1.
Ελλέιπω

Ελλείπει
ο βυθός από το μπλε της ενατένισης

Κι
άκριες του αφρού από χιλιάδες κύματα

Από
το φως που τρέμει μες την θάλαττα

η
μαρμαρυγή

Κι
απ’τη ζωή

ο
ίσκιος μου.

Τι
να ‘ναι αυτό που έρχεται σαν πλημμυρίδα
και ξεσπά

και
σχίζει τις νεφέλες ;

Σαν
το γυαλί που σε κομμάτια μια γυναίκα

λίγο
πιο έξω απ’τους πιο οικείους του θανάτου

σύντριψε

στο
πίσω το κατώφλι του σπιτιού – το πιο
πεπατημένο

τη
μέρα της κηδείας.

Κι
ο ήχος δεν σταμάτησε τον Θάνατο

Κι
ο Θάνατος συνέχισε φεύγει

Και
χρόνος δεν υπήρχε πια

Για
άλλες δοξασίες

Ελλείπω.

Σαμάρωσα
την πλάτη ενός ζώου

μέσα
σε μία νύχτα που κάποιοι απ’τους
ανθρώπους μακρυά

σοφά

έκαναν
έρωτα.

Είναι
σ’εκείνο το υποζύγιο

που
χρωστώ

όλες
τις χάρες της φυγής

και
πάνω απ’όλα

τις
ανάσες

Ελλείπω

δεν
θα πει απουσιάζω

Θα
πει πως εξετράπην της πορείας μου

και
πως ψηλάφισα μιας άκρατης πνοής την
κοντανάσα

Θα
πει αδόκητα πως βρήκα

δρόμο

για
να επιστρέψω.

2.
Απόψε θα σκοτώσουν τους αγριόχοιρους

Απόψε
θα σκοτώσουν τους αγριόχοιρους

που
πάνε και γλυκαίνονται όλοι μαζί

τις
νύχτες

στο
κτήμα με τα σύκα.

Σκέφτηκα,
αν θες, λοιπόν

πριν
να ’ρθει εκείνη η ώρα για να γίνει το
καρτέρι

-αν
το θες

να
μέναμε για λίγο

μόνοι.

Απόψε
θα σκοτώσουν τους αγριόχοιρους.

Θα
τους παραφυλάξουν με τα όπλα και τους
ώμους τους σφιχτούς κοντά στα πρόσωπά
τους

Οι
άνθρωποι της γης.

Θα
σταλαχθούν

θα
μπερδευτούν, αίμα ζεστό

χώμα
θερμό του Αυγούστου.

Σκέφτηκα,
αν θες, λοιπόν

πως
θα ‘ναι κρίμα αν έρθει ο Θάνατος

κι
εμείς δεν έχουμε τον χρόνο βρει

-την
πιο δεινή απ’τις δυνάμεις της ζωής-

να
μείνουμε για λίγο

μόνοι.

Απόψε
θα σκοτώσουν τους αγριόχοιρους.

Θα
πάρουν την ζωή τους με τη βία πάνω στο
ηδύτατο το ερέθισμά της

οι
άνδρες εκείνοι του χωριού…

που
βλέπεις να σηκώνουν τα ποτήρια το κρασί
μέσα στο μεσημέρι

κι
έτσι να στέκονται ανάμεσα στα μάτια μας

που
με προσπάθεια και από μακρυά

κοιτάζονται.

Εκείνοι
οι άνδρες είναι που απόψε δεν θα κοιμηθούν

και
άξαφνα

και
βίαια

θ’αποστερήσουν
τις ανάσες

από
τα νυχτοδιψασμένα χείλη των ζώων και
του δάσους.

Απόψε
θα σκοτώσουν τους αγριόχοιρους.

Σκέφτηκα
το λοιπόν

Εμείς

τι
θ’απογίνουμε Εμείς

αν
όλη τη ζωή

κι
όλα τα καλοκαίρια

προδίδουμε

έναν
δικό μας Έρωτα ;

Σκέφτηκα
Εμείς

τι
θ’απογίνουμε Εμείς

μες
στη Ζωή αν δεν βρούμε

τη
στιγμή

να
φέρουμε κοντά τα σώματά μας ;

Σκέφτηκα
Εμείς

Γιατί
τόσο φοβόμαστε

Γιατί
τόσο διστάζουμε

Να
δώσουμε ζωή
 ;

Σύντομο
εργοβιογραφικό

Η
Ελένη Βελέντζα γεννήθηκε τον Αύγουστο
του 1987. Κατάγεται από την Δροσιά Χαλκίδος
όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτος της
Νομικής Αθηνών και υποψήφια διδάκτωρ
της Εγκληματολογίας του Καθολικού
Πανεπιστημίου της Λουβέν στο Βέλγιο. Η
πρώτη της ποιητική συλλογή θα εκδοθεί
τον ερχόμενο Οκτώβρη από τις Εκδόσεις
Γαβριηλίδη.