακολουθούμε, ήρθε η ώρα να υπάρξουμε χωρίς τους σπόρους που φυτέψαμε,
ατενίζοντας το δάσος, τη γέννηση, τη ζωή, την αθωότητα, την ευγένεια,
ατενίζοντας τον εαυτό μας με πληρότητα και ελευθερία. Θα πούμε στο κορίτσι: «προχώρα παρακάτω –πήγαινε σκάψε φύτεψε απ’
το μηδέν τον σπόρο μου σε χώματα δικά σου».
Ο ερημίτης είναι ο
πατέρας: Ήθελα να ‘μαι υπόδειγμα πατρός
αλλά δεν μπόρεσα ν’ αρθώ, καρδία μου, ως το ύψος σου… Τι απ’ όσα είχα για σένα
στο μυαλό μου έχω κάνει πράξη; Η υπόσχεση είναι η μία, η αιώνια υπόσχεση
του ανθρώπου προς την αθωότητα και την ελπίδα: Θ’ ανοίξω κάποτε για σένα, καρδιά μου, της ψυχής μου τις πύλες. Θα βγω
από το σκοτάδι μου έκθετος απ’ το κάστρο που κρατώ τον εαυτό μου εγκάθειρκτο
μες στο σκοτάδι της έρημος.