Για
δεκαετίες η περίοδος της βουλγαρικής
κατοχής
και
τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκειά
της
δεν
είχε τύχει σημαντικού επιστημονικού
ενδιαφέροντος
Σοφία
Αυγέρη – Ιστορικός-Aρχαιολόγος
1.
Όλοι
στο χωριό ξέρανε πως υπήρχε βρικόλακας.
Ήρθε ο Ίβο και μας είπε πως ήτανε το
αδερφούδι του. Δεν του ’πα κουβέντα, μα
το ’χα νογήσει από πρωτύτερα τι θα ’τανε
το φρικιό, Βούλγαρος θα ’τανε.
Πρώτη
φορά, φανερώθηκε σε τρεις μαρμαράδες
που ξαναχαράζανε τα μνήματα στα βουλγάρκα.
Τον μυριστήκανε και κάτι χαροκαμένες
και το κοιμητήρι ερήμωσε, μέχρι που μας
κουβαλήσανε παπάδες απ’ τη Σόφια και
πιάσανε τις ψαλμουδιές, τις λειτουργιές
και τους αγιασμούς. Δεν ξέρω τι από δαύτα
τον έφταιξε τον σατανά, πάντως δε
ματαπάτησε κει.
Μια
φορά, λέει, τον ματιάσανε κάτι κομιτατζήδες
στο κουφάρι μιας κοπελούδας στην
ακροποταμιά. Ετούτος την είχε ρημάξει,
είπανε των χωριανών κι ο παπάς έβαλε να
την παλουκώσουνε και να τη θάψουνε με
μια κόσα κατάκορφα, μην και βρικολακιάσει.
Πάντως
εγώ τα κομιτατζίδικα κατεργαριλίκια
δεν τα ’χαψα. Σάματις πριν το τέρας λίγα
κορτσούδια ξέβραζε ο Αγγίτης; Άσε που
’ξερα πως πρώτον, ο βρικόλακας στο νερό
δε σιμώνει και δεύτερον, είχα διει πως
τα πτώματα τα ορεγόταν αλλιώτικα. Ένα
πουρνό που βολόδερνα στους αγρούς,
σκόνταψα στα αποφάγια του. Ένας πάππος
ήτανε, τον είχανε τσακώσει να κλέβει
δεμάτια στάρι απ’ το χωράφι του αποβραδίς
και τον καθαρίσανε. Τίποτα δεν άφηκε το
φρικιό· δέρμα, τρίχες, κρέας, τα
φαταούλιασε. Μόνο ρούχα και κρατσανισμένα
κόκαλα σε μια γούβα μαύρο αίμα.
Τα
στόρησα στον Ίβο και με ξανάπε για τον
βαρκολάκ, αλλά του λόγου μου δεν την
καλοσκάμπαζα τη γλώσσα τότες· κι όταν
ύστερα ρώτηξα την αδερφή μου, κείνη με
διαολόστειλε. Κάτι ψιλά που ’πιασα
ήτανε πως ο βρικόλακας, άμα δεν τον
πείραζες, δε σε πείραζε, μόνο ψοφίμι
καταδεχότανε να φάει.
Κούτσα-κούτσα,
κάτι βουλγάρκα τα ’μαθα, απ’ τον Ίβο
να πούμε, σκολειό γιοκ· το λοιπόν με
δασκάλευε όποτε δεν την κοπανούσα
αξημέρωτα κι έτσι εννόησα και τα ρέστα.
Ο
βαρκολάκ ήταν ο πίτσικος αδερφός του
που ’χε βρικολακιάσει, τάχατες επειδής
πριν μας κουβαληθεί στο Μπελομόριε είχε
βουτήξει το δαχτυλίδι του προπάππου
τους που ήτανε νταμπίρ, μπάσταρδο
βρικόλακα να πούμε με άνθρωπο. Το κρικούδι
είχε μαγγανεία τρανή, σε φυλούσε από
κακό κι αρρωστικό, όμως έτσι και το
φορούσες γεμισοφεγγαριά κι έτρωγες
κρέας αποθαμένου και ψοφούσες, πάει,
βρικολάκιαζες. Όλα τ’ άλλα για
αιματορουφηξιές ήτανε παραμύθια-τούμπανα,
έτσι μ’ είπε ο Ίβο, λες και το δικό του
στόρημα έμοιαζε πιότερο αληθινό. Αλήθεια
ξαλήθεια, πάντως για τούτο το δαχτυλίδι
μάς είχε μπαστακωθεί στο Κοτσάκι. Εγώ
είχα ρωτήξει την αδερφή μου, «καλά,
κοτζάμ αξιωματικός, πρίγκιψ, πιστεύει
τέτοια κουραφέξαλα;»
Όμως
εκείνη μ’ έκανε: «σους, μπασμένο, τα
πιστεύει και τα παραπιστεύει. Είναι
άρρωστος στα μέσα του, μήνες του μένουνε
και προσδοκάει στο κρικούδι».
«Κι
άματις βρικολακιάσει;» την αντιμίλησα
εγώ κι έφαγα ένα μπάτσο που ’τανε όλο
δικό μου.
