Το
βιβλίο του Ευάγγελου Τζάνου «Αφανισμός»
ήλθε πρόσφατα στα χέρια μου χάρις στον
εκλεκτό και αγαπημένο φίλο μου και φίλο
του συγγραφέα Μιχάλη Παπαδόπουλο.
Αξίζει επίσης,
πριν μιλήσω για το βιβλίο, να αναφερθώ
σε μια σύμπτωση, από αυτές που παρατηρώ
με ενδιαφέρον, όταν για κάποιο λόγο
εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα δύο
γεγονότα, ως να ελκύονται το ένα από το
άλλο. Η νουβέλα «Αφανισμός» έχει για
ορίζοντά της τα γεγονότα που πλαισιώνουν
την καταστροφή της Μήλου από τους
Αθηναίους. Το βιβλίο ήλθε στα χέρια μου
σε μια περίοδο που όλο και πιο έντονα
απασχολούσε τη σκέψη μου ο «Διάλογος
των Μήλιων και Αθηναίων». Είχα να
καταπιαστώ με αυτό το κείμενο του
Θουκυδίδη εδώ και πάρα πολλά χρόνια,
από τα πρώτα χρόνια του διορισμού μου
στην εκπαίδευση. Η αφορμή που με έστρεφε
σε αυτό τώρα ίσως να ήταν, όπως πάντα, η
Κύπρος – η πλάνη για το μέγεθός της και
τη γεωπολιτική στρατηγική της σημασία
έναντι άλλων γειτονικών κρατών στη
διεθνή πολιτική σκακιέρα, ο ιδεαλισμός
που οι αδύνατοι αναπτύσσουν προσπαθώντας
να αντισταθμίσουν τη δυσχερή τους θέση,
ο ρεαλισμός και στο άλλο άκρο η αλαζονεία
της δύναμης, των ισχυρών. Αφορμή η Κύπρος
αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο, όσα
διαδραματίζονται στην παγκόσμια σκηνή.
Η τυφλή βία, η αδικία, η σχετικότητα στην
αντίληψη του δίκαιου και του άδικου ως
προσωπικού συμφέροντος, όπως και τα
αιώνια γενικώς ερωτήματα και διλήμματα.
Ας
έρθουμε τώρα στο προκείμενο, όπως λέει
και ο συγγραφέας του «Αφανισμού». «Η
συμφιλίωση με την πλάνη των άλλων απαιτεί
μακρόχρονη προσπάθεια.» Ο συγγραφέας
καταφέρνει από την πρώτη κιόλας γραμμή
με τρόπο ευθύβολο να αρπάξει τον αναγνώστη
του. Τον ρίχνει αμέσως στο δίχτυ μιας
κοινής εμπειρίας. Επειδή οι άνθρωποι
ως άτομα ή ως ομάδες ή ως λαοί ή ως μέλη
οργανωμένων κρατών έρχονται συχνά
αντιμέτωποι με την πλάνη του άλλου ή
των άλλων κι από την επιδεξιότητα ή την
ικανότητα κατάλληλης απάντησης ή θα
σωθούν ή θα αφανιστούν. Το δεύτερο
κατόρθωμα αυτού του πρώτου κεφαλαίου
είναι πως σπερματικά περιέχει προλογικά
την κύρια ιδέα και τα θέματα που θα
αναπτυχθούν στη συνέχεια. Το μότο του
βιβλίου, απόσπασμα από τιςΤρωάδεςτου Ευριπίδη, προτάσσει τον αξιακό
κώδικα του συγγραφέα και συμπερασματικά
την κύρια ιδέα στην οποία κατατείνει
το έργο αλλά και ως άξονας κινεί τη
συγγραφική σύλληψη και πρόθεση.
