Ό,τι
απέμεινε από τις τρικυμίες
Πατρίτσια
Αϊβαλή
εκδόσεις
θράκα, 2019
γράφει
ο Νίκος Φιλντίσης
Τη
δεύτερη ποιητική της συλλογή «ό,τι
απέμεινε από τις τρικυμίες» εξέδωσε
προσφάτως η Πατρίτσια Αϊβαλή, στις
εκδόσεις «θράκα».
η
πρώτη, με τίτλο «πώς η ζωή», κυκλοφόρησε
το 2017, από τις ίδιες εκδόσεις κι είχε
πραγματικά ποιητική άποψη. Έχοντας
παρακολουθήσει λοιπόν τη μέχρι τώρα
πορεία της Αϊβαλή, ως γενική παρατήρηση,
διαπιστώνω πως η συγγραφέας έχει εμφανώς
εξελίξει τη γραφή της σε τεχνικό επίπεδο
αλλά και σε νοηματικό βάθος, γεγονός το
οποίο αποτελεί δείγμα σκέψης, τίμιας
εργασίας μα και υπόσχεση μέλλοντος.
Στο
βιβλίο «ό,τι απέμεινε από τις τρικυμίες»,
από τον αινιγματικό κιόλας τίτλο
πυροδοτείται ένα συνειρμικό, πρωθύστερο
σχήμα, το οποίο σκιαγραφεί εμμέσως τη
σφοδρότητα των τρικυμιών που προηγήθηκαν,
αφήνοντας παράλληλα τον αναγνώστη να
τις μεγεθύνει με τον νου. Η ανθρώπινη
φαντασία εξάλλου, λειτουργεί ως επί το
πλείστον ως μεγεθυντικός φακός, κάτι
το οποίο φαίνεται να γνωρίζει καλά η
συγγραφέας που την επιστρατεύει από
νωρίς για να ενισχύσει την τέχνη της.
Τα
ποιήματα της συλλογής, εβδομήντα πέντε
στον αριθμό, καταχωρίζονται σε τρεις
δομικές ενότητες: Ι. διαίσθηση/κίνηση
ουράνια, ΙΙ. σκέψη/κίνηση γήινη, ΙΙΙ.
ένστικτο/κίνηση υποχθόνια. Η ταξινόμηση
αυτή προσδίδει μεν μια επιπλέον ταυτότητα
στα κείμενα, από την άλλη δε, χαράσει
αμυδρά έναν χρονικό άξονα. Έτσι,
δημιουργείται μια συνεκτική πλοκή, μια
ροή ανάγνωσης. Αξιοσημείωτο, η ραχοκοκαλιά
της αφηγηματικής ιστορίας εντοπίζεται
όχι μόνο στη διαδοχική, κάθετη ανάγνωση
των ποιημάτων αλλά και στην οριζόντια
ανάγνωση των τίτλων τους, τουτέστιν,
όταν τοποθετηθούν στη σειρά, συνδέονται
νοηματικά και σχηματίζουν μια ολοκληρωμένη
φράση. Με αυτόν τον τρόπο η Αϊβαλή
κινείται σε μια διεπίπεδη αφήγηση, ως
μια απόπειρα να καλύψει κατά μήκος και
κατά πλάτος όλο το ποιητικό πεδίο.
Επίσης, σε αυτό το «καρτεσιανό» σύστημα
εξιστόρησης, τα επιμέρους ποιήματα ίσως
αποκτούν μια επεξηγηματική χροιά, σαν
αστερίσκοι σε ένα ευρύτερο «υπερ-ποίημα».
Συμπυκνώνοντας
τώρα το νοηματικό περιεχόμενο του
βιβλίου, ψηλαφίζω την πορεία της σάρκας
–ουράνια κίνηση ως γένεση, κίνηση γήινη
ως εγκόσμια, κίνηση υποχθόνια ως επέκεινα,
όπου η λέξη «κίνηση» θα μπορούσε να
αντικατασταθεί ίσως με τον θεατρικό
όρο «πράξη». Σε τούτο το καλώς σκηνοθετημένο
έργο της Αϊβαλή, που δεν λείπει, έστω
και αχνός, ο κινηματογραφικός τόπος
–εντοπίζω το δωμάτιο 113, το μπαλκόνι
του Π., μια κόκκινη Αμφιθέα– το βασικό
ερέθισμα, η εκκίνηση της ποιητικής
φλόγας μάλλον αποδίδεται στον έρωτα ή
ακριβέστερα στον εκπληρωμένο κι ύστερα
αποκαθηλωμένο έρωτα. Με έμφαση όμως και
στα συνοδά αισθήματα της ήττας, που
προσδίδουν έναν πολυδιάστατο, ευρύτερα
υπαρξιακό χαρακτήρα στη συλλογή,
σπάζοντας έτσι το «ερωτικό» στερεότυπο.