Τέλος
πάντων, έτσι ήτανε ο Ίβο. Και να πω την
αμαρτία μου, Βούλγαρος ξεβούλγαρος,
διόλου δε με σκότιζε. Ήτανε ο πρώτος που
μας είχε καλοφερθεί μετά από κείνη τη
μαύρη Πέμπτη, τρεις μέρες αφότου ομηρέψανε
τον μπάρμπα μας. Δε λες καλά που βάρεσε
τον Ίβο νταμπλάς με την αδερφούλα μου;
Γιατί μετά από κείνο το βράδυ που οι
μουσαφιρέοι με σκοτώσανε μάνα και με
ξεπαρθενέψανε αδερφή, το σπιτικό μας
γίνηκε κέντρο διερχομένων, ντόπιων και
ξένων. Ντάξει, ο Ίβο μάς τούμπαρε να
βουλγαρογραφτούμε, που μας είχε ξορκίσει
ο μπάρμπας μας πριν το φευγιό να μην το
κάμνουμε ποτές, αλλά ο μπάρμπας μας είχε
τελικά ’ποθάνει και τώρα ο Ίβο ήτανε ο
άντρας του σπιτιού.
Ήτανε
ψηλός, με μπόι ίσιο, σα βίτσα, μαυροτσούκαλος
και κατσαρομάλλης. Είχε μύτη ραμφωτή,
ντόμπρα γαλανά μάτια και ξύριζε τα
μάγουλά του κάθε πουρνό, έτσι που λάμπανε
ολημερίς σα λουστρίνια. Τα βράδια που
δε γύρευε καβάλα στη φοράδα του το
βρικόλακα, πλάγιαζε στην κάμαρη τη
γονική με την αδερφή μου. Δεν την είχε
στεφανωθεί, αλλά ούτε ο παπάς την
καταφρονούσε, ούτε κι οι σχωριανοί
βγάζανε τσιμουδιά. Τις καρέκλες που μας
σκώσανε μάς τις είχε ξαναφέρει, είχε
γεμίσει τα ντουλάπια κονσέρβες, μας
ψώνιζε κι όποτε ήτανε στις καλές του,
μας έταζε πως άμα βρει το δαχτυλίδι και
γερέψει, θα μας πάρει μαζί του στο Ρούσε,
εκεί που ήτανε μεγάλος και τρανός. Τότες
η αδερφή μου κρυφοσταυροκοπιότανε· για
καλό ή για κακό, κείνη ήξερε μόνο.
Τα
βράδια που περνούσανε συντροφιά, εγώ
πλάγιαζα στο ντιβάνι του μαγειρειού
και πότε-πότε την άκουγα απ’ το ντουβάρι
να σκούζει, μα δε σκιαζόμουνα, ήξερα,
σμίγανε. Σάματις τις γάτες σαν τις
βατεύουνε δεν κάμνουνε λες και τις
σουβλάς; Ήθελα να ρωτήξω τίποτα τζογλάνια
άμα βογκάνε οι μανάδες τους νύχτα, αλλά
οι φίλοι μου με είχανε ξεκόψει και τα
βουλγαρόπαιδα δεν τα χώνευα.
2.
Ο
καιρός περνούσε κι ο βρικόλαξ δεν έλεγε
να φανεί. Οι σχωριανοί μας λεπταίνανε
και σκεβρώνανε και με λοξοκοιτούσανε,
μα καρφί δε μου καιγόταν εμένανε, ετούτοι
δεν είχανε κουρνιάσει στην κρυφή υπόγα
του μαγειρειού κείνη τη μαύρη Πέμπτη,
δεν είχανε ακούσει τσιρίδες μάνας κι
αδερφής πάνω απ’ τα σανίδια, μήδε τις
ματιάσανε τσίτσιδες μετά, με μια φούχτα
λέβα πλερωμή –χουβαρντιλίκι του
ενωμοτάρχη– τη μια σκοτωμένη και την
άλλη σακατεμένη, όπως τις μάτιασα εγώ.
Ή έτσι έλεγα μέσα μου τέλος πάντων, να
μη με τρώγει το σαράκι.
Ο
Ίβο πήρε να σουρώνει κι αυτός και καμιά
φορά αρχίνιζε τα γκούχου-γκούχου,
αιμόπτυνε και δεν έβγαινε παγανιά. Μια
τέτοια νυχτιά ήτανε κι εκείνη, είχε
αμπαρωθεί στην κάμαρη με την αδερφή μου
να του αλλάζει κομπρέσες. Η καμπάνα είχε
κουδουνίξει κι όξω δεν άκουγες μήδε
γκιώνη, μέχρι κι ο σκύλαρος στο διπλανό
αρχοντικό –στρατηγείο το ’χανε κάμνει–
μέχρι κι εκείνος ο μαύρος κοιμότανε.
Μπαμ,
ντουφεκιάς μπουμπουνητό στον κάμπο.
Ήρθανε κι άλλες, αυγατίσανε κι αντιλαλούσανε
ώρα. Μωρ’ λες να ’τανε ο Αντών Τσαούς,
να ξεπάστρευε τίποτα κομιτατζήδες; Ο
κοπρίτης από δίπλα πήρε να αλυχτάει.
Αύτιασα φωνές απ’ την κάμαρη, έτρεξα
σφεντόνα και να σου ο Ίβο μισόντυτος να
βάνει μπότες, με την αδερφή μου να παλεύει
να τον μερέψει.
«Πρέπει
να πάω», λέει και κουμπώνει τη στολή,
«κάποιοι ’ποθαίνουνε απόψε».