Η
αφηγηματική φωνή ανήκει σε κάποιον
Αθηναίο που ζει τον αφανισμό της δικής
του πόλης, της Αθήνας, στα χρόνια του
Αντίγονου Γονατά. Καταφεύγοντας στη
μελέτη του παρελθόντος βρίσκει το
χειρόγραφο ενός Αθηναίου ζευγίτη, του
Ακταίου, που συμμετείχε στον πόλεμο και
τον αφανισμό της Μήλου και ως έποικος
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του
στο κατακτημένο νησί. Ήδη τοποθετείται
στο κέντρο της νουβέλας η τραγική μοίρα,
η ανθρώπινη περιπέτεια της ανόρθωσης
και της πτώσης, έτσι όπως εναλλάσσονται
οι περιπέτειες από τους αφηγητές μέσα
στην τροχιά του χρόνου. Ως βέλος
εκτινάσσεται η φωνή του Ευριπίδη και
των Τρωάδων, περνάει τη σκυτάλη της
αφήγησης στα πρόσωπα του έργου,
συνεχίζοντας με την υπόμνηση της ιστορίας
των Μήλιων και την αναφορά σε μια Αθήνα
άλλοτε ισχυρή και παντοδύναμη και τώρα
αφανισμένη. Με τη νηφαλιότητα που ευνοεί
η παρέλευση εκατόν πενήντα τόσων χρόνων
από τα γεγονότα, ο Αθηναίος αφηγητής
ονομάζει την ενέργεια και το αποτέλεσμα
της επιχείρησης της Αθήνας κατά των
Μήλιων «Αφανισμό». «Πριν από σχεδόν
ενάμιση αιώνα αρνήθηκαν (οι Μήλιοι) να
υποταχτούν στην πλάνη της Αθήνας, για
τη δήθεν παντοτινή υπεροχή της, και τότε
εμείς οι Αθηναίοι τους αφανίσαμε.» (
σελ. 10). Στη συνέχεια παραδίνει τον
αναγνώστη στην αφήγηση του Ακταίου μέσα
από το χειρόγραφο. Τώρα ο αφανισμός δεν
είναι αφανισμός αλλά η δίκαιη τιμωρία
των ανυπότακτων Μήλιων. Ο Ακταίος δεν
διστάζει να δηλώσει πως, ως ευνοούμενος
του Αλκιβιάδη του γιου του Κλεινία, του
δόθηκε κλήρος κι εγκαταστάθηκε με την
οικογένειά του ως έποικος στο νησί. Οι
έποικοι έκαναν πατρίδα τους τη Μήλο και
διατήρησαν ταυτόχρονα τους δεσμούς
τους με την Αθήνα. Σε περιόδους ειρήνης
ταξίδευαν στην Αθήνα, σε περιόδους
πολέμου στρατεύονταν και πολεμούσαν
με τον στρατό της μητρόπολης. Περιμένει
τώρα χαρούμενος και περήφανος την
επιστροφή του γιου του Ναυσίμαχου στο
νησί μετά τη νίκη του Αθηναϊκού στόλου
στις Αργινούσες. Ακολουθεί μια εξιστόρηση
των γεγονότων της πολιορκίας της Μήλου
και της καταστροφής της, όπως τα έζησε
ο ίδιος ως στρατιώτης κι όπως τα
αντιλαμβάνεται. Είναι μια αφήγηση
αληθοφανής, πιστή στο κλίμα της εποχής
του, πολύ κοντά στις ιδέες και τις αξίες
της Αθηναϊκής ηγεμονίας την οποία
υπηρέτησε ως στρατιώτης: Περηφάνια για
την Αθήνα και τη δύναμή της. Ο αφανισμός
δεν ήταν αφανισμός αλλά ανοικοδόμηση,
και η πολιορκία δίκαιη τιμωρία των
ανυπόταχτων. Ό,τι υπονομεύει τη ρητορεία
του –κι ευτυχώς για τον συγγραφέα και
τον αναγνώστη, γιατί τότε ποιο νόημα θα
είχε να ακούμε τον απόηχο των επιχειρημάτων
της υπεράσπισης της Αθηναϊκής ηγεμονίας–
ό,τι λοιπόν υπονομεύει τη ρητορεία του
Ακταίου είναι η ανάδυση σκέψεων κι
επιθυμιών που είναι προσωπικές και
χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση κι
ανάγκη.
