ΝΕΙΚΟΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ
“Εμείς στην δική μας φάρα ζούμε ερωτευμένοι
με το μίσος. Το αγαπάμε, το συντηρούμε, το καλλιεργούμε. Έτσι μας έμαθαν,
έτσι μας γαλούχησαν. Πιπιλίζοντας την ρώγα της επιβολής και της υπερβολής
ξεδιψάμε από μικροί. Εμβολιασμένοι με φόβο οργανώνουμε και νοηματοδοτούμε τον
κόσμο μέσα από το καβούκι της ταυτότητάς μας. Ένα κι Ένα = Όλα κι Όλα. Όποιος
διαφωνεί, να βρει τρύπα να μπει μέσα. Εμείς δεν ντρεπόμαστε για την αγάπη μας
προς το μίσος. Αυτή είναι η δύναμή μας. Φιλούμεν το νείκος ως γνήσιοι οπαδοί
της Φιλονικίας. Μαγκιά μας.
Αν
νομίζεις πως είμαστε μειοψηφία είσαι ηλίθιος. Αν μας θεωρείς γραφικούς είσαι
γελασμένος. Είμαστε το κυρίαρχο ρεύμα της σιωπηλής πλειοψηφίας.
Συμμετέχουμε (αν έχουμε χρόνο από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας) σε
φωνασκούσες μειοψηφίες, γινόμαστε μάρτυρες σε χειροδικίες αντρίκειες (στο
περιθώριο της καθημερινής μας βιοπάλης), βουρκώνουμε μπροστά στη σημαία
όταν γίνεται παλούκι για ανασκολοπισμό. Ναι ρε, έχει ξημερώσει η χούντα
του Μίσους, μα την Παναγία, μεγάλη η χάρη της. Μια τέτοια χούντα μας
χρειάζεται.
Τι θέλεις
τώρα να σου παραδεχτώ; Όλες σου τις αναλύσεις τις παραδέχομαι. Ναι δεν
σκαμπάζουμε τι σημαίνει ή τι είναι Ετερότητα. Λέτε πως αυτή μας ορίζει, αυτή
μας δίνει τις πολλαπλές μας ταυτότητες και πως όποιος δεν το αντιληφθεί και δεν
εμβαθύνει σε αυτό είναι μονοδιάστατος, κι απολιθωμένος. Καμάρι μου που δεν
είμαι μπερδεμένος. Εγώ ξέρω ποιος είμαι και τι θέλω. Κι όποιον δεν ξέρει, τον
φοβάμαι. Είναι απόβλητος. Δεν ταιριάζει στην προκρούστεια κλίνη μου, στην
εξήγησή μου για τον κόσμο. Τον κόσμο στα μέτρα της φάρας μου.
Νομίζεις
πως δεν ξέρω για ποια χούντα μιλάω; Νομίζεις πως δεν ξέρω να το
περιγράψω; Άκου λοιπόν.
Η
χούντα του Μίσους στην αρχή πασπαλίζεται με μπόλικη ελαφρότητα
σαχλαμάρας. Πριμοδοτείται από την υποταγή της Πολιτικής στις προστακτικές
της μεταφυσικής της αγοράς (όπα, δεν το περίμενες, έτσι;). Θρέφεται από την new
age ψηφιακή ανθρωποφαγία και γιγαντώνεται από την ανισότητα
που τη νιώθουμε ως εγγενή κοινωνική ιδιότητα και μας κάνει να φιλονικούμε από
τα γεννοφάσκια μας με τους γύρω σε έναν αγώνα υλιστικής επιβίωσης, εξαρχής σικέ
(σε γλεντάω με τα λόγια σου). Γιατί το καταναλωτικό πρότυπο φουσκώνει το
παράπονο για τους απολεσθέντες παραδείσους που ποτέ δε θα καρπωθούμε. Το
παράπονο γίνεται ενδόμυχα δίψα για εκδίκηση. Η ανέχεια, η ανασφάλεια, το
περιθώριο μοιάζουν πιο κοντινά και μ’ ανοιχτές αγκάλες για μας που
ονειρευτήκαμε τόσα και τόσα υλικά αγαθά τα οποία με μια απλή κίνηση σύμφωνα με
τις διαφημίσεις θα μπορούσαμε να έχουμε (είδες αυτοκριτική;) Κατασκευαζόμαστε
κάθε μέρα, όλο και πιο ματαιωμένοι. Γαντζωνόμαστε από αυτό που θεωρούμε πως
κατέχουμε με όλο και μεγαλύτερη λύσσα. Είμαστε κυριολεκτικά βαθιά
νυχτωμένοι. ΤΑ ΞΕΡΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ! Κι όλα αυτά…..τα ακούω ΒΕΡΕΣΕ!
