εκδόσεις ΑΩ

Σκέψεις πάνω στη δυναμική της
ποίησης

Ξεβόλευσέ τους

με τους στίχους σου, ποιητή!

Βάλε τους φωτιά!

Πόση δύναμη έχει το ποίημα για να συνεγείρει τον αναγνώστη,
να τον βγάλει από τη στατική του αδιαφορία, να τον ξεβολέψει; Έχουν οι λέξεις μέσα τους το σπίρτο που θα ανάψει τη
φωτιά; «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται
οι λέξεις/να μην τις παίρνει ο άνεμος»
δηλώνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στη
δική του Ποιητική. Πώς γίνεται, όμως,
να αποκτήσουν οι λέξεις τη μυτερή ακίδα που θα καρφώνεται στη σκέψη και θα
ξυπνά από τον ηθελημένο ή αθέλητο λήθαργο; Υπάρχουν ποιητές που -συναισθανόμενοι
τον ιδιαίτερο ρόλο τους σε μια τέτοια αφύπνιση- γράφουν αναλύοντας επί μακρόν
τον λόγο τους, έτσι που να μη μείνει καμία απολύτως αμφιβολία για τον στόχο
τους και τα μέσα που αυτός απαιτεί. Υπάρχουν άλλοι που προτιμούν το ευσύνοπτο
και μικρό ποίημα που μακάρι με την ευστοχία του μέσα στο ολιγόλογο σώμα του να
προκαλέσει. Γιατί η πρόκληση (ως αφύπνιση του ενδιαφέροντος αρχικά και κατόπιν
ως ιδεολογική παρότρυνση) είναι η αρχή γι’ αυτό το ενδιαφέρον ταξίδι· αν δεν
υπάρξει, τότε όλα καταργούνται και το ποίημα μαζί με τις προθέσεις του πέφτει
στην αδράνεια και κατόπιν στην αφάνεια και τη λήθη. Έρχομαι, λοιπόν, στο
ελάχιστο σώμα που από τη φόρμα τους φέρουν ως προϋπόθεση τα χαϊκού. Η συντομία
τους απαιτεί τέχνη ιδιαίτερη, καθόσον ο ποιητής οφείλει να περιορίσει το νόημα
μέσα σε τρεις στίχους αυστηρά δομημένους ως προς το μέτρημα των συλλαβών τους –
5,7,5. Αν βέβαια ληφθεί υπ’ όψη το γεγονός πως τα αυθεντικά γιαπωνέζικα χαϊκού (τουλάχιστον
στην πρώτη τους μορφή) εμπεριέχουν σκηνές της φύσης και κυρίως μιλούν για τη
διαδοχή των εποχών, τότε αμφισβητείται σε πρώτη σκέψη η δυνατότητά τους να  μεταφέρουν νοήματα που να λειτουργούν ω; αφυπνιστικά
των συνειδήσεων. Ας μην υποβαθμιστεί, ωστόσο, η βάση της λογικής τους ως προς
τη θεματική, να διεμβολίζουν τη στατική και υλική καθημερινότητα προσφέροντας
μια θέα στη φυσική τάξη και μέσω αυτής στην αιωνιότητα – όσο κι αν για να
κατανοηθεί ουσιαστικά μια τέτοια διάσταση χρειάζεται η άλλη όψη του πολιτισμού,
αυτήν που αιώνες τώρα «διδάσκει» η ανατολική φιλοσοφία. Ήταν αναμενόμενη,
νομίζω, η μετάλλαξη των λιλιπούτειων αυτών ποιημάτων (είναι όντως η πιο μικρή
ποιητική φόρμα), όταν αυτά ήρθαν σε επαφή με τη δυτική κουλτούρα, την άλλη
ποιητική παράδοση. Η θεματική τους διαφοροποιήθηκε, εμπλουτίστηκε, έφτασε να
εκφράζει με την πολυσημία του ποιητικού λόγου κάθε έκφανση πλέον την ανθρώπινης
ζωής και περιπέτειας. Διατήρησε (όχι πάντα) την παραδοσιακή φόρμα αλλά σπάνια
πλέον περιορίζεται σε μορφές φυσικής ζωής. Απελευθερωμένο, έτσι, το είδος αυτό
της γραφής θεωρείται ότι πια μπορεί να αναμετρηθεί ίσοις όροις θεματικά με τα
μακροσκελέστερα ποιήματα.

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη, πεζογράφος και ποιήτρια δοκιμασμένη,
θέλησε αυτή τη φορά να μιλήσει μέσα από την ελάχιστη δυνατή μορφή. Άπλωσε αρχικά
τις σκέψεις της στα αγαπημένα της έτσι κι αλλιώς θέματα (έρωτας, θάνατος,
τέχνη) και κατόπιν συμπύκνωσε με
επιτυχία τον λόγο της, ώστε το αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται στο είδος που
επέλεξε. Διαβάζοντας τα χαϊκού της Ξηρογιάννη νιώθεις τη διάθεση της ποιήτριας
να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη της μέσα από τις διάφορες εκδοχές των θεμάτων
που επιλέγει. Για παράδειγμα η χρήση του δευτέρου προσώπου μοιάζει να αναζητά
τον ακροατή του λόγου της, όταν λέει:

Κάνε τον χρόνο

που έχασες στίχο, και

θα τον βρεις πάλι.

Κι εκεί που διαβάζεις

Ποίηση γράφεις

για να ξορκίσεις -ίσως-

την μοναξιά σου.

