Η
επανάσταση του Κονφορμίστα: Ο Μπερνάρντο
Μπερτολούτσι και οι κινηματογραφικές
επαναστάσεις.
Αν
η ιδέα μιας ζωής ψηφίδας στο ψηφιδωτό
της μάζας και των καθολικών πεποιθήσεων
(μας) μοιάζει με όαση, ο Μπερνάρντο
Μπερτολούτσι, εγκαινίασε την κινηματογραφική
δεκαετία των ‘70s
χώνοντας απανωτές σφαλιάρες στη συμβατική
ηθική.
Με
ήρωα του έναν τριαντάρη ξανθό γοητευτικό
-πλην φασίστα-, στην Ιταλία των ‘30s,
σε επίσημη αποστολή εξόντωσης ενός
πρώην αντιφασίστα καθηγητή του, αφηγείται
την ιστορία της ολοκληρωτικής κατάδυσης
στα σκοτάδια της απόλυτης αποδοχής της
μάζας. Όσο ο ήρωας του πασχίζει να
εξασφαλίσει την μακροημέρευση της
κοινωνικής του θέσης και των κεκτημένων
του, ο Μπερτολούτσι μιλάει απερίφραστα
για το έγκλημα ηθικής «κρύβομαι στο
σπίτι μου μου ακόμα και την ώρα που ο
ουρανός πέφτει στα κεφάλια των αστέγων».
Αν
βρίσκεστε σε ηλικία γάμου και τεκνοποίησης,
δε θα διστάσει να ξεφτιλίσει με το
σκηνοθετικό του γάντι την επιλογή της
θεάρεστης πυρηνικής οικογενείας. Μιας
«ιδανικής» οικογένειας ,εδώ, με αυτάρεσκο
πυρήνα σκληρό όσο το κουκούτσι του
βερίκοκου και φασιστικό όσο η ιδέα της
ανωτερότητας του «έθνους». Αν η παραίτηση
από τα ιδεαλιστικά νιάτα φαίνεται
μονόδρομος, ο Μπερτολούτσι θα σε αφήσει
να πάρεις τη στροφή της εγκατάλειψης
του ιδεαλισμού και θα σε οδηγήσει
σαρκαστικά και μοιραία σε αδιέξοδο. Θα
εμφανίσει μπροστά σου ένα τοίχο κλοιό
που σφίγγει ανελέητα, αλλά δε θα δώσει
ποτέ την απάντηση αν εσύ ο φαινομενικά
αθώος, θα μας απαλλάξεις από την παρουσία
σου. Ούτε αν οι άλλοι, είναι εκείνοι οι
διαβόητοι πραγματικοί επαναστάτες που
εν είδει λαϊκού δικαστηρίου θα σε
πετάξουν στον καιάδα με τους «ανήθικους»
και τους φασίστες. Αν είσαι –ήδη- ο
ευφυής δραστήριος τίμιος εργατικός
οικογενειάρχης που θέτει στο απυρόβλητο
την αγία οικογένεια του, ο Μπερτολούτσι
θα σου χώσει στα μάτια το φακό του έξω
κόσμου και θα σε ρωτήσει βροντόφωνα αν
εσύ έκανες ποτέ τίποτα για χάρη του.
Κι
αν, όμως, ο Μπερτολούτσι δεν τα καταφέρει
κι ο φακός δε σε τυφλώσει; Κι αν η
κινηματογραφική επανάσταση της καταδίκης
της συμβατικής ηθικής αποτύχει; Κι αν
η επιλογή της καθήλωσης σε ένα κάποιο
πλατωνικό σπήλαιο με πραγματικότητα
τις ωραιοποιημένες αντανακλάσεις ενός
κόσμου που βράζει, εξακολουθεί να
ταυτίζεται με την ευτυχία σου;
Τότε,
δε θα ψάξεις απαντήσεις στο παντοτινό
ερώτημα της αποτυχίας των επαναστάσεων,
στο Μπερτολούτσι. Τότε δεν θα ταξιδέψεις
στην Ιταλία για να τον βρεις. Δεν θα
μεθύσεις σε μια πέτρινη ιταλική πλατεία
,με ένα δέντρο στη μέση, επειδή έμαθες
πως –τελικά- ο Μπερτολούτσι μένει στο
Λος Άντζελες και δεν έχεις λεφτά να τον
φτάσεις. Τότε ίσως να προτιμάς το Λος
Άντζελες από μια μικρή ιταλική πόλη,
γιατί σ’ αρέσει το σερφ, τα ωραία ξανθά
κορίτσια, το Venice
Beach
και τα Στάρμπακς. Και τότε δε θα αναρωτηθείς
ποτέ γιατί ένας πραγματικός επαναστάτης
μπορεί τώρα να μένει στο Λος Άντζελες.
Ούτε αν τελικά σου είπαν αλήθεια πως δε
μένει σ’ αυτή την ιταλική πόλη. Τότε,
θα είσαι 20 χρονών ή και 50, θα κρατάς
αγκαλιά το γιο σου ή τη γυναίκα σου και
το συναίσθημα του «νοιάζομαι για όσα
μου ανήκουν», θα σου μοιάζει αυτονόητο
κι ιδανικό.
Τότε,
όμως, -ακόμα- σε κάποια άλλη πόλη, μία
πόλη μικρότερη χωρίς πλατεία και χωρίς
δέντρα, ο φακός του Χέρτζογκ, θα τυφλώσει
ένα 14χρονο κορίτσι και ένα 20χρονο αγόρι.
Σε κάποιο δρόμο της μικρής πόλης, το
αγόρι θα πέσει πάνω στο κορίτσι και θα
του πει πόσο μοιάζει η μικρή τους πόλη
μ’ εκείνο το σκοτεινό λούνα πάρκ στην
τελευταία σκηνή του Στρότσεκ. Το κορίτσι
θα του απαντήσει πως συχνά σκέφτεται
πως οι κάτοικοι της μικρής πόλης μοιάζουν
με τις κότες του λούνα παρκ. Και θα
προσθέσει πως εκείνες οι κότες ζούσαν
μέσα ένα χάρτινο κουτί. Και ήταν
καταδικασμένες να γυρνάνε γύρω γύρω,
όποτε κάποιος έβαζε λεφτά σε μια σχισμή
του κουτιού. Πόσο κρίμα να μπορείς να
τρως ελεύθερα το πίτουρο σου και να μη
σε αφήνουν τέσσερες χαρτονένιοι τοίχοι.
Το αγόρι θα χαμογελάσει και θα σκεφτεί
τους γονείς του ως κότες που κουνιούνται
μόνο όταν τους ποτίζουν λεφτά. Το κορίτσι
θα κάνει την ίδια σκέψη. Και οι δυο τους,
θα αποφασίσουν αμέσως πως οι γονείς
τους είναι άνθρωποι και πως εκείνοι δεν
πρόκειται να μοιάσουν ποτέ με παιχνίδια
σε λούνα παρκ. Την επόμενη μέρα θα
δακρύσουν ,παρέα, με τον «Κονφορμίστα»
και ο πανόπτης Μπερτολούτσι, θα χαμογελάσει
με τη βεβαιότητα πως οι θιασώτες των
επαναστάσεων του είναι πάντα λίγοι. Θα
σκεφτεί ότι ,αν και γέρασε, αγαπάει τους
επαναστάτες και τον κινηματογράφο. Θα
ρουφήξει λίγο κρασί και θα αναρωτηθεί
αν το αγόρι και το κορίτσι θα έρθουν να
τον βρουν ή αν θα αλλάξουν μόνοι τους
τον κόσμο.