Ενδεικτικά, παραθέτω δυο ποιήματα που
προσωπικά ξεχωρίζω για την πυκνότητα
του λόγου, την αρτιότητα του νοήματος,
την ευθύτητα και τη δωρικότητά τους:
Διάλεξε.
Η
μια αγάπη
απέραντα
αστέρια
σ’
αμέτρητο ουρανό.
Η
άλλη
αιμορραγεί,
θαμμένη
στα δυο
σε
σκισμένο βουνό.
Οι
δυο μας.
Θ’
αυτοκτονούσα
όχι
σήμερα.
Όταν
θα ξεραινόταν η γαρδένια σού είπα.
Έσβησες
το τσιγάρο μέσα της
με
λύσσα
και
την κοίταζες να πεθαίνει απότιστη.
Εν
συνεχεία, διατρέχοντας το βιβλίο,
αντιλαμβάνομαι από το βαθιά προσωπικό,
σχεδόν εξομολογητικό, ύφος ότι η
συγγραφέας, πιθανώς μάχεται να περισώσει
τα τιμαλφή ενός ναυαγίου, αξιοποιώντας
τα έπειτα ως υλικά δόμησης ενός
πολυτραματισμένου μα νέου κόσμου.
Καταραμένη νοσταλγία και συνάμα διάθεση
αποτίναξής της σε μια αναζήτηση λύτρωσης.
Προς επίρρωση της θέσης αυτής, επισημαίνω
πως η ποιήτρια επιλέγει να απευθυνθεί
άμεσα στο «εσύ», σε απογυμνωμένο τόνο
απόδοσης ευθυνών, λες και στέκεται
αντιμέτωπη με τον δαίμονά της για να
τον αποδομήσει. Εδώ λοιπόν, παραθέτω το
όμορφο ποίημα «Ήσυχα»:
Ήσυχα,
εσύ,
ο μεθυσμένος απ’ το κενό σου,
ο
ζαλισμένος απ’ το πιοτό της παράνοιάς
σου,
που
η αίσθηση του χρόνου σου
γειτονεύει
με την απειρότητα του σύμπαντος
στραβά
κρέμασες τη ζωή σου στο καρφί.
Γέρνει
προς την πλευρά της εκδίκησης.
Ίσιωσέ
τη λίγο γιατί
παρασύρει
λαίλαπες και πνίγει πολλούς.
Μετακινήσου,
παρενοχλείς
τις υπάρξεις.
Αφού
με κοιτάς ειρωνικά,
στο
στραβό καρφί κρεμασμένος
πέθανε
τότε μόνος με τη σκουριά
κι
άσε με ήσυχη ν’ αρμενίσω με ούριο άνεμο
στις
ασφαλείς ακτές που με κόπο βρήκα.
Όσον αφορά
τον γλωσσικό χαρακτήρα του βιβλίου,
λόγος στρωτός, καθημερινός, εμβολισμένος
βεβαίως κατά τόπους με κοσμητικά επίθετα
και μαγικές εικόνες –πυρπολυθήκαμε
από γαλήνη, σεργιάναγες στις εκρήξεις
των λέξεων– αλλά και με εκλάμψεις
σκληρότητας –πουτάνα η ζωή γεννάει
πείνα, σφαγείο–. Η Πατρίτσια Αϊβαλή,
υποβοηθά επίσης τη ροή της γλώσσας και
με ρυθμικά μέσα ποντισμένων ιάμβων ενώ
μάλιστα τα ποιήματα «ισοπεδώθηκαν»
και «στη λύπη μου» συντάσσονται αμιγώς
σε ιαμβικό μέτρο με πλεκτή ομοιοκαταληξία.
Στον αντίποδα όμως, η ποιήτρια επιλέγει
και την πεζή μορφή, όπως στα ποιήματα
«ανίατη ιστορία», «με παραμορφώσεις»,
«το δίλημμα», δίνοντας μια εντύπωση
σπουδής σε διαφορετικούς τρόπους
σύνταξης της ποιητικής γλώσσας.
Κλείνω,
κοιτώντας το βιβλίο ως αντικείμενο.
Προσεγμένο, με ιδιαιτέρως καλαίσθητο
και πρωτότυπο εξώφυλλο, σαν παδική
ιχνογραφία, φιλοτεχνημένο από τη Σμαράγδα
Παππά. Η απεικόνιση ενός ανθρώπου καρτούν
–ή ό,τι απέμεινε τελος πάντων από τις
τρικυμίες– που έχει σκεπασμένο το
πρόσωπο με λευκό, εικάζω, πανί. Έκφραση
ντροπής; Αποστροφής; Πένθους; Ένα είδος
μισού φαντάσματος; Μάλλον ως μια ανάμνηση
θα το μεταφράσω, να τα κλείσει όλα μέσα
της, να περιφέρεται ποίηση ζώσα ανάμεσα
σε επιζήσαντες.