Η
μύγα

εκδόσεις Μελάνι

Όταν πρωτομπήκα
στο καινούργιο διαμέρισμα και βρέθηκα
ανάμεσα στους άδειους κατάλευκους
τοίχους, σκέφτηκα ότι είχε μετά από
χρόνια έρθει η ώρα που οι άνθρωποι έπαψαν
να χάφτουν το παραμύθι μου και με έκλεισαν
επιτέλους στο τρελάδικο. Τουλάχιστον
το ότι θα κοιμόμουν σε στρώμα στο πάτωμα
θα μπορούσα να το δω ως την περιπετειώδη
πρώτη πράξη της εργένικης ζωής μου,
επίσης το πρωί θα μπορούσα να κατουρήσω
χωρίς να σηκώσω το καπάκι και χωρίς να
χρειαστεί να σκουπίσω με χαρτί υγείας
τις πιτσιλιές από τη λεκάνη, ούτε θα
είχα κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να
με πιπιλάει και πότε θα ξεπακετάρεις
τα πράγματα και πότε θα τις τακτοποιήσεις
τις κούτες, ποτέ! Θα τις αφήσω για έπιπλα,
καμουφλαρισμένες βιβλιοθήκες και
χάρτινα σύνθετα, ιδιοφυή αριστουργήματα
της μοντέρνας τέχνης και της εσωτερικής
διακόσμησης, μην σου πω θα κόψω και
εισιτήριο να έρχονται οι γείτονες να
τα θαυμάζουν.

          Δεν
πρόλαβα να βγω από την πόρτα και χτύπησε
το τηλέφωνο, ίδρωσα, καρδιοχτύπησα,
άναψα, μέχρι να το βγάλω από την κωλότσεπη
κόντεψε να μου πέσει από τα χέρια. Αλλά
τίποτα, η μάνα μου από το χωριό. Και έλα
εδώ να δουλέψεις στα χωράφια παιδάκι
μου και τι κάθεσαι και κάνεις στην Αθήνα
που θα σας φάει όλους το μαύρο σκοτάδι
και εδώ θα ζήσεις καλύτερα και θα σου
μαγειρεύω όλα τα καλά και κάποια στιγμή
είχα σηκώσει το τηλέφωνο στον αέρα με
την ιδέα στο μυαλό μου να σταματήσω
κάποιον περαστικό στον δρόμο και να του
το κολλήσω στο αφτί, ορίστε, θέλετε να
ακούσετε; Να σου πω, έχω δουλειά τώρα,
θα τα πούμε άλλη φορά, γεια. Άσε μας κι
εσύ ρε μάνα! Τι να κάνω εγώ στο χωριό, να
ραντίζω αγγούρια ή να ξεσκατίζω
προβατίνες;

         Πάλι καλά, η
γειτονιά είχε έναν γουστόζικο φούρνο.
Μπήκα και ήταν όπως σε εκείνα τα παιδικά
με τον Μπαγκς Μπάνι, ένα σφυρί από τη
μυρωδιά της σφολιάτας μού έσκασε στο
κεφάλι. Ο φούρναρης, πάλι, τόσο κλισέ:
χοντρός, με μια λευκή ποδιά αλευρωμένη
και σταμπαρισμένη με παλάμες από
σοκολάτες, γλυκό και στρογγυλό πρόσωπο,
σαν τσουρέκι με μαλλιά. Όταν με είδε να
μπαίνω έσκασε τέτοιο χαμόγελο που νόμισα
ότι θα πηδήξει πάνω από το γκισέ για να
μου φιλήσει τα πόδια, όμως με το που
κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να αγοράσω
κάτι εκείνη τη στιγμή η ξινίλα του μου
έκαψε το λαρύγγι, μια ματιά ήθελα να
ρίξω, να κόψω κίνηση ως καινούργιος στη
γειτονιά, αλλά μην ανησυχείς, εδώ δίπλα
μένω κι αν είσαι σωστός θα γίνω ο καλύτερος
πελάτης, γεια σου. Δεν τον αδικώ, ο
άνθρωπος το ψωμί του ήθελε να βγάλει.