Τον
εννόησα. Ήθελε να πάρει σβάρνα τα χωράφια
για το φονικό, να παραμονέψει τον αδερφό
του. Τις προάλλες τον είχα ρωτήξει πώς
έλεγε να τονε κλέψει το δαχτυλίδι και
μ’ είπε πως θα του το ’δινε κείνος, τι
διάολο, αδερφούδι του ήτανε· κι ήτανε
και δικό του κληροδότι. Ναι, αλλά ήτανε
και βρικόλακας, τον είπα, άμα τον είχε
λησμονήσει; Τότες με φανέρωσε κάτι
ασημένια βόλια και μια μπιστόλα και μ’
είπε πως θα τη γέμιζε ζερβόχερα αντί
για κανονικά. Κακό της κεφαλής του άμα
τον είχε λησμονήσει, θα του το ’παιρνε
με το στανιό.
«Να
’ρθω κι εγώ;» κάμνω στα βουλγάρκα κι η
αδερφή μου με μάτιασε σαν οχιά.
Έκαμνα
πως δεν τη γλέπω. Ο σκύλος και τα
ντουφεκίδια, εκεί.
«Όχι»,
απαντάει ο Ίβο και ζώνεται το μπιστόλι.
«Εσύ δεν κάμνει να ’σαι όξω».
«Αφού
βουλγαρογραφτήκαμε!» τσαμπουνάω εγώ,
μα η αδερφή μου άστραψε και βρόντηξε
και μαζώχτηκα.
Βγήκαμε
στο διάδρομο που ’ζευε κάμαρη και
μαγειρειό και τον ξαποστείλαμε στην
εξώθυρα, μέχρι που τον κατάπιανε τα
σκοτάδια του αχουριού όξω. Ψηλά, φεγγαράδα
ολόγιομη, στρογγυλή και κίτρινη σαν
μπομπότα. Η αδερφή μου μαντάλωσε το
πορτί και με κυνήγησε ως το μαγειρειό.
Το φρόνησε πως άμα με παραφοβέριζε, θα
άνοιγα την γκλαβανή για να χωθώ στην
υπόγα που ’χε σκάψει κάποτε ο μπάρμπας
μας για να κρύβει τα άλευρα και μέρεψε,
δεν την άρεζε να μπαινοβγαίνω κει, μην
τυχόν το ψυλλιαστεί ο Ίβο πως την είχαμε
κι ας ήτανε άδεια. Λίγο μετά, τα ντουφεκίδια
κόψανε. Το κοπρόσκυλο από δίπλα κλαψούρισε
κάνα-δυο φορές. Μετά σιγαλιά.
«Όποιος
απόθανε, απόθανε», είπε η αδερφή μου.
3.
Όταν
ο Ίβο αλώνιζε τις νυχτιές, είχαμε χούι
με την αδερφή μου να πλαγιάζουμε αντάμα.
Τώρα εγώ πήγα στο μαγειρειό κι εκείνη
στην κάμαρη, σαν τσακωμένοι. Δεν ξέρω
γιατί, μα ύπνος δε με έπιανε. Τι είχε
αλλάξει απόψες; Τα μπιστολίδια; Κι άλλα
βράδια πυροβολούσε κόσμος, στο χωριό
τούς αυτιάζαμε μια στις τόσες.
Έκλεισα
τα μάτια κι είδα τον Αντών Τσαούς με την
τσούρμα του να πετσοκόβουνε τον οχτρό.
Ονειρευόμουνα συχνά τους αντάρτες,
λαχταρούσα να πάω να τους βρω, αλλά
πρώτον, δεν ήξερα πού να αφήκω την αδερφή
μου και δεύτερον, ήμουνα βουλγαρογραμμένος.
Είδα και τον βρικόλακα στον ύπνο μου,
σαν τον Ίβο με φανερώθηκε, μόνο κομμάτι
πιο άσπρος και ρασόντυτος, να κρατσανάει
κόκαλα, την ώρα που οι αντάρτες
γλεντοκοπούσανε παραπέρα. Μετά τον
μυριστήκανε, λέει, κι αρχινίσανε να του
ρίχνουνε στο ψαχνό.
«Ξύπνα!»
τσίριξε η αδερφή μου κι οι ντουφεκιές
του ύπνου γίνηκαν χτύποι στο μπρούτζινο
χερούλι της εξώθυρας. Έτρεξα και στηθήκαμε
πίσω απ’ το ξεφλουδισμένο ξύλο. Ο νους
μου πήγε στο βρικόλακα, ο λαός λέει δε
διαβαίνουνε πορτί αμπαρωμένο, αλλά δε
με το ’χε σιγουρέψει κι ο Ίβο.
«Βοήθεια».
Η
αδερφή μου άνοιξε και να σου ο Ίβο, να
σκοντάφτει απάνω της.
«Κράτα
’δω, βρε μπούφο!» φωνάζει η αδερφή μου
και με δίνει τη λάμπα.
Την
έφεξα την ώρα που τον άρπαζε απ’ τις
μασχάλες και κόντεψα να τους φυτιλιάσω
και τους δυο.
