Στην κατοχή” 

Νίκη Μπλούτη

Στη κατοχή
μανούλα μου λέγαμε το ψωμί ψωμάκι. Εφτά
χρονώ παιδάκι ήμουνα, όσο είσαι εσύ
τώρα. Θέριζε η πείνα κι η φτώχεια. Μερικοί
στεκόντουσαν πιο καλά. Είχαν τα κουμάντα
τους. Η θεία μου η Λάμπραινα είχε γιομάτα
τ’ αμπάρια με στάρι και με λάδι στα
κούπια. Είχανε και κότες και γίδες.
Άρμεγε θυμάμαι απ’ τη γίδα κάθε πρωί
μια καραβάνα γάλα για να φάνε τα παιδιά
της με μπόλικο ψωμί μέσα. Αυτά καθόντουσαν
στην αυλή στη σειρά και τρώγανε. Ζήλευα
πολύ. Τα τέραγα από μακριά και μου τρέχανε
τα σάλια. Ο Βαγγέλης, που ήμασταν ίσα
στα χρόνια, με λυπόταν και μου κράταγε
μια στάλα γάλα στο τέλος, κι άμα έμπαινε
ο πατέρας του μέσα, μου ’γνεφε από μακριά
να πάω. Κι εγώ έτρεχα με λαχτάρα αλλά
φοβόμουνα κιόλας να μη μας πάρει χαμπάρι
ο μπαρμπα-Λάμπρος.

Θυμάμαι
ρώταγα συνέχεια τη μάνα μου… ‘’Γιατί
μαρή εμείς δεν έχουμε αμπάρι και κούπια;
Γιατί δεν έχουμε ούτε μια γίδα για το
γάλα μας;’’ Κι αυτή η φουκαριάρα έλεγε…
‘’τι να κάνουμε μάνα μ’ δε μας έκανε
όλους ίσα ο Θεός.’’ Μου κακοφαινότανε
πολύ που εμείς δεν είχαμε τίποτα και
άλλοι τα είχαν όλα. Ήμουνα όμως μικρός
για να καταλάβω γιατί ο Θεός δεν μας
έκανε όλους ίσους, όπως έλεγε η μάνα
μου.

Η θειά
Λάμπραινα μας πόναγε πάντως κι όλο μας
φίλευε κρυφά απ’ τον άντρα της. Μας είχε
ανίψια. Ήταν αδερφή του πατέρα μας. Εμείς
δεν είχαμε ούτε γάλα, ούτε ψωμί, ούτε
αβγά. Πικραλίδες μάζευε η μάνα μου και
τις έβραζε να φάμε εφτά στόματα, μαζί
με λίγο μπομπότα. Χορταίνεις με τα
λάχανα; Τώρα τα τρώνε για σαλάτα. Με τη
μπομπότα δε λέω, στεκόταν λιγάκι η
καρδούλα μας.

Ξέρεις τι
’ναι η μπομπότα; Το ψωμί των φτωχών το
λέγανε τότε. Αυτό το ψωμί το φτιάχνανε
από καλαμπόκι. Δένανε πίσω στ’ άλογο
το αλέτρι κι όργωναν την άνοιξη για να
σπείρουνε καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το
ποτίζανε με νερό απ’ το ποτάμι. Μετά το
χινόπωρο το θερίζανε και το πηγαίνανε
με τ’ άλογα στο μύλο για να κάνουνε τη
μπομπότα. Απ’ το μύλο φορτώνανε τα σακιά
στ’ άλογα και τα πήγαινε ο καθένας στη
φαμελιά του. Η νοικοκυρά έπαιρνε τη
μπομπότα, τη κοσκίναγε μέσα σε μια ξύλινη
σκάφη, κι εκεί χώριζε το αλεύρι που
έπεφτε στη σκάφη απ’ το χοντρό που το
μαζεύανε και το δίνανε στα ζωντανά τους.
Στη σκάφη με το αλεύρι ρίχνανε λίγο
ζεστό νερό, το ανακατεύανε με μια κουτάλα,
το ζυμώνανε και το βάζανε σε ταψιά.
Είχανε έτοιμο το φούρνο με τα ξύλα, το
βάζανε μέσα και το ψήνανε. Πώς αλλιώς
να χορτάσουνε τόσοι νοματαίοι;

Κάνανε και
πολλά παιδιά ο κόσμος τότε. Δε λογαριάζανε
τη φτώχεια. Εμείς ήμασταν τρία αγόρια
και δυο κορίτσια. Ο Βαγγέλης είχε κι
αυτός τρεις αδερφές. Άμα έλειπε ο
μπαρμπα-Λάμπρος μας φώναζε η θειά μου
και μας έφτιαχνε από μια φέτα ψωμί με
λάδι και ρίγανη για να ρουπώσουμε. Καμιά
φορά μας έβαζε και ψωμί βρεγμένο με
ζάχαρη. Κάναμε σα λιμασμένα απ’ τη
πείνα.

Από
τότε, σ’ όλη μου τη ζωή φρόντιζα για το
λάδι και το ψωμί μας πρώτα και μετά για
όλα τ’ άλλα. Ξέρεις πόσα λιόδεντρα
φυτέψανε τούτα τα χεράκια; Για να μη μας
λείψει το λάδι απ’ τη λαδίκα. Είχα κι
ένα όμορφο αμπελάκι λίγο έξω απ’ το
χωριό και το πρόσεχα σαν τα μάτια μου.
Μας έκανε κρασί για όλη τη χρονιά.
Γιομίζανε πάντα τα βαρέλια κι οι
λαδίκες… Τώρα ρημάξανε όλα. Θέλουνε κι
αυτά φροντίδα και χρόνο. Σήμερα δεν
περισσεύει φαίνεται χρόνος για τέτοια
πράγματα… Στον ύπνο μου κάθε βράδυ
βλέπω πως σεργιανάω πότε στ’ αμπελάκι
μου, πότε στς ελιές, πότε στα χωράφια με
τα στάρια και τα βαμπάκια. Εψές είδα πως
ήμουνα στ’ αμπέλι μου και το ξεφύλλιζα,
κι είχα λέει ο δόλιος μια χαρά!