αντιλαμβάνεσαι πως η λέξη «ίσως», που ανοίγει πάλι ένα παράθυρο
στην επικοινωνία του δημιουργού με τον αποδέκτη του, δεν τοποθετήθηκε εκεί για
να μετρηθούν μόνο σωστά οι συλλαβές του χαϊκού αλλά για να βρει το ποίημα τον
δρόμο της επιθυμητής σύνδεσης, για να μην οδηγηθεί στην ιδιωτική οδό (για να θυμηθούμε τον Ελύτη) – συχνά αναπόφευκτη συνθήκη
της ποιητικής απομόνωσης.

Το ενδιαφέρον είναι ότι στην ουσία τα χαϊκού διαπνέονται από
μια παιγνιώδη διάθεση (ακόμα κι από τον ιαπωνικό όρο το ξέρουμε αυτό:
χαϊκού=αστείος στίχος), όχι γιατί τάχα η ζωή που σχολιάζεται ευφυώς μέσα τους
είναι αστεία αλλά γιατί αποτελεί με όλες τις αναπάντεχες μεταστροφές της ένα
παίγνιο με διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές. Παίζει μαζί μας το σύμπαν, η
φύση, παίζουμε εμείς προσπαθώντας να ανατρέψουμε τις φυσικές συντεταγμένες μέσα
στις οποίες τυχαία βρεθήκαμε. Παίζει ο ποιητής με τις λέξεις συνταιριάζοντας
εικόνες και καταστάσεις, προκειμένου να δώσει τη δική του εκδοχή του παιχνιδιού
μέσα στο οποίο εκών άκων βρίσκεται. Καλλιεργεί την αυταπάτη του αυτεξούσιου,
βαυκαλίζεται με τις ερμηνείες που δίνει σε ό,τι συμβαίνει γύρω του συχνά ερήμην
του. Η Ξηρογιάννη απολύτως πιστή στη συμμετοχή της στο παιχνίδι αυτό (τουλάχιστον το ποιητικό) απομονώνει σε δύο
εξαιρετικά χαϊκού αυτό το νόημα:

Θέλω μια τέχνη

που ανελέητα να

με ανατρέπει

Ζωής και γραφής

ζητούμενο: σε τάξη

να μπει το χάος.

Συνδυάζει
τον μάταιο πόθο της ανατροπής -την αναμέτρηση του ανθρώπου με το ανεξήγητο που
τον ξεπερνάει (και το γνωρίζει)- με την ενδόμυχη ισχυρή θέληση για τάξη μέσα
στην αταξία. Και σοφά κατανοεί πως η τέχνη στις διάφορες μορφές της αποτελεί
μια προσωπική ανατροπή όλων των δεδομένων, κυρίως γιατί ο δημιουργός είναι
αυτός που μεταλλάσσεται μέσω αυτής. Αν αυτό δεν είναι ένα παιχνίδι (όχι μόνο με
τις λέξεις) που οδηγεί σε επικίνδυνες ισορροπίες, τότε τι είναι; Το εξώφυλλο
του βιβλίου (έργο του Βαγγέλη Τζερμιά) αποδίδει θαρρώ με τον καλύτερο τρόπο τη
διαρκή κίνηση, τη μετάλλαξη, τους απροσδόκητους ελιγμούς, την απρόσμενη αλλαγή.
Η δεύτερη φύση, άλλωστε, του ποιητή (όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής)
είναι η παραφορά, η διάθεσή του να ανατρέψει κάθε βεβαιότητα, η επιθυμία του να
ξεφύγει από τις νόρμες, η ελπίδα του ότι θα κατορθώσει να μιλήσει διαφορετικά.
Το ότι αυτό γίνεται με έξαρση του πάθους, με μικρές ή μεγάλες παρεκκλίσεις από
τα παραδεδομένα, η πιθανότητα όλο αυτό να τον τοποθετεί στο στόχαστρο, αποτελεί
και κατά κάποιο τρόπο τον ορισμό της ποίησης – αν φυσικά αυτή ορίζεται.

Επιστρέφοντας
στο χαϊκού που ξεκινά αυτό το κριτικό κείμενο σκέφτομαι πως ναι, η ποίηση έχει
τη δική της δυναμική, την προσωπική της φωτιά μέσα της και την ικανότητα να
κατακαίει τον αποδέκτη της, έτσι όπως έχει κατακάψει τον δημιουργό της. Γιατί η
ποίηση έχει και έρωτα, αυθεντικό και πλήρη έρωτα που αγγίζει ή και ξεπερνά τα
άκρα, για τούτο είναι πολύτιμο
δημιουργικά συναίσθημα· πάθος και έργο ψυχής διανθισμένο με τη συμμετοχή του
σώματος που πάλλεται εν εξάρσει. Η ποιήτρια είναι σαφής, η ποίηση είναι έρωτας:

Με τις Ιδέες

φλερτάρεις με τις Λέξεις.

Φτιάχνεις χαϊκού.

Έτσι
το ποίημα με τον ελάχιστο λεκτικό του κώδικα λειτουργεί προς τον αποδέκτη του
μεταφέροντας με σαφήνεια όλο το νόημα, όλο το πάθος, πρώτη και αναγκαία συνθήκη
για την εν δυνάμει αλλαγή της εσωτερικής και εξωτερικής αντίληψης. Βάζει φωτιά, κατά την ποιήτρια.