Η
στολή του Ίβο ήτανε χωματιασμένη και
ξεσκισμένη, όλο το στέρνο του μια
λαβωματιά. Τούτο το χάλι δεν ήτανε
σκάγια. Μανίκια μαδημένα, μπράτσα
γυμνωμένα και στους ώμους κάτι βαθιές
τζουγκρανιές ως το κόκαλο, που αναβλύζανε
σαν πηγές έτσι που τον έσουρνε η αδερφή
μου. Η θήκη της μπιστόλας ήτανε άδεια,
στη βούζα του βαστούσε κάτι κουβαριασμένα
κρόσσια και σαν τον απόθεσε στο ντιβάνι,
τότες εννόησα πως ήτανε τα άντερά του,
γιατί βρώμισε το μαγειρειό σα σκατόλακκος.
«Εδώ!»
κάμνει κείνος και τότες το ’δα, στον
τεντωμένο δείχτη του. Ήτανε σιδερένιο,
λίγο πιο χοντρό από βέρα και με κούτσικες
χαραγματιές, αλαμπουρνέζικες.
Η
αδερφή μου άναψε τη φουφού να ζεστάνει
νερό, αδάκρυτη. Δεν είχε ματακλάψει από
κείνη τη μαύρη Πέμπτη. Ούτε εγώ τονε
λυπήθηκα τον καψερό, είχα φουντώσει.
«Τι
γίνηκε;» λέω, μα πριν προλάβει ν’
απαντήσει κείνος, η αδερφή μου πετάχτηκε
να τσακιστώ, να φέρω το γιατρό. Με πήρε
παράπονο, λαχταρούσα να μάθω, μα ήμασταν
και βουλγαρογραμμένοι και μας επιτρεπότανε
να τριγυρνάμε νύχτα, δικαιολογία δεν
είχα.
Πήγα
να φύγω, αλλά ο Ίβο έβγαλε ένα «όχι!» σα
σούρσιμο λαφιάτη.
«Τι
όχι, καλέ;» λέει η αδερφή μου, «εσύ
σβήνεις!»
«Όχι»,
λέει κείνος, «το δαχτυλίδι θα με
γιατρέψει!»
Η
αδερφή μου τον αγριοκοίταξε, μου ’γνεψε,
ουστ, μα και πάλι δεν πρόφτασα να κάμνω
βήμα.
«Είπα
όχι!» η λαλιά του Ίβο γίνηκε φλέμα, το
έφτυσε σβολιασμένο στο μουσαμά της
τάβλας, βρήκε το πετρόλαδο στη λάμπα κι
η φλόγα τσιτσίρισε και παρά λίγο να
σβήσει. Η αδερφή μου τον ζύγωσε.
«Όχι»,
λέει ξανά. «Κανένας να μη φύγει… Μπορεί
να μ’ ακολούθησε…»
«Ποιος
να σ’ ακολούθησε, καημένε;» ρωτάει η
αδερφή μου. «Οι αντάρτες;»
«Όχι»,
λέει κείνος. «Ο αδερφός μου».
4.
Η
αδερφή μου κανονικά δε χαμπάριαζε από
κάτι τέτοια, αλλά κείνη την ώρα δεν τον
αντιμίλησε. Πήρε να σκίζει γάζες από
παλιόρουχα της μάνας και μ’ έβαλε να
τον γδύσω όσο πρόσεχε τη βράση στα
κατσαρολικά. Η μπόχα ήτανε σιχαμένη,
αλλά δε σκοτίστηκα, είχα φαγωθεί να με
πει. Και μ’ είπε.
Δε
γνώρισε τους φονεμένους, μα τον αδερφό
του τον αντάμωσε. Μόνο που κείνος τον
χίμηξε κι ο Ίβο με το ζόρι μπόρεσε να
τον πάρει το δαχτυλίδι. Στην αναμπουμπούλα
έχασε το μπιστόλι. Καβάλησε τη φοράδα
του, αλλά λαβωμένος καταπώς ήτανε,
γκρεμίστηκε πριν το σπίτι. Φοβότανε μην
τον είχε πάρει στο κατόπι το φρικιό.
«Αφού
δεν πειράζει τους ζωντανούς», λέω.
«Τον
έφαγα το δαχτυλίδι», λέει και τα μάτια
του γούρλα, αυγά. «Δίχως δαύτο θα καεί
στο ξημέρωμα».
«Καλέ,
άσ’ τονα ήσυχο», με κάμνει η αδερφή μου
και να το τσουκάλι, να τα γιατρικά στην
τάβλα. Κείνος να βήχει σαν καμιονιού
μοτόρι. Δεν ήξερα τι μάγια έκαμνε το
δαχτυλίδι, μα δε φαινότανε να τον γιάνει.
Η βρώμα βρώμα και το αίμα δε στέρευε,
είχε μουσκέψει απ’ τα κιλίμια του
ντιβανιού ως και τη βράκα μου. Παραμέρισα
για να τονε φροντίξει η αδερφή μου, μα
κείνος μου γράπωσε το ποντίκι. Τα δάχτυλά
του τανάλια σωστή.
«Άμα
βαρέσει την πόρτα», λέει, «μην τ’
ανοίξεις. Αν δεν τ’ ανοίξουνε να μπει,
δε θα μπει».
«Ποια
πόρτα, μωρέ;» λέει η αδερφή μου μπαϊλντισμένη
και τονε σκίζει το πουκάμισο, χρατς.
«Σιγά μην κατεβούνε οι αντάρτες για την
αφεντιά σου».