           Η
Κυψέλη ήταν Κυψέλη, δεν με πείραζε, ήταν
ακριβώς αυτό που σου σχηματιζόταν στο
μυαλό ακαριαία όταν άκουγες τη λέξη με
αποτέλεσμα να είμαι από χρόνια,
ασυναίσθητα, προετοιμασμένος, αυτό που
δεν μπορούσα να χωνέψω όμως και δεν
ήθελα να αποδεχτώ ήταν ότι στους δρόμους
της οι ζητιάνοι ήταν πιο πολλοί κι από
τα φανάρια. Ο ένας με κομμένο χέρι, ο
άλλος με κομμένο πόδι, ο παράλλος με
κομμένο κεφάλι, μύτες παραμορφωμένες
σαν τα πιο εξωφρενικά μανιτάρια και
δόντια κίτρινα σαν νύχια αιωνόβιου
καπνιστή, έτοιμα να σπάσουν και να
σκορπιστούν στο πεζοδρόμιο, κοκάλινο
κομφετί. Τυλιγμένοι σε κάτι κουρέλια
από καραβόπανο ή λινάτσα, άθλιοι μοναχοί,
μόνο το χέρι τους προεξείχε, ένα γυμνό
οστό που έκλεινε τον δρόμο των περαστικών
και μερικοί φοβόντουσαν μήπως σκόνταφταν
κι έτρωγαν τα μούτρα τους. Μια συστοιχία
από υποψήφιους νεκρούς, κουφάρια ξέπνοα
με πληγιασμένα μάτια και δαγκωμένη από
την βρόμα και την αρρώστια σάρκα, κοιτίδες
δυσωδίας και αποφοράς χειρότερης από
τα σκουπίδια που στοιβάζονταν πιο δίπλα,
σαπισμένα σαρκία πασπαλισμένα με
μυρμήγκια, τι λέω, μια συστοιχία από ήδη
νεκρούς, που απλώς μάζευαν λίγα λίγα τα
ψιλά για τα ναύλα του βαρκάρη. Έτσι όπως
περνούσα από την ασπίδα που σχημάτιζαν
τα προτεταμένα κλαρωτά τους χέρια,
ένιωθα σαν ένας βασιλιάς που περνούσε
κάτω από τα υψωμένα σπαθιά των ιπποτών
του. Κάντε μου τη χάρη! Με περασμένο στο
βλέμμα μου ένα νοητό χαλινάρι, κατάφερα
να μην τους κοιτάω ούτε με εκείνη την
αιμάτινη μικροσκοπική μπιλίτσα στην
άκρη των ματιών μου, κι απορούσα που μια
στο τόσο βρισκόταν κάποιος και τους
πέταγε από ένα κέρμα, για να φουσκώσει
έπειτα το στήθος, σαν τον κακό το λύκο
που ετοιμαζόταν να φυσήξει το καλύβι,
και να πορευτεί καμαρωτός καμαρωτός με
την ψευδαίσθηση πως έπιασε τόπο επιτέλους
η ύπαρξή του σε αυτόν τον κόκκο σκόνης
που γυρίζει γύρω γύρω από τον ήλιο.

