εκδόσεις θράκα

Από τότε που έμαθα να μετράω άρχισα να φοβάμαι τους αριθμούς

-οτιδήποτε άπειρο εξαντλείται στον άνθρωπο-

«σκέτη τρομοκρατία» , είπες.

Η άνοιξη με βλέμμα αφέντρας σηκώνει τον κόσμο ψηλά·

ὀμως το χιόνι, έχει αγκαλιά φιλεύσπλαχνη γι’ αυτούς που πέφτουν.

Σιμόν

μάζεψε την ποδιά

άσε τα πιάτα βρεγμένα

Δεν θέλω τίποτα στεγνό

σ’ενα δωμάτιο μαζί σου

Έλα να δούμε αγκαλιά

τα πλοία που βυθίζονται στο νεροχύτη

Τα μικρά νεκρά μας ψάρια

έτσι οπως συνωστίζονται 

στο σιφόνι 

Λες να υπάρχει ενας παράδεισος, Σιμόν;

Κάτω απο τις τρυπούλες

του μετάλλου

Ενας παράδεισος γεμάτος σαπουνάδες

κι απορρυπαντικά

με άρωμα μήλου

Κι ίσως καθάριζα μια και καλή, Σιμόν

αν γλιστρούσα κι εγώ με τα ψάρια

Αν καβαλούσα ένα καράβι

και ονόμαζα δική μου

την υπόγεια αυτή πόλη

Σκέψου Σιμόν, ο καφές  που έφτιαχνες 

όσο εγώ βιαζόμουν να φύγω

να επιστρέφει κολυμπώντας σ’ εμάς

μ’όλη του την πικρή θαλπωρή

Α Σιμόν όλα

-κι ίσως κι εγώ-

αξίζουν κάποτε

μια δεύτερη

ευκαιρία

Στη γέφυρα της Βαρσάουερ  τα κρεμασμένα λουκέτα των ερωτευμένων δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα διερχόμενα τρένα .

 Στάθηκα εδώ ψηλότερα, κι έδιωξα με το χέρι το σύννεφο.

Ο κόσμος-  λίθινη εποχή κι εποχή του σιδήρου

Ο κόσμος-  τα μάτια μου μεγάλωσαν δυο νούμερα

Ο κόσμος-  ράγες απέραντες

Ράγες  απέραντες  και  χαλίκια