Χρύσα Καζάκου
ποιήματα
Γιατί
Ένα ποίημα αφιερωμένο σε όλους τους πολεμιστές του 1940
και στον παππού μου Λάμπρο Καζάκο που πολέμησε γενναία σ’αυτόν τον πόλεμο.
Γράφτηκε με αφορμή την θεματολογία «Πόλεμος και Ειρήνη» το 2010 όταν ήμουν 3 η
γυμνασίου
Θα έβλεπα αυτόν τον εφιάλτη
Θα μύριζα τον θάνατο
Θα άκουγα αυτόν τον αυταρχικό ρυθμό
Αυτό το τραγούδι ουρλιαχτών
Μόνο για να δω το κλεμμένο, τρομαγμένο βλέμμα σου
Το λεπτό κόκκινο πρόσωπό σου
Τα άχρωμα χείλη σου
Τα αφελή χέρια σου
Που τόλμησαν και ακούμπησαν τον Χάρο
Και αυτά τα μάτια σου
Που κολύμπησαν στο δάκρυ, στον καπνό
Που έπαιξαν μέσα στο σκοτάδι
Και είδαν όσα δεν κατάφερε να δει ο Ήλιος
Και είδαν να σχηματίζεται αυτή η λέξη
Στα χείλη μου
Γιατί ;
**
Όσα νιώθω
Αυτό το χέρι που μου πνίγει το λαιμό
Και οι αναμνήσεις που χτυπούνε την καρδιά μου
Είναι αστέρια που πέφτουν στον γκρεμό
Ευχές που θα θελα να κάνουν τα ονειρά μου
Όσα θέλω να τους πω μα κάνω πίσω
Είναι όσα η αγάπη δεν μ’αφήνει να αφήσω
Όσο θυμό και θλίψη κι αν μου δώσαν
Είναι αγκαλιές φιλιά χαρές που δεν παγώσαν
Με ένα γράμμα να τους πω μ’ένα τραγούδι
Μενα κλάμα να τους δω μενα λουλούδι
Να ταν τα σ΄αγαπώ πατρίδα να γεννηθούμε
Να ξερα που και πότε θα βρεθούμε
Να μην μπορούμε σενα μου λείπεις να κρυφτούμε
Τα συναισθήματα να γίνουν βήματα στην πόρτα που ποθούμε
Ο έρωτας μου πια έχει παλιώσει
Μα στα όνειρα μου τη ζωή μου έχει στοιχειώσει
Τα μαλλιά μου χαιδεύει ένα κρύο αγέρι
Που κάποτε ήταν το ζεστό σου χέρι
Οι φίλοι μου όμορφα δέντρα που δεν ριζώνουν
Ο φόβος και η μοναξιά μου τα παγώνουν
Μα όσο κι αν καίγομαι τον Ήλιο θα τον σπρώχνω
Να ζεστάνει όσους αγαπήσουν τον δικό μου τρόπο
Κι αν πατούσαν την Ζωή μου να δώσουν τέλος
Θα φώναζα τον Έρωτα για ένα βέλος
Να μου καρφώσει την καρδιά που αργοσβήνει
Να ζήσω με τρέλα τη Ζωή που μου έχει μείνει
**
2017
Παγώσαν οι φτωχές μας γειτονιές
Κρύο έχει στις ψυχές μας
Οι μέρες φωτεινές και σκοτεινές
Μα ακόμα αναρωτιέμαι αν είναι δικές μας
Σκυφτά κεφάλια σκυθρωπά
Συνθήματα στοιχειώνουνε την πόλη
Στους τοίχους αντιλαλούνε βουητά
Της ψυχής μας έκρηξη που δεν έχει γίνει ακόμη
Σε τάχα καλά κρυφτήκαν οι ζωές μας
Σε ένα μετά τα σ’αγαπώ και οι αγκαλιές μας
Με προσευχές γεννιούνται πια τα όνειρα μας
Και με ιδρώτα γίνονται η πραγματικότητα μας
Μόνο η Αγάπη θα μας πει τι θα συμβεί
Αυτή της Ζωής αρχή και τέλος
Γεμίζει και αδειάζει την ψυχή
Μας δίνει μια γροθιά ή μας δίνει σθένος
Μόνο ο Έρως παγώνει του ρολογιού τους δείκτες
Και τρέχει όταν όλα πάνε αργά
Επαναστάτες γινόμαστε και λίγο αλήτες
Αθάνατοι εμείς και ο χρόνος γερνά
Όσο ο Ήλιος θα υπάρχει
Και θα φωτίζει τούτη τη Γη
Τίποτα δεν κινδυνεύει να μην λάμψει
Να μην εξελιχθεί
Όσο η Θάλασσα αναπνέει
Και χαιδεύει τη στεριά
Πάντα ένα πλοίο θα ταξιδεύει
Με μια ελπίδα για Πατρίδα
**
Μαζεί
Δεν έχει νόημα πόσα δάκρυα θα κυλήσουν
Είναι το βάρος τους όταν πέφτει βαρύ γλυκό
Αναμνήσεις που σε μια στάλα
τρέχουν και πέφτουν στο κενό
Μα θα έρθει ένας καινούργιος αέρας
Και θα τα πάρει μακριά
Όπως τραβάει τα πετραδάκια
Η θάλασσα από την ακρογιαλιά
Θα ‘ναι της ζωής το χέρι
Που θα σου δώσει μια σπρωξιά
Να κάνεις ένα βήμα, ένα βήμα πιο μπροστά
Θα ‘ναι το φως του Ήλιου που θα λιώνει
Τον πάγο στην παγωνιά
Εκείνο το όραμα μόνο θα σε κρατήσει
Εκείνη η ελπίδα πως κάποιος θα σε αγαπήσει
Να ξέρεις πάντα πως κάπου θα γυρνάς
Σε μια ανοιχτή πόρτα δίχως κλειδιά να περνάς
Να ξημερώνουνε δυο πιάτα στο τραπέζι
Το καλημέρα να χει μια απάντηση
Να ‘ναι τα χείλη ενωμένα
Το ένα κορμί να λέει μα
Και το άλλο να λέει ζει