                Κάποια στιγμή,
όμως, αναγκάστηκα να προσέξω έναν
κακομοίρη, γιατί κόντεψα να βρω στο πόδι
του. Τι πόδι κι εκείνο! Πρησμένο, ένα
ορθογώνιο κουτί, λευκό και ραγισμένο,
με αίμα και πύον να γυαλίζει στο σημεία
που έσπαγε το δέρμα, κάτω από λεπτά
νημάτια ασημοπράσινης μούχλας. Κόντεψα
να ξεράσω. Κι αυτός ο καταδικασμένος,
σκελετωμένος και μαύρος από τη βρόμα,
με δυο πληγές για μάτια και μια μεμβράνη
επιδερμίδας τυλιγμένη στο κρανίο του,
είχε φωνή:

«Να
πάρω λίγη αλοιφή για το πόδι μου»,
κατάλαβα όπως όπως, γιατί είχε μιλήσει
σαν χαλασμένο τρανζιστοράκι. Εγώ τον
προσπέρασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα,
απορώντας μέσα μου τι στο διάολο θα
μπορούσε να του κάνει αυτού μια οποιαδήποτε
αλοιφή, εκεί ήθελε κόψιμο με πριόνι
επιτόπου.

Όταν
παρήγγειλα τις τάρτες μήλου κραμπλ και
την φραουλόπιτα, ο φούρναρης έδειξε να
με ερωτεύεται ακαριαία. Άρχισα να μασάω
επιτόπου μέσα στο μαγαζί, λες κι ήμουν
ετοιμοθάνατος στην έρημο που μετά από
μέρες περιπλάνησης στην κάψα βρέθηκε
κατά τύχη σε όαση. Και μετά με πρήζει η
άλλη για το χωριό, εκεί το πιο ψαγμένο
που μπορείς να βρεις είναι μπακλαβάς ή
καμιά πανιασμένη πάστα αμυγδάλου, από
εκείνες που παίρνουν μόνο οι γέροι σε
γενέθλια γιατί έτσι έμαθαν και γιατί
όταν έχεις μεγαλώσει με μπομπότα ακόμα
και μια μουλιασμένη σόλα παπουτσιού
μπορεί να σε κάνει να σου τρέξουνε τα
σάλια. Σε λίγο, από το μπαλκονάκι του
σπιτιού έβλεπα στον δρόμο αποτελειώνοντας
την πίτα μου. Το φθινόπωρο είχε φέρει
κιόλας κρύο που το ένιωθα στα μάγουλά,
με τσίτωνε υπέροχα. Ένας κουρελής είχε
βουτήξει στον κάδο και ψαχούλευε σαν
ψωρόγατο τα σκουπίδια, βγάζοντας κάτι
ήχους κριτσανιστούςγρούτσου
γρούτσου
κι από ώρα τον παρακολουθούσα τσιμπολογώντας
και περιμένοντας να πέσει μέσα και να
πνιγεί, ή να αρχίσει μια ατέρμονη πτώση
σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Τελικά δεν
έπεσε, αλλά έφυγε με το πηγούνι του
σχεδόν να γλείφει την άσφαλτο,
απογοητευμένος, όπως απογοητευμένος
γύρισα κι εγώ μέσα που δεν είχε ικανοποιηθεί
η φιλοδοξία μου. Ξάπλωσα στο στρώμα και
χάζεψα το ταβάνι, με τα δάχτυλά μου να
αγγίζουν το παγωμένο πάτωμα. Μου φαινόταν
σαν να είμαι σε στρώμα θαλάσσης και να
πλατσουρίζω, οι κούτες εδώ κι εκεί να
είναι σκόρπια ξερονήσια. Κοίταξα το
τηλέφωνο, άδειο, οι αναπάντητες κλήσεις
απαράλλακτες και τα μηνύματα χωρίς
καμία νέα προσθήκη. Σε μια στιγμιαία
αναλαμπή, αποφάσισα να την καλέσω εγώ
πρώτος –εκείνην, γιατί ο εκδότης μου
είχε τονίσει αυστηρά ότι θα με καλέσει
ο ίδιος– αφού έτσι κι αλλιώς από το
κατακρεουργημένο σώμα της αξιοπρέπειάς
μου δεν είχε μείνει τίποτα να περισώσω.

«Γεια σου».

«Γεια σου και
σένα».

