Αναπόληση

Κατά το ξημέρωμα,

όταν λιγόστευε πια η δουλειά,

άναβ’ ένα τσιγάρο βαρύ, σέρτικο

κ’ έβγαινε ξεχτένιστη

στο βρόμικο μπαλκόνι.

Κάπνιζε κι αναθυμόταν

γεμάτη νοσταλγία

κείνον τον άντρα τον τραχύ,

τον άγριο

που κάποτε την είχε αγαπήσει.



Ο κατάδικος

Την ώρα που τον άρπαζαν απ’ τα μπράτσα

και τον οδηγούσαν και πάλι προς το προαύλιο,

εκείνος άρχισ’ έξαφνα να κοιτάζει ψηλά,

άρχισε να στυλώνει το βλέμμα του πάν’ απ’ τα σύρματα –

πάνω και πέρ’ απ’ τα όρια τής στενής αυλής.

Και τότε,

καθώς βημάτιζε γοργά ανάμεσα στους φύλακες,

θυμήθηκε σαν ξαφνιασμένος

πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι,

πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι

με μάνα, πατέρα και ζωή.


Στους νεκρούς μου

Εμπρός, ξυπνήστε!

Θέλω σε κάποιον να μιλήσω·

κ’ οι γύρω μου

-οι ζωντανοί!-

κοιμούνται βαθύτερα

από σας.