εκδ. Θράκα

 «Εφήμερα ζώα»: Το χαμόγελο του χιονιού

«[…]

ποτίζω κάθε μέρα το χαρτί

ν’ ανθίσει κάτι άγριο

να μην

χωράει

στο συρτάρι»

  Στον κόσμο των φυτών υπάρχει μια σιωπηλή αγωνία που συγγενεύει με την αφή: η βάρβαρη επικράτηση του ενός προς τον ήλιο. Και στην αφή το εγώ απεγνωσμένα ψάχνει τον εαυτό του, γδέρνοντας σώματα για να κατασπαράξει την καρδιά του, δαγκώνοντας αυτιά για να ακούσει την φωνή του, χαϊδεύοντας μαλλιά ώστε να οικειοποιηθεί ένα φως, που αν και προορίζεται για το ίδιο, παραμένει απρόσιτο υπό το πέπλο της αγνότητας. Στραγγαλίζοντας κλαδιά, ξεριζώνοντας τα πόδια μας για να περπατήσουμε, πονάμε. Για να σωθούμε από την πίστη, χειρουργούμε τον εαυτό μας δίχως ενέσεις αναισθητικών, γιατί αναπνέουμε μέσα από τον πόνο, ουρλιάζοντας : «πονάω, άρα υπάρχω». Γιατί δεν υπάρχει αίσθηση συγγενέστερη με την γέννησή μας, από την αφή. Σε ένα ποίημα της συλλογής «Εφήμερα ζώα», η Βασιλεία Οικονόμου λέει: «κι όσα κάποτε υπήρξαν τρυφερά/ -όσο το δέρμα ενός έρωτα-», χαμογελώντας με πικρία σε έναν κόσμο όπου « Η άνοιξη με βλέμμα αφέντρας σηκώνει τον κόσμο ψηλά·/ όμως το χιόνι, έχει αγκαλιά φιλεύσπλαχνη γι’ αυτούς που πέφτουν.» Αν η τρυφερότερη ανάμνηση και προσδοκία είναι η τραχύτητα του σώματος του έρωτα, η φτώχεια του χιονιού δικαίως υπάρχει για τους ερωτευμένους που έπεσαν χορεύοντας ένα βαλς. Και είναι σε αυτήν την πτώση μέσα στο χαμόγελο του χειμώνα, που έρχεται μια προσδοκία ψεύτικη, παιδική, που σε κάνει να χαμογελάς πριν το τέλος:

«Σιμόν

μάζεψε την ποδιά

-άσε τα πιάτα βρεγμένα-

Δεν θέλω τίποτα στεγνό

σ’ ένα δωμάτιο μαζί σου

Έλα να δούμε αγκαλιά

τα πλοία που βυθίζονται στο νεροχύτη

Τα μικρά νεκρά μας ψάρια

έτσι όπως συνωστίζονται

στο σιφόνι

Λες να υπάρχει ένας παράδεισος, Σιμόν;

Κάτω από τις τρυπούλες

του μετάλλου

Ένας παράδεισος γεμάτος σαπουνάδες

κι απορρυπαντικά

με άρωμα μήλου

Κι ίσως καθάριζα μια και καλή, Σιμόν

αν γλιστρούσα κι εγώ με τα ψάρια

Αν καβαλούσα ένα καράβι

και ονόμαζα δική μου

την υπόγεια αυτή πόλη

Σκέψου Σιμόν, ο καφές που έφτιαχνες

όσο εγώ βιαζόμουν να φύγω

να επιστρέφει κολυμπώντας σ’ εμάς

μ’ όλη του την πικρή θαλπωρή

Α Σιμόν όλα

-κι ίσως κι εγώ-

αξίζουν κάποτε

μια δεύτερη

ευκαιρία»

Όμως ο ρεαλισμός είναι ωμός. Πάντα όσοι αγαπούν την ομορφιά, υποχωρούν για να την σώσουν, διαιωνίζοντας την ύπαρξή τους μέσα στην ανάμνησή της, όπως η γοργόνα στο ποίημα «iv» από την ενότητα «4 υγρά ποιήματα». Και ο ίδιος πάλι με την σκληρότητά του νοηματοδοτεί την ομορφιά ως επανάσταση απέναντι σε μια επανάσταση, έναν κόσμο που φαίνεται πλασμένος σαν ένσταση προς τον εαυτό του και αφήνει τους πάντες στο δικαστήριο άφωνους. Είναι αυτοθυσία, κωμωδία, δικαιοσύνη, μίσος, είναι τρέλα; Και αλήθεια, αυτή η ησυχία στο δικαστήριο αυτό, είναι η ποίηση.

«i.

Έφταναν με το κύμα

Μικρά νησιά

σαν παλάμες

γεμάτες άμμο

Κάποτε

με στόματα

ανοιχτά

συναντήθηκαν

Ώσπου ο χρόνος τα άφησε άφωνα

και τα έσπρωξε στη θάλασσα

πίσω εκεί που ανήκουν»

Η ποίηση της Βασιλείας Οικονόμου μοιάζει με την ανατροφή και στην συνέχεια την χειραφέτηση ενός ζώου. Δεν είναι εφήμερο το ίδιο, αλλά οι προσδοκίες μας για την ζωή μας μαζί του. Κι αν και η ποιήτρια έθρεψε τέτοια ζώα, αν και σε πολλά σημεία της ποίησής της φαίνεται μια σπίθα αθώου εγωισμού να τα κρατήσει για πάντα κοντά της, το χέρι της σταθερό άγγιζε τα σώματά τους, καθώς σκεφτόταν το χιόνι.

Η ποιητική συλλογή «Εφήμερα ζώα» της Βασιλείας Οικονόμου εκδόθηκε τον Οκτώβριο  του 2018, από τις εκδ. Θράκα.