«Τι
κάνεις; Τακτοποιήθηκες στο καινούργιο
σου σπίτι;»

«Προσπαθώ.
Κοίτα, έχεις να μου πεις κάτι σημαντικό;
Γιατί με περιμένει δουλίτσα».

«Νομίζω έχω.
Σκεφτόμουν να πηγαίναμε για ένα ποτό.
Ή φαγητό, τι προτιμάς;»

«Τι
λες; Πού να πάμε, είσαι καλά; Δεν έχουμε
να συζητήσουμε τίποτα πλέον εμείς οι
δύο».

«Έλα τώρα, μην
τα ισοπεδώνεις έτσι όλα. Εντάξει, έγινε
ό,τι έγινε αλλά τόσα χρόνια δεν μπορείς
να»

Σταμάτησα. Ένα
φουρφούρισμα σεντονιού. Μια ανάσα κι
ένα αμυδρό μουρμουρητό, όχι δικό της.
Μου το έκλεισε στα μούτρα.

                  Έκανα μια βόλτα
μέσα στην ψυχεδέλεια του κενού
διαμερίσματος, αφήνοντας τα δάχτυλά
μου να ακουμπάνε ίσα ίσα τους κατάλευκους
τοίχους, κάποια στιγμή ανατρίχιασα μην
φυτρώσουν χέρια απ’ τον σοβά και με
βουτήξουν αλλά τίποτα, μετά ξανάπεσα
στο στρώμα, μπρούμυτα αυτή τη φορά, για
να μην βλέπω ούτε το ταβάνι. Βγήκα ξανά
στους δρόμους για να ξεχαστώ. Η αθλιότητα
του κόσμου πάντα με έκανε να αισθάνομαι
καλύτερα για μένα, όπως όταν ακούς μια
είδηση για τσουνάμι στην Ασία και λες
εντάξει, καλά είμαστε. Οι βιτρίνες των
καταστημάτων γεμάτες με κιτρινοκόκκινα
«ενοικιάζεται» κολλημένα πάνω τους,
ήταν σαν εκείνα τα ταμπελάκια ταυτότητας
που έδεναν στο χοντρό δάχτυλο των ποδιών
των πεθαμένων στα νεκροτομεία. Κάτι
κούκλες είχαν ξεμείνει μόνο μέσα, γυμνές,
άσπρες, σκελετοί χωρίς μαλλιά και μάτια,
τα σώματά τους σπασμένα σε ακατανόητες
αγκυλώσεις ενός ατυχήματος στον χρόνο.
Ήμουν σίγουρος ότι με παρακολουθούσαν,
αυτές και οι ζητιάνοι που έστεκαν λίγο
πιο μπροστά, δήθεν ανήμποροι με το χέρι
τεντωμένο.

«Ε,
φίλε. Δώσε κάνα ψιλό».

Ήταν ο χαραμοφάης
με το πόδι. Αν μπορούσα με κάποιο
εξαιρετικό μηχάνημα να μετρήσω, ήμουν
σίγουρος πως δεν θα είχε μετακινηθεί
ούτε χιλιοστό από τη θέση του. Είχε και
καλό πόστο, λίγο έξω από ένα σουβλατζίδικο.

«Καπαρωμένο
το έχεις το τετράγωνο; Για σήκω λίγο να
σε δω, θέλω να δω τη βίδα που έχεις κάτω
από τον κώλο σου».

«Ένα πενηντάλεπτο,
φίλε. Να φάω κάτι, να πάρω μια αλοιφή.
Μια αλοιφή για το πόδι».

Τα
τσιμπλιασμένα του μάτια είχαν καρφωθεί
πάνω στα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού,
πάω στοίχημα πως μπορούσε να δει κάποιους
κόκκους ζάχαρης που είχαν απομείνει
από τη φραουλόπιτα.