Να
στο πω κι αλλιώς; Σε τούτη την γαλέρα που τραβάμε κουπί, μάθαμε να μισούμε τον
διπλανό που ουρλιάζει πιο τσιριχτά από μας στις μαστιγιές του φύλακα. Μάθαμε να
μισούμε τον διπλανό που τραγουδά για να αντέξει τον βούρδουλα. Μάθαμε να
μισούμε τον διπλανό που έχει πιο πολλές ή πιο λίγες αντοχές από μας. Μάθαμε να
μισούμε την θάλασσα με τα κύματά της, τα δέντρα που κόπηκαν για να φτιαχτεί το
σκαρί που κινούμε, τις λιακάδες και τον ορίζοντα που εμείς δεν θα δούμε ποτέ.
Κυρίως, μάθαμε να μισούμε τον εαυτό μας σε τέτοιο βαθμό που έγινε ολόκληρος
μπράτσα και σφιγμένα δόντια.
Είδες
που την ξέρω την αρρώστια της φάρας μου; Μάθε λοιπόν τώρα πως είμαι άρρωστος με
την αρρώστια μου. Την γουστάρω τρελά γιατί είναι μοναχά το Μίσος που κινεί την
Ιστορία, είναι μοναχά το Μίσος που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, είναι μοναχά
το Μίσος που σε κάνει άνθρωπο -τα ζώα δεν μισούν-, είναι μοναχά το Μίσος που σε
κάνει ανίκητο στην μάχη -και η ζωή είναι μάχη επιβίωσης ανάμεσα στον δυνατό και
στον αδύναμο. Κι εγώ είμαι ο δυνατός, γιατί εγώ ξέρω πως Ένα κι Ένα = Όλα κι
Όλα.
Κοινωνιολογικές,
ιστορικές, πολιτικές αναλύσεις θα αποφανθούν πόθεν ξεφύτρωσε αυτή η κακή σπορά
στα σπλάχνα μας και θα στα πούνε αναλυτικότερα. Εγώ βαρέθηκα τα μπλα μπλα μπλα.
Μάθε -και αυτό σου φτάνει και σου περισσεύει – πως την τιμή και την υπόληψή
μου, δηλαδή τον μεγεθυντικό καθρέφτη μου, τα ιερά μου και τα όσια, δεν τα αφήνω
να λερωθούν. Τέλος πάντων κάπου πρέπει να ξεσπάσω κι εγώ. Για αυτό και
μουγκρίζω από χαρά, κάθαρση κι ανακούφιση με κατακλύζουν όταν κλέφτες,
πρεζόνια, αλλοδαποί, πούστηδες και προδότες παίρνουν το μάθημά τους. Μη με
ρωτάς γιατί. Αν θες να κράξεις, κράξε. Άλλωστε εσείς οι κουλτουριάρηδες είστε
οι πρώτοι που θα σας στείλουμε στο διάολο αν δεν συμμορφωθείτε.“
Ένας
εξαγριωμένος νοικοκυραίος –πρώην φιλήσυχος πολίτης