Υποδηλώνεται
κάποιος θαυμασμός για την αντοχή των
Μήλιων, που είναι και του συγγραφέα
θαυμασμός, αλλά το πιο υπονομευτικό
είναι το σχόλιο: «Τα παιδιά μας βρήκαν
χώμα δίχως νωπά αίματα να παίξουν».
Για
έναν αφοσιωμένο στρατιώτη της Αθηναϊκής
ηγεμονίας είναι η μόνη έμμεση κριτική
που θα ήταν πιστευτή και αληθοφανής και
γι’ αυτό πιο συγκλονιστική.
Κατά
τα άλλα, ο Ακταίος περιγράφει χωρίς
μεγάλη ενόχληση το σύστημα της κληρουχίας
ως μέσο επιβολής.
Μέσα
στη μεγάλη εγκιβωτισμένη αφήγηση του
χειρόγραφου, εγκιβωτίζονται άλλες
ιστορίες:
-
Η
Αύρα και η Αυγή. Αξίζει να προσέξουμε
ακόμη και τα ονόματα των δύο αδελφών
που διέφυγαν της σφαγής κι αιχμαλωσίας
και ζουν ως φαντάσματα κι εφιάλτες της
καταστροφής –καταστροφή της πατρίδας,
των συμπατριωτών τους και προσωπική–
αλλά επιζούν κι ως πνεύματα του άκρατου
ιδεαλισμού των Μήλιων κι ως άγγελοι
ελευθερίας. -
Η
εφιαλτική ιστορία των ανθρώπων που
μεταμορφώνονται σε μαϊμούδες και στην
οποία πυκνώνουν οι αναγωγές στη σημερινή
πραγματικότητα. -
Η
ιστορία του ιδιοφυούς μουσικού Λίνου
και ο αφανισμός του από τη δύναμη ή/και
το φθόνο. Βλέπε Ηρακλής και Απόλλων.
Ο
Ακταίος αγνοεί την παράκληση, την ικεσία
της Αύρας να την αφήσει ελεύθερη. Η Ύβρις
ακολουθείται νομοτελειακά από την
Τίσιν.
Οι
εγκιβωτισμένες ιστορίες πυκνώνουν ως
βόμβα την ύλη μιας τραγικής μοίρας που
υπακούει στον νόμο της εναλλαγής άνοδος
– πτώση κι εκρήγνυται στο κεφάλι του
Ακταίου. Ο Ακταίος πληροφορείται από
την Αύρα πως ο γιος του ο Ναυσίμαχος,
που επέστρεφε νικητής από τις Αργινούσες,
έχει πνιγεί μαζί με άλλους καθώς το
καράβι τους ναυάγησε.
Ακολουθεί
η έξοδος – θρήνος του Ακταίου. Το
συναισθηματικό ξέσπασμα περνά γοργά
σε μια κινηματογραφική αφήγηση για τη
σύντομη ζωή του Ναυσίμαχου, τα παιδικά
του χρόνια, τον χαρακτήρα του με μια
κάπως περίεργα ψύχραιμη απόσταση. Είναι
το μνημείο που στήνει με την αφήγηση
και τη γραφή ο πατέρας, το μόνο παντοτινό
μνημείο κι αθάνατο. Μια ψύχραιμη αφήγηση
συντηρεί ωστόσο ακλόνητη τη συνέπεια
του στρατευμένου προς τις αξίες και την
ιδεολογία της Αθηναϊκής ηγεμονίας, αυτά
δηλαδή που πίστεψε και έκανε τα έκανε
ζωή του και νόημα της ζωής του. Η περηφάνια
για την πόλη του και τη δύναμή της, η
πίστη του στις πολιτικές και στρατιωτικές
επιλογές της δεν κλονίζεται ούτε στιγμή
ακόμη κι όταν σαν αστροπελέκι πέφτει η
είδηση της τραγικής του μοίρας, της
τραγικής απώλειας του παιδιού του. «Πάνω
απ’ όλα σήμερα η Αθήνα, μέσα στο πένθος
της, γιορτάζει μια ακόμη νίκη. Ακόμη μια
επιβεβαίωση της δύναμής της. Της
παντοτινής.» Ιδού η πλάνη από την αρχή
του βιβλίου ως το τέλος. «Άνθρωποι πάντα
χάνονταν και θα συνεχίσουν να χάνονται,
όμως η πόλη μας θα ζει – νικήτρια στον
πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, νικήτρια σε
κάθε πόλεμο.»