«Να
φας. Τόσα λεφτά δεν βγάζεις όλη μέρα από
τη ζητιανιά σου; Να πας να φας. Και το
πόδι…»

Καθώς
απομακρυνόμουν κι έβλεπα το χέρι του
σαν κουβά να στέκει τιποτένιο και
ικετευτικό, δεν μπόρεσα να μην κάνω μια
σκέψη πως πλάκα θα είχε να κατουρήσω
μέσα του.

Πριν
γυρίσω σπίτι πέρασα μια βόλτα από τον
φούρναρη. Νομίζω τον συμπαθούσα λιγάκι,
τελικά. Αυτόν ή τα γλυκά και τα ψωμιά
του, όπως και να ‘χει ένιωθα μια ασφάλεια
εκεί μέσα, μια οικειότητα. Τον ρωτάω,
πάντα έτσι ήταν εδώ; Μου απαντάει καλά,
από πού έρχεσαι; Πήρα ό,τι βρήκα μπροστά
μου. Βγαίνοντας σταμάτησα για ένα
δευτερόλεπτο, έπεσε το μάτι μου στον
Λυκαβηττό που φαινότανε στο βάθος
ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Έλαμπε
σαν τούρτα γενεθλίων με κεράκια στο
σκοτάδι, το εκκλησάκι πάνω της σαν
φτιαγμένο από γλάσο.

«Ωραίος είναι,
ε; Αυτός, η Ακρόπολη, άντε και η Πλάκα…
Για αυτά μόνο αξίζει να είσαι στην Αθήνα
πια. Τι να το κάνεις, όμως; Αν ήταν από
ψωμί ο Λυκαβηττός, θα χορταίναμε όλοι».

Η
αφέλειά του με έθλιψε.

«Για μένα
αξίζει για τα σινεμά, τα θέατρα, τα
μπαράκια που το βράδυ γεμίζουν με
βαμμένες γκόμενες, αλλά ναι, κι η Ακρόπολη
καλή είναι. Καληνύχτα»

Όταν
άνοιξα τα μάτια μου γύρω στο μεσημέρι
της επομένης, το πρώτο πράγμα που έκανα
ήταν να ελέγξω το κινητό, αλλά τίποτα,
το βρήκα για ακόμη μια φορά αδιάφορο.
Μα πότε θα με έπαιρνε κι εκείνος ο
εκδότης, επιτέλους, μου είχε πει μέσα
στις επόμενες μέρες, ήταν ανάγκη να
είναι τόσο συνεπής στην καθυστέρησή
του; Σηκώθηκα κι ένιωσα μια αποφασιστική
παρόρμηση να βάλω τάξη εκεί μέσα, αλλά
με το που άγγιξα μια κούτα την παράτησα.
Κατέβηκα στον δρόμο, δεν ξέρω, βαθιά
μέσα μου ήλπιζα ότι με το πατούσα την
άσφαλτο θα έβρισκα ένα γεμάτο πορτοφόλι
ή θα με σταματούσε κάποιος που θα μου
έλεγε λοιπόν, ξέρετε; μου αρέσετε πολύ,
είστε πολύ όμορφος ή πάρτε αυτό το τσεκ
κι ελάτε στην έπαυλή μου να συζητήσουμε
μια συνεργασία, θέλω να γράψω τη βιογραφία
μου. Μαλακίες, εντάξει, όμως τουλάχιστον
χτύπησε το τηλέφωνο. Ο πατέρας μου. Τον
έβαλε η μάνα μου ξανά, βαρέθηκε να με
πρήζει ή σου λέει ας γίνουμε πολλοί μπας
και τον ψήσουμε. Μυαλό δεν βάζετε, ε;
Άφησα αυτήν την μαύρη τεχνολογική
μέλισσα να δονείται και να βουίζει μέσα
στη χούφτα μου μέχρι να ψοφήσει, άρχισα
να τριγυρίζω ξανά μέσα στους δρόμους.
Τι το ‘θελα; