ΔΥΟ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΡΟΦΙΜΟΥ

Κάτι παραπονιάρικες εποχές νιαουρίζουν εντός μου. Συνήθως σκύβω και τις χαϊδεύω, τις πειράζω στη ράχη και κάτω απ’ τον λαιμό κι εκείνες ανταποκρίνονται ευχαριστημένες με τα μάτια κλειστά. Όμως, δεν πάει πολύς καιρός από τότε που κουράστηκα να τις ακούω και προσπαθώ να σκεφτώ έναν τρόπο για να τις διώξω οριστικά. Γενικά, κάνω αρκετές ωραίες σκέψεις, αλλά σπάνια τις συγκρατώ ακέραιες στη μνήμη, διατηρώντας ατόφιες τις διαστάσεις και τις διαδρομές τους. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, τις περισσότερες φορές επιβιώνει ένα βολτ συναισθηματικής τάσης, ικανό να επαναφέρει από τα ξεχασμένα το πιο πολύτιμο θραύσμα.

Αρκετά με τους αφηρημένους προλόγους. Τώρα πρέπει να ξεκινήσω να γράφω πιο συγκεκριμένα, για ένα θέμα –ει δυνατόν σημαντικό, από εκείνα που οι σοβαροί άνθρωποι αναλύουν στις επιφυλλίδες, στα δοκίμια και στις δημόσιες ομιλίες τους, στις διδακτορικές διατριβές τους–, ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος να πουν ότι βερμπαλίζω, ότι ανοησιουργώ, ότι απλώς περνάω την ώρα μου. Χρειάζεται, επίσης, να προσέξω πώς να κάνω τη μετάβαση από τον ρεαλισμό στον σουρεαλισμό, είναι ζήτημα μαστορικής, μου τόνισαν, κι εγώ φαίνεται πως ακόμη δεν έχω μάθει να ξεχωρίζω ούτε καν τα εργαλεία. Κι έπειτα με συμβούλεψαν ν’ αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο, χωρίς κανένα κράτημα.

Παρακάτω, λοιπόν, επιχειρώ να γράψω ως η ελεύθερη εκδοχή του εαυτού μου, για ένα θέμα με αρχή, μέση και τέλος, αναμειγνύοντας κατάλληλα τη φαντασία με την πραγματικότητα.

Για περάστε και διαβάστε. Για περάστε.

«Αφού ξεσκόνισε την Παρασκευή από τα χνούδια του χθεσινού φιάσκου, ντύθηκε και βγήκε. Το ραντεβού ήταν για τις δώδεκα ακριβώς. Με τον δικηγόρο γνωρίζονταν από παλιά, γι’ αυτό κι εκείνος δέχτηκε αμέσως να τη δει, παρά το φορτωμένο του πρόγραμμα. Είχε την ελπίδα πως αφενός θα έδειχνε κατανόηση για την πράξη της και αφετέρου θα αναλάμβανε την υπόθεσή της.

Ανεβαίνει στον πέμπτο. Προτού χτυπήσει το κουδούνι, θυμάται ότι δεν άνοιξε το γράμμα που έφερε χθες ο ταχυδρόμος. Τελικά, μπαίνει στο γραφείο και κάθεται στον χώρο αναμονής. Μετά από δέκα λεπτά, η πόρτα του γραφείου ανοίγει κι ο δικηγόρος την καλεί να περάσει. Ανταλάσσουν χειραψία και αναρωτιούνται γιατί έχουν τόσο καιρό να βρεθούν. Ενώ εκείνος αρχίζει να της λέει εν συντομία τα νέα του, τον διακόπτει και του ανακοινώνει τον λόγο που θέλησε να τον επισκεφτεί. Για μια στιγμή, δεν ακούγεται παρά μονάχα η σφυρίχτρα του τροχονόμου από τον δρόμο. Τότε, εκείνη παίρνει ξανά τον λόγο.