«Ας
γυρίσω, να γίνει ό,τι είναι να γίνει στο
σπίτι.» Λίγες γραμμές πιο πάνω διαβάσαμε
πως η προσωπική του δυστυχία δεν θα του
αλλάξει τη γνώμη ούτε για την τύχη της
Αύρας που σκοπεύει να την κυνηγήσει
αργότερα. Η Αύρα θα έπρεπε τουλάχιστον
τώρα να του καθρεφτίσει κάτι από την
τραγική του μοίρα και την τωρινή του
κατάσταση, αλλά δεν φαίνεται να συμβαίνει
κάτι τέτοιο. Ακόμη μια φορά, και μάλιστα
σε μια τέτοια στιγμή, παραμένει τυφλός.
Το χειρόγραφο τελειώνει εδώ.
Στο
τελευταίο κεφάλαιο ο Αθηναίος αφηγητής
μάς πληροφορεί πως δυο χρόνια αργότερα
οι Αθηναίοι κληρούχοι εκδιώχθηκαν από
τη Μήλο και γύρισαν στην ταπεινωμένη
από τους Σπαρτιάτες Αθήνα ως ξένοι και
πρόσφυγες. Οι διασκορπισμένοι Μήλιοι
επέστρεψαν στο νησί τους. «Κατά μια
εκδοχή, ανάμεσα στους πρώτους που
επαναπατρίστηκαν ήταν ο ποιητής Διαγόρας.
Πρωτύτερα είχε πουληθεί ως δούλος στην
Αίγινα.»
Το
έργο κλείνει με μια ακόμη ανατροπή
ανόδου – πτώσης κι αποκατάστασης του
δικαίου με τελευταία λέξη την αποκατάσταση
του ποιητή που από δούλος παίρνει πάλι
τη θέση του. Ένα ιδιαίτερα ελπιδοφόρο
τέλος και ανοικτό σε ενδιαφέρουσες
ερμηνείες.
Ο
«Αφανισμός» είναι αφορμή για αναγωγή
στο παρόν. Σε πραγματικότητες του τόπου
μας, της Ελλάδας και γενικότερα σε ό,τι
συμβαίνει σήμερα και σαν πάντα στον
κόσμο. Τα λογοτεχνικά βιβλία λειτουργούν
διαφορετικά για τους αναγνώστες από
τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες
συνθήκες και εμπειρίες. Νομίζω πως η
πρόσληψή του στην Κύπρο θα διαφέρει σε
κάποια σημεία από την πρόσληψή του στην
Ελλάδα. Ο «Αφανισμός» γίνεται επίσης
αφορμή για αναγωγή στο παρόν και στα
όσα διαδραματίζονται στην παγκόσμια
σκηνή.
