1.Παλάσιο
Και όταν άρχισαν να καταρρέουν όλα τα ζωτικά όργανα, εγώ περπατούσα αμέριμνος στο Παλάσιο, μόλις που είχα εντοπίσει ένα παγώνι ανάμεσα σε πέντε χήνες να παλεύει για το κομμάτι ψωμιού που τους πετούσε ένα χαρούμενο ζευγάρι.
Θυμάμαι πως παρατήρησα σχεδόν αμέσως τα περίεργα ακόμα και για παγώνι χρώματα της ουράς του, μια μυρωδιά αλλόκοτη που αναδυόταν γύρω μου και την αστάθεια των σχημάτων. Τι ειρωνεία να ανθίσει τώρα, έτσι αργά η παρατηρητικότητα μου, ενώ για χρόνια παραέβλεπα όσα σημάδια μου εμφάνιζε το σώμα μου, τότε και άλλοτε που σαν να με προειδοποιούσε χωρίς λόγια “Κοιτάξου, τρέχα, γρήγορα, γιατί δε τη βγάζεις καθαρή για πολύ ακόμα”.
Όπως και να ‘χει, κάπου στα μέσα της διαδρομής, κοντά στο άδειο αμφιθέατρο η αδυναμία μου μού έγινε παραπάνω από αισθητή. Παράλυση, κατάρρευση και πανικός. Των γύρω μου κυρίως που μ’ είδαν να σκάω σαν σακί πατάτες στο πάτωμα και ανατάραξα κάπως την κυριακάτικη τους βόλτα. Εγώ το κατάλαβα μεμιάς, αν δεν το ήξερα ήδη δηλαδή κι έκανα πως το ξεχνούσα “Από εδώ εγώ δεν βγαίνω ζωντανός”. Αλλά το στόχο μου θα τον εκπλήρωνα.
Θα φάνηκε μυστήριο στους πορτογάλους φίλους να βλέπουν έναν νεαρό ντυμένο στα λευκά κατάχαμα στο χώμα, κι αντί να σηκώνεται, απλά να σέρνεται προς τα κάγκελα. Προς τιμήν τους δύο τρεις ήρθαν να βοηθήσουν μα σταμάτησαν μπροστά στο χέρι μου που επανειλημμένα τους έδινε να καταλάβουν “Φυγέτε, μόνος θα πάω”.
Και τελικά πήγα, αργά και βασανιστικά. Μέχρι το κάγκελο, πιάστηκα από εκεί και σχεδόν σηκώθηκα. Το θέαμα θα ήταν τραγελαφικό καθώς στο ανήμπορο αυτό σώμα τώρα βασίλευε ένα κεφάλι που γελούσε κι έκλαιγε μαζί. Γιατί έβλεπε μπροστά του αυτό που ήθελε να δει. Τη μακριά γραμμή του Ντόουρο να χρυσίζει από τον ήλιο, τη κυρτή γέφυρα από πάνω κι ακόμη πιο ψηλά ένα στρώμα σύννεφα λευκά κι ίσως διάφανα.
Αυτό θα ήταν και το τελευταίο πράγμα που είδα λογικά πριν πεθάνω, εκεί ακουμπιστός στο κάγκελο του Πόρτο, με ένα κεφάλι γεμάτο ευτυχία κι ένα πλατύ χαμόγελο που τρόμαζε τον κόσμο καθώς άρχισε να κυκλώνει πανικόβλητος το σώμα.
Κι από τότε έμεινα εδώ, το πιο ήρεμο και πιο ευτυχισμένο φάντασμα ανάμεσα στα φαντάσματα αυτού του κόσμου. Λιγάκι με αποπαίρνουν οι συνάδελφοί μου, δεν τρομάζω και πολύ τους ζωντανούς μου καταλογίζουν. Εγώ μονάχα περιφέρομαι και θαυμάζω, ενίοτε αν δω κάποια γνωστή όψη από εκείνη τη μέρα της ζητώ συγνώμη, αλλά μάταια, δεν ακούγομαι στους ζωντανούς.