Το
γάβγισμα μας συντάραξε. Με τις φωνές
μας θα ’χαμε ξυπνήσει το κοπρόσκυλο. Η
αδερφή μου χούφτιασε το στέρνο, να πάψει
το καρδιοχτύπι. Μετά μ’ αγρίεψε που
χαχάνιζα, αλλά κάτω απ’ τα μουστάκια
της χαμογελούσε. Ο σκύλος όξω λυσσούσε.
Ο Ίβο ψουψούριζε, χαζεύοντας κατατάβανα.
Έτσι που ’χανε πανιάσει τα μούτρα του,
ήτανε σαν τις κοπελούδες που ξέβραζε ο
Αγγίτης.
Η
αδερφή μου τον σκούντηξε να πλαγιάσει.
Τον έπλυνε τις πληγές, τις πασπάλισε
σουλφαμίδα κι όλο με πήγαινε φέρε το
’να, φέρε τ’ άλλο. Μπούχτισα να με
τρέχει, αλλά έχε χάρη.
Ο
σκύλος το βούλωσε κι η μούγγα ήτανε τόσο
κοφτή που με ταρακούνησε. Μόνο την αδερφή
μου άκουγες και το αλάφιασμα του Ίβο.
Θυμήθηκα τότες που είχα αμπαρωθεί στην
υπόγα, κάτω από τούτη ’δω την τάβλα
ήτανε, λίγο πριν αρχινίσουνε…
Κρότοι
στο πορτί, αδύναμοι. Κάποιος είχε βαρέσει
το μπρούτζινο χερούλι.
Η
αδερφή μου έπαψε ν’ ανασαίνει.
«Πόσες…
Πόσες φορές χτυπήσανε;» ρωτάει ο Ίβο
και του ξεφεύγει μια πορδή απ’ τα
σπλάχνα.
Ξανά.
Τακ-τακ-τακ.
«Τρεις»,
ψελλίζω, μπόχα φρικτή.
«Αυτός
είναι».
5.
Μάτιασα
την αδερφή μου. Θεούλη μου, λέω, κάνε να
μη με πει να πάω ν’ ανοίξω. Ξάφνου ήθελα
να κατουρήσω, αλλά ο καμπινές ήτανε όξω
και δε σφάξανε να βγω.
«Τράβα
να κρυφακούσεις», λέει η αδερφή μου και
μ’ έπιασε σύγκρυο. «Όποιος κι άμα σε
πει πως είναι, συ μην ανοίξεις».
Έκανα
πάνω-κάτω την γκλάβα μου σαν τραγοκουδούνα.
Η ψάθα που σκέπαζε το πατικωμένο
κοκκινόχωμα στο διάδρομο σκάλωνε στα
τερλίκια μου, αλλά κάλλιο αυτά παρά τα
τσόκαρα που θα σηκώνανε τον τόπο ως την
αυλή. Βήμα το βήμα, κιχ απ’ όξω. Μωρ’
λες να ’χαμε παρακούσει;
Τακ-τακ-τακ.
Δεν είχαμε παρακούσει. Πήρα μια τζούρα
αέρα, έφτασα στην πόρτα, έστησα αυτί. Οι
νεκροί δεν ανασαίνουνε, φρόνησα, δε θα
τον ακούσω έτσι κι είναι ο διάολος. Κι
άμα πάει να με βασκάνει, σαν το μύθο;
Άραγες θα ’παιρνε τη λαλιά του μπάρμπα
μου ή της μάνας μου; Θα με δασκάλευε να
οργώνω ή θα με νανούριζε να κοιμηθώ;
Τίποτα
απ’ τα δυο. Άλλα άκουσα. Σουρσίματα
ζουρλισμένα. Φρουμάσματα αλογίσια.
Γρουξίματα τσομπανόσκυλου. Κι όλα
βγαλμένα λες από στόμα ένα. Μετά σιγαλιά.
Η
καρδιά μου νταούλι. Η φούσκα μου να
κάμνει μπαμ. Να ’τανε η φοράδα του Ίβο;
Και τα τάκα-τούκα; Το ξύλο στο αυτούδι
μου μπούζι. Ένα ξέσμα μπογιάς ξεκόλλησε,
το άκουσα καθαρά. Άλλο τίποτα. Βάστηξα
την ανάσα μου.
Θα
’φυγε. Ό,τι και να ’τανε θα ’φυγε.
Ξεφύσηξα,
φουυυυυ…
Η
πόρτα βρόντηξε και με κουτούλησε,
κουτρουβάλησα σκούζοντας. Άντε να ’ρθω
στα συγκαλά μου. Τώρα ό,τι υπήρχε εκεί
όξω, βρούχιζε.
«Ποιος
είν’ εκεί;» ακούγω στα βουλγάρκα κι
έπειτα μπότες στην αυλή.
Τα
βρουχητά βουβαθήκανε. Στο μαγειρειό, η
αδερφή μου κι ο Ίβο μούγγα. Εγώ χάμω.
«Ποιος
είσαι;» απ’ όξω.
Και
πάρε ένα γκουπ, φωνές, μπιστολιές
ξεκουφαντικές. Και πάρε «βοήθεια»,
«Χριστέ και Παναγιά», «τέρας». Τρεχάλες
κι άλλο γκουπ, κραυγές παραπέρα. Η πόρτα
μπροστά μου, φοβερή σα σπίτωμα στοιχειού.
Όξω γρουξίματα, ξεφωνητά, μπάμπα-μπούμπα.