“Στην αρχή, δεν έδωσα σημασία. Έλεγα πως η κατάσταση θα διορθωθεί, ειδικά αν εγώ ηρεμούσα κι έβλεπα τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία. Παραδέχομαι ότι είμαι ευέξαπτη και συχνά υπερβολική στις αντιδράσεις μου, όμως καταλαγιάζει εύκολα η δικιά μου τρικυμία. Αρκεί μια φλούδα μανταρίνι. Τέλος πάντων. Δεν ενδιαφέρθηκα για το πρώτο. Το θέωρησα ένα τυχαίο γεγονός το οποίο δεν άξιζε παρά να προσπεράσω. Για το δεύτερο μού κακοφάνηκε, αλλά και πάλι δεν ασχολήθηκα. Με το τρίτο, το λέω, άρχισα να νιώθω το αίμα μου ζεστό, τα άκρα μου έμοιαζαν να παραλύουν. Εντούτοις αρκέστηκα στο να βρίσω φωναχτά και να χτυπήσω το χέρι στο τραπέζι. Όταν, όμως, ήρθε και το τέταρτο, δεν κατάφερα να συγκρατηθώ. Το ήθελα ωστόσο. Πρέπει να με πιστέψεις. Ήθελα να κάνω πως δε συμβαίνει τίποτα, να γυρίσω απλώς το κεφάλι και να φύγω. Αλλά τα ένιωθα και τα τέσσερα εκεί, το καθένα στη μεριά του, να με κοιτάνε και να μου βγάζουνε τη γλώσσα και δεν άντεξα. Πήρα το σφυρί κι άρχισα να τα σπάω ένα ένα με μανία. Τα έσπαγα και δεν ένιωθα καμία ενοχή. Μέσα στον πανικό, άκουσα κάποιο να μου ζητά συγγνώμη, να με ικετεύει πως θα επανορθώσει εάν του δώσω μια ακόμη ευκαιρία. Αυτό το χτύπησα πιο δυνατά απ’ όλα. Του κατάφερα τα πιο βίαια χτυπήματα. Και, όχι, δε λυπάμαι που δε μετανιώνω.

Τέσσερα ρολόγια συνωμότησαν εναντίον μου. Εγώ τα έβαλα μέσα στο σπίτι μου –στο σαλόνι, στο χωλ, στην κουζίνα, στο δωμάτιό μου– κι αυτά αυτονομήθηκαν, το ένα μετά το άλλο, κι έδειχνε το καθένα τη δική του ώρα. Δεν είχα άλλη επιλογή, θέλω να το καταλάβεις. Δε γίνεται να παίζει κανείς αναίμακτα με τον χρόνο. Γιατί ο χρόνος περνάει και κάποιοι μεγαλώνουν μέσα σ’ ένα κτήριο που έχει κριθεί ακατάλληλο. Ο χρόνος περνάει και στις στάσεις οι ζωντανοί λιγοστεύουν. Οι φωνές αλληλοκαλύπτονται κι εκεί που πας να χαμηλώσεις τη μία, διαλύονται όλες. Τ’ αστέρια δεν προλαβαίνουν ποτέ να διανυκτερεύσουν στη Γραμμική Β. Ο έρωτας αναλώνεται στις αντιπροτάσεις και τις σοφιστείες. Το μηδέν πίνει μονορούφι ένα μπουκάλι κρασί κι όμως, τι κρίμα, δεν ξέρει ούτε να μεθάει. Ο αητός, αυτός που είδε σε ονειρόραμα η Πηνελόπη, πεθαίνει δυο μέρες μετά, από τα σκάγια ενός κυνηγού. Ο χρόνος περνάει και το χρώμα των χρυσανθέμων σκοτεινιάζει.

Σου το λέω, δε γίνεται να παίζει κανείς αναίμακτα με τον χρόνο”.

Για περάστε και διαβάστε. Για περάστε.