ΘΗΤΕΙΑ
Κυρ
λοχαγέ, η αλαζονεία σου κρέμεται
από
μερικές κλωστές πλεγμένες σε σχήμα
αστεριών˙
από ποιόν ουρανό θαρρείς ότι
κατάγεσαι;
Ίσως
από εκείνον όπου τάγματα κολασμένων
μαζεύουν
γόπες στα σύννεφα, καθώς κοιλαράδες
αρχάγγελοι
κοιτούν χασκογελώντας.
Από
έναν μουχλιασμένο ουρανό
με
απελθούσα την ημερομηνία λήξης.
Κυρ
λοχαγέ, η κόλασή σου, ιδού!
Ο
ΚΑΒΟΥΡΑΣ
Καρκινοβατώντας
οδεύει στον πόλεμο. Την πρώτη
μάχη
αντιμετωπίζει πάνοπλος, ορμά απ’ τα
σκοτεινά
των
βράχων και θριαμβεύει.
Η
δεύτερη μάχη τον βρήκε λαβωμένο κι η
ταλαιπωρία,
τον
έσπρωξε να συνθηκολογήσει, αφήνοντας
για
λάφυρο
τις δαγκάνες.
Όταν
κοντοζύγωνε η τρίτη, κατατρομαγμένος
ξεφορτώθηκε
άρον
άρον το καβούκι, μήπως, σταματήσει να
θεωρείται απειλή.
Στο
τέλος, δεν του απέμεινε παρά να υπογράψει
την
άνευ όρων παράδοση της ψίχας του στον
τιμοκατάλογο
ενός δεκαεννιάστερου εστιατορίου.
ΕΚΕΙΝΟΣ
ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ
Κάθονται
αντικριστά στο τραπέζι. Ανάμεσά τους
στέκει
ένα ψιλόλιγνο ποτήρι. Η φέτα πορτοκαλιού
μέσα
στο ποτήρι έχει ρουφήξει τόσο κρασί
ώστε
θυμίζει
περισσότερο κομμάτι από ντομάτα, και
το
κρασί, μοιάζει με νερό χρωματισμένο
απ’
τους χυμούς της.
Έτσι
ξεχωρίζουν οι πραγματικά αγαπημένοι
από
τα άλλα ταίρια. Ζώντας ο ένας μες στον
άλλον
αλλάζουν, μένοντας οι ίδιοι.
Ιδού
ένα θαύμα που άπτεται.
Ιδού
ο παράδεισος.
1η δημοσίευση- θράκα τεύχος 7