Τι γινότανε;
Ήθελα
να δω. Σηκώθηκα κι η καλαμένια ψάθα
τσιγκέλωσε τη βράκα μου σαν ανατριχιασμένο
γατί, την ξεσκάλωσα. Σίμωσα, δυο πατησιές
σε καρδιοχτύπια εκατό. Τα χουγιαχτά
πήρανε να αραιώνουνε. Κάποιος σιγόκλαιγε.
Ξεμαντάλωσα αθόρυβα κι άνοιξα το πορτί
μια χαραμάδα.
Το
είδα.
Εκεί,
στην αυλή, κάτω απ’ τη συκιά. Ολοτσίτσιδο
ήτανε, βράχος η πλάτη του, σκάμμα
τυφλοπόντικα η ραχοκοκαλιά και το πετσί
του θαμπό, σα γαστρί μπάκακα. Είχε
γραπώσει ένα χωροφύλακα και τίναζε την
γκλάβα του ζερβά-δεξά σα λύκος που
στραγγαλάει ζυγούρι. Απ’ το δαγκαμένο
λαρύγγι κυλούσε γαργαρητό. Τα αχ-βαχ τα
’βγαζε ένας ξεκοιλιασμένος σιμά στο
αχούρι.
Μια
τσιρίδα με λαχτάρησε. Το θεριό παράτησε
τον κακορίζικο, με θώρησε. Θαρρώ πως
είχε μάτια γαλανά, μα δεν πρόφτασα να
το καλοδώ.
Η
τσιρίδα είχε βγει από μέσα. Κι ήτανε της
αδερφούλας μου.
6.
Μαντάλωσα
την πόρτα κι έτρεξα σαΐτα, κάτι την
μπουμπούνισε πίσω μου κι ύστερα βάλθηκε
να την ξύνει μανιασμένα. Δε φρέναρα,
έλπιζα μόνο να ’χε δίκιο ο Ίβο. Που τώρα
να τονε στο φεγγιό της λάμπας απάνω στην
αδερφή μου, να αιματοκυλιούνται στο
ντιβάνι και να την μπήγει ένα κουζινομάχαιρο
στα σπλάχνα.
«Βοήθεια!»
ξεφωνίζει η αδερφή μου.
Χίμηξα.
Έφαγα μια αγκωνιά, μα γράπωσα τη μαχαίρα
κι η αδερφή μου ξέφυγε. Όσο παλεύαμε, ο
Ίβο άφριζε. Ήθελε, λέει, να φάει κρέας
αποθαμένου, να αναστηθεί. Λαβωμένος
ξελαβωμένος, είχε δύναμη μπόλικη, θα με
δάμαζε.
Τον
έμπηξα το δάχτυλο στην τζουγκρανιά στον
ώμο και το στρούφισα όπως κάμνεις στο
ρουθούνι σου τη μύξα. Ζούληξα κόκαλο,
το ουρλιαχτό του με ξεκούφανε, μα
αποτραβήχτηκε και τον έκλεψα το μαχαίρι.
Τον έφερα το λεπίδι στο καρύδι –είχα
σφάξει γίδια πριν την Κατοχή– το πριόνισα
χράτσα-χρούτσα και το αίμα με ράντισε
κατάφατσα. Η δύναμη στραγγίστηκε απ’
τα μπράτσα του, ξεψύχησε.
Έτρεξα
στην αδερφούλα μου που σουρνότανε στις
κουρελούδες. Τα φουστάνια της ξέφτια,
ο Ίβο την είχε καταξεσκίσει. Την έσφιξα
τη φούχτα, η φλεβίτσα της σπουργιτάκι.
«Τι
να κάμνω;»
Δεν
πρόφτασε να μ’ απαντήσει, οι μπουνιές
στην πόρτα ξαναρχινίσανε, τώρα με λαλιά
βουλγάρκη. «Ανοίχτε». «Φονιάς».
«Γκρούτσκι».
«Τι
λένε;» στο στοματούδι της αδερφούλας
μου μπουρμπουλήθρες κόκκινες.
«Αλήθεια
έλεγε», κάμνω εγώ. «Ο Ίβο αλήθεια έλεγε.
Ήρθε ο σατανάς. Τον είδα» και δώσ’ του
να καταπίνω δάκρυα και μύξες ανάκατα
με τα αίματα.
Οι
μεντεσέδες κοντεύανε να σπάσουνε.
«Κι
ετούτοι;»
«Δεν
ξέρω… Καμπόσους τους έσφαξε…»
Το
μάτι της αδερφής μου γυάλισε. «Μην τους
μπάσεις μέσα. Μην τους μπάσεις, για θα
μπει κι εκείνος».
Τότες
το νόγησα. Ο διάολος θα ’χε λουφάξει
για να τον ανοίξουνε οι Βούλγαροι που
’χανε βρει τους χωροφυλάκους στην αυλή.
«Τι
θα κάμνουμε;»
Η
ματιά της στη χέρα του Ίβο που κρεμότανε
ψόφια.
Το
δαχτυλίδι. Η αδερφή μου έκαμνε να σουρθεί
στο ντιβάνι.
«Περίμενε»,
κομπιάζω, «θα σ’ το φέρω εγώ».
«Δε
με φτάνει το κρικούδι».
Τη
θώρησα, πρώτα σα ζαβό. Μετά εννόησα. Ο
τόπος έζεχνε, μα τώρα θυμήθηκε να με
έρθει χολή. Η αδερφή μου μπουσούλησε ως
την παλάμη του Ίβο. Εγώ κερί. Την είδα
να βγάνει το δαχτυλίδι και να το περνάει
στο δείχτη της. Μάζεψε και το κουζινομάχαιρο.
Απ’
την πόρτα ένα κρακ. Δε βαστούσε άλλο.
«Στην
γκλαβανή!» μου κάμνει η αδερφή μου.
Γιατί
είχε χουφτιάσει έτσι τη χερούκλα του
Ίβο;
«Ουστ!»
Έσγουψα
κάτω απ’ την τάβλα, τράβηξα την κουρελού.
Πάτησα το σωστό σανίδι κι η γκλαβανή
βούλιαξε. Πήδηξα στην υπόγα που κάποτε
κρύβαμε τα σακιά με τα άλευρα και τα
καλαμπόκια. Τώρα ήτανε αδειανή. Αύτιασα
πόρτα να σπάει, μποτοβολητά. Πριν
αμπαρωθώ, είδα την αδερφή μου να μπήγει
τα δόντια στο μπράτσο του Ίβο, να το
ξεσκίζει σα λυσσασμένη, να μασουλά. Η
μούρη της τσακαλομουσούδα στο αίμα, τα
μάγουλα φίσκα στις μπουκιές. Με τ’ άλλο
χέρι βαστούσε τη λάμα στο λαιμό της.
Πρόφτασα να δω το λαρύγγι της να χοροπηδά
καθώς κατάπινε. Θυμήθηκα τη φεγγαράδα
όξω.
Έκλεισα
την γκλαβανή.
Κουλουριάστηκα
στην υπόγα κατάκεντρα, σταυροκοπήθηκα.
Η χωματίλα κι η ψύχρα με θυμίσανε κείνη
τη μαύρη Πέμπτη. Τρία βράδια μετά το
φευγιό του μπάρμπα μου.
Στη
χάρτα που τονε διάβασε ένας γραμματικός,
έλεγε πως τονε γυρεύανε φαντάρο στη
Βουλγαρία. Τη σταύρωσε κι έφυγε, μην
τυραννήσουνε εμάς. Μάθαμε κάτι μήνες
μετά πως τονε στείλανε με τα ντουρντουβάκια
στον Προμαχώνα να σκάβει χαντάκια. Έλαχε
να μάθει τι συφορά μάς βρήκε κείνη την
Πέμπτη. Φρένιασε και τονε σκοτώσανε στο
ξύλο.
Το
βράδυ μετά το φευγιό του, η μάνα μου
έμπασε εμένανε και την αδερφή μου εδώ.
Τους είχε διει πώς τηνε ξεροσταλιάζανε
σα λιμασμένοι κι είπε θα ’ρθουνε αμέσως.
Μας έμπασε και το επόμενο. Πέμπτη ησύχασε,
την πήρανε τον άντρα, σε λέει, θα
σεβαστούνε. Εγώ πρόφτασα να κρυφτώ. Δεν
έμαθα πόσοι και ποιοι ήτανε, μόνο τον
ενωμοτάρχη με μαρτύρησε η αδερφή μου.
Σα βγήκα κι είδα τα χάλια της και τη μάνα
μου ’ποθαμένη, παρακάλεσα την Παναγίτσα
να με ξημερώσει κάποτες να ’κδικηθώ.
Σαν
τότες και τώρα, αύτιασα μπότες στα
σανίδια. Και τότες και τώρα, μιλούσανε
και φωνάζανε. Μια ζουρλαμάρα μ’ ήρθε
κατάκουτρα. Να ’τανε ο ενωμοτάρχης μαζί
τους; Πού τέτοια τύχη. Απόδιωξα τη σκέψη
σαν αλογόμυγα.
Και
τότες και τώρα, κατουριόμουνα. Κιότευα
να ακουμπήσω τοίχο, μη με τσιμπήσει
καμιά σκολόπεντρα. Κιχ να μου ξέφευγε,
είχα τελέψει. Κάτι με σκαρφάλωνε στη
γάμπα, το άφηκα κι ας ήτανε και σκορπιός.
Ήρθανε
κραυγές, γδούποι, γρουξίματα, μια
μπιστολιά. Τόσο άντεξα. Το κατουρλιό
ζέστανε το μέσα απ’ το μπούτι μου ως το
τερλίκι. Λίγο το ξαλάφρωμα, λίγο το πάτερ
ημών κι η κατουρλίλα, ξεχάστηκα. Ποιος
σφάγιαζε ποιον, δεν το ’ξερα, μόνον πως
αύτιαζα βουλγάρκα κι όχι Ελληνικά και
να πω την αμαρτία μου, ήτανε ευκολότερα
απ’ το να ακούγω μάνα κι αδερφή να με
τις μαγαρίζουνε. Δεν είχα κουράγιο να
προσμένω μην είναι οι Βούλγαροι ’κείνης
της μαύρης Πέμπτης, ήθελα να τελέψει.
Τα λόγια στερέψανε, μείνανε τα γρυλητά,
άγρια, θαρρείς και δυο αρκούδες
ξεπετσιαζόντουσαν. Τούτα πήρανε ώρα, η
μουσκεμένη βράκα μου κρύωσε. Σα σβήσανε,
αφήκανε κλαψουρίσματα και βογγητά.