Είμαι εγώ όμως ο παφλασμός στη λίμνη, εκεί που πάπιες δεν υπάρχουν. Κι είμαι εγώ αυτός που ψιθυρίζει στα παιδιά σας “Μείνετε εδώ, σκάστε το
απ’ τους γονείς και ζήστε μαζί μου, ανάμεσα στα δέντρα, τα νερά και τα παγώνια του πάρκου μου. Θα κοιτάμε από τη μια άκρη την ανατολή κι από την άλλη τη δύση κι έτσι όμορφα θα κυλάει η ζωή μας. Για πάντα.”
2. Α-
Άκαρδος εκείνος που δεν έχει καρδιά, που δε δείχνει στοργή, παρά μόνο μένει ασυγκίνητος στο σκοτεινό κομμάτι της αίθουσας, σιωπηλός και
αυστηρός. Που επιβλέπει και με το πέρας της επιβλέψεως φορά το πηλήκιο, παίρνει το δρόμο για το γωνιακό τραπέζι της γωνιακής ταβέρνας, δειπνεί μόνος και απομακρύνεται αμίλητος για το θλιβερό καταγώγι του.
Άκαρδος κι εκείνος που δεν έχει καρδιά, κυριολεκτικά. Που το αίμα του χωρίς την απαραίτητη πίεση της βαλβίδας δε προλαβαίνει να φτάσει ως
τα άκρα. Που μπλαβής περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, που ακούει την κραυγή μα δεν μπορεί να τρέξει, που θέλει να στρίψει τον κορμό,
να απλώσει το χέρι αλλά αδυνατεί, που μαραζώνει ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, που δεν τον βλέπουνε, έτσι διάφανος που έγινε κι έτσι όπως
μέρα τη μέρα συρρικνώνεται γύρω από εκείνο το σημείο που κάποτε θα ήταν η καρδιά του.
3. Μια δίνη
Μια δίνη σχηματίστηκε στη μικρή λίμνη του χωριού μας. Κατάπιε αρχικά όλα τα ψάρια, τα νούφαρα και τα έντομα, τα ζώα στη συνέχεια που σύχναζαν για να δροσιστούν κοντά της, τα ίδια τα νερά και ό,τι άλλο βρήκε.
Τώρα πια στη θέση της ίσως χάσκει μια μαύρη βαθιά άβυσσος. Ίσως λέω γιατί κανείς δεν έχει τολμήσει να τη δει, ίσως γι’ αυτό να φταίει η
βιβλιοθηκονόμος της μικρής βιβλιοθήκης του χωριού που αγαπούσε πολύ τον Νίτσε και τον πρότεινε εμφατικά σε καθέναν που πατούσε το πόδι
του στο γεμάτο υγρασία εκείνο υπόγειο.
Οι κάτοικοι όμως που ζουν κοντά στην άβυσσο έχουν αντιληφθεί την αλλαγή, κανένας ήχος πια δε φτάνει στα αυτιά τους από εκεί που κάποτε δέσποζε η λίμνη. Καμιά θερμότητα επίσης, μόνο ένα ψύχος βαρύ τους φέρνει σ’ αμηχανία κι αναστάτωση. Και κάποιοι τολμηροί που πλησιάζουν το σημείο, πάντοτε χωρίς να κοιτάνε, ομολογούν πως αισθάνθηκαν μια πλήρη απουσία ζωής και μια απελπισία που τους έκανε να το βάλουν στα πόδια ταραγμένοι.
Κανείς δεν ξέρει το λόγο της επίσκεψης της, γιατί αυτό το χωριό, γιατί τη λίμνη, γιατί εμάς και γιατί τώρα; Έτσι όμως που πέρασαν τα χρόνια, σιγά σιγά τη συνηθίσαμε, την εντάξαμε στη ζωή μας. Ίσως χάσαμε ένα τοπίο αλλά κερδίσαμε ένα τρόπο να τρομοκρατούμε τα παιδιά μας.
Σύντομο βιογραφικό
Ονομάζομαι Αριστοτέλης Πιττάρης, γεννήθηκα το 1989 και μεγάλωσα κυρίως στη Θεσσαλονίκη με διαλείμματα σε Σαντορίνη, Πόρτο, Παρίσι. Σπούδασα στα τμήματα πολιτικών μηχανικών και πολιτικών επιστημών του Α.Π.Θ