Η
γραφή είναι απλή και λιτή. Σε κάποια
σημεία η έκφραση, το ύφος –ιδιαίτερα
στους διαλόγους– λειτούργησε στη δική
μου μνήμη θετικά για την ανάδυση
παλαιότερης ιστορικής γνώσης, ιδεών,
σκέψεων, εντυπώσεων από την Αρχαία
Γραμματεία. Αυτό όμως το υφαντό
διαρρηγνύεται κατά περίεργο κι αιφνίδιο
τρόπο με εικόνες σημερινές και
λογοτεχνικούς τρόπους σύγχρονους. Ίσως
είναι ένα επιπλέον κέντρισμα κι ερέθισμα
για την αναγωγή στο παρόν. «Το κυνήγι
πρέπει να πήγε καλά. Πλάι του φανταστείτε
ένα άγριο κριάρι – το μόνο που κατάφερε
να σκοτώσει, γιατί όσο κι αν σέρφαρε στο
διαδίκτυο δεν μπόρεσε να εντοπίσει
άλλου είδους θήραμα κατάλληλο για την
περίσταση.»
Άλλο
παράδειγμα είναι το μότο του προτελευταίου
κεφαλαίου: «Κι αυτή η τρελή επιμονή της
άνοιξης/ Να κρέμεται στον τοίχο δίχως
καρφί» (Λάμπρος Σπυριούνης).
Η
πρόταξη των στίχων προετοιμάζει θρήνο
και συναισθηματικό ξέσπασμα που όμως
αναστέλλεται, ελέγχεται με τρόπο
ανοίκειο, τουλάχιστον για μένα προσωπικά.
Το πένθος δεν ολοκληρώνεται. Η κάθαρση
δεν έρχεται, όπως τη γνωρίζουμε, και ο
συγγραφέας μάς παραδίδει και πάλι στην
αενάως επαναλαμβανόμενη άνοδο – πτώση,
μας αφήνει μέσα στο ζόφο της Άτης /Πλάνης
και της τραγικής μοίρας τού από σαν
πάντα και σήμερα πλανεμένου ανθρώπου.
[Το
παρόν κείμενο αναγνώστηκε στην παρουσίαση
της νουβέλαςΑφανισμόςστο Κέντρο Λόγου και ΤεχνώνΤεχνοδρόμιο,
στη Λεμεσό της Κύπρου, την Παρασκευή 22
Σεπτεμβρίου 2017.]
*Η Ευφροσύνη
Μαντά – Λαζάρου γεννήθηκε στην Κύπρο το
1955. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη
Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της
Αθήνας. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση.
Από το 1995 μέχρι το 2003 εργάστηκε με
απόσπαση στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής
Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και
Πολιτισμού της Κύπρου ως συντονίστρια
ειδικών προγραμμάτων στα Γυμνάσια καθώς
και για την παραγωγή παιδαγωγικού
υλικού. Από το 2003 μέχρι το 2011 εργάστηκε
ως συντονίστρια σε προγράμματα για τη
Ζώνη Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας των
σχολείων της Φανερωμένης στην Παλιά
Λευκωσία. Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο
ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και
Πολιτισμού της Κύπρου για το έργο της
«Ο Νώε στην πόλη», (εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα
2012). «Ο Νώε στην πόλη» έχει μεταφραστεί
στα σέρβικα από τονSasha
Djordjevicκαι στα ιταλικά από τονCrescenzio
Sangiglio.
Στα σέρβικα έχει επίσης μεταφραστεί το
έργο της «Ναρκοσυλλέκτρια», (εκδ.
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014). Το βιβλίο «Ο Νώε
στην πόλη» στη Σερβία τιμήθηκε με το
βραβείο καλύτερης μετάφρασης ξένου
βιβλίου. Εργογραφία: Ποίηση: «Οι Μέρες
Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές», (Λευκωσία
2002), «…σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε…»,
(Λευκωσία 2005), «Το Μέσα Φόρεμα», (εκδόσεις
Αφή, 2011), «Ο Νώε στην πόλη», (Πλανόδιον,
2012) και «Ναρκοσυλλέκτρια», (εκδόσεις
Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2014). Πεζά: «Χωρίς την
Αριάδνη, στη χώρα του αυτισμού παρέα με
την ποίηση», (Γκοβόστης, Αθήνα, 2006) και
«Φίλε μου, εγώ δεν είμαι σαν και σένα.
Το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού»,
(Λευκωσία, 2006).