Ένα-ένα, σωθήκανε και δαύτα. Ρεγουλάρισα
την ανάσα μου κι αφουγκράστηκα τη
σιγαλιά.
Τρεις
χτύποι στην γκλαβανή.
Παναγίτσα
μου, σφάλισα τα μάτια και θαρρώ πως
άκουσα το βλεφάρισμα, τόσο δε σάλευα.
Κέρωσα, κάθε νεύρο στην τσίτα. Στο λαρύγγι
θηλιά. Η καρδιά μου ταρακουνούσε τη γη.
Άλλους τρεις χτύπους στο ξύλο ήθελε και
θα ’σπαγε.
Δεν
ήρθανε ποτές. Άκουσα σούρσιμο, τριγμό,
μετά τίποτα. Η βράκα μου στέγνωσε. Έπιασα
το πάτερ ημών από μέσα μου, το ’πα, το
ξανάπα, το μπουρδούκλωσα, άσπρη πέτρα
ξέξασπρη το ’καμνα. Ακόμα και το μαμούνι
στο ποδάρι μου πρέπει να μπούχτισε με
την πάρτη μου. Με βρήκε το κρύο, τουρτούριζα.
Κάποια στιγμή θάρρεψα να βγω, τα τερλίκια
ξεκολλήσανε ματαξεραμένη λάσπη απ’ τα
κάτουρα.
Η
λάμπα είχε γένει θρύψαλα. Η τάβλα
σμπαράλια. Τα παντζούρια χάσκανε, μπάζανε
μέσα το χάραμα, να γλέπει πέντε Βούλγαρους
χυμένους. Μέτρησα μια χούφτα κορμιά
δηλαδή, γιατί τα ρέστα είχανε σκορπιστεί.
Μια κομμένη κεφαλή τη γνώρισα, ήτανε ο
ενωμοτάρχης. Τα μόνα ολάκερα κουφάρια
ήτανε του Ίβο κι ενός αλλουνού. Ήτανε
τσίτσιδος και χτικιάρης, με δέρμα
κάτασπρο, ασβέστης. Είχε μύτη ραμφωτή,
φάτσα ρυτιδιασμένη και ματοβαμμένο
πηγούνι. Ο λαιμός του ήτανε στριμμένος
σαν πνιγμένου γατιού, κι είχε κι ένα
τραπεζοπόδαρο μπηγμένο κατάστερνα,
πληγή άσκημη, όλο σκλήθρες.
Έμεινα
ζαβλακωμένος για λίγο, να θωρώ χέρια,
ποδάρια, σπλάχνα και κεφάλια με γκριμάτσες
φοβερές. Φρίκη, μα όχι σα να βλέπεις τη
μάνα σου ’ποθαμένη. Η αδερφή μου καπνός.
Η μπόχα στο μαγειρειό καμπινές και
πετρόλαδο, όχι βαρβατίλα κι αντριλίκι
όπως τότες. Κι αντί για σπαρμένα λέβα,
σπαρμένοι Βούλγαροι.
Είχα
θολώσει, μήδε χαρούμενος ήμουνα μήδε
λυπημένος. Αύτιασα το σιγανό κλαψούρισμα
του σκύλου από δίπλα. Ετούτο με ξύπνησε.
Άμα με βρίσκανε εδώ, θα με κρεμούσανε.
Πήγα να σκαρφαλώσω στο παραθύρι,
κοντοστάθηκα. Στο περβάζι το δαχτυλίδι,
που δίχως δαύτο βρικόλακας δεν ξημερώνει,
καίγεται. Η αδερφούλα μου…
Φωνές απ’ την
εξώθυρα. Θα ’τανε ορθάνοιχτη ή γκρεμισμένη.
Στριγκλιές. Τσέπωσα το κρικούδι, μάτιασα
μια γύρα το μαγειρειό. Πήρα την κεφαλή
του αρχηγού απ’ τα μαλλιά και πήδηξα
απ’ το παράθυρο. Στις πουρνές καμπάνες,
ήμουνα κιόλας στους αγρούς.
Δυο
βράδια μετά, απάντησα τους αντάρτες.
Ένας σχωριανός με γνώρισε, μαρτύρησε
πως είμαι βουλγαρογραμμένος. Τους έδειξα
το κομμένο κεφάλι και με δεχθήκανε. Το
πετσί σαπράκιασε, μα το καύκαλο το
φύλαξα, να το φτύνω τις νυχτιές.
Τα
νέα φτάσανε βδομάδες ύστερα. Τους τα
στόρησα, τι πιστέψανε δεν ξέρω, εξάλλου
της αδερφούλας μου το κορμί δε βρέθηκε
ποτές, μα με παρατσουκλέψανε Νταμπίρη,
βρικολακοπαίδι να πούμε. Με δώσανε και
κουμπούρα και με δαύτην ντουφέκισα έναν
της κομπανίας που πήγε να με φάει το
δαχτυλίδι.
Δεν
το βγάζω απ’ το δείχτη. Άμα στ’ αλήθεια
σε φυλάει από κακό κι αρρωστικό, δεν το
ξέρω, ούτε ποια λόγια του Ίβο ήτανε
σωστά. Όμως τούτο ’δω το κρικούδι είναι
το μόνο πράμα που μ’ άφηκε η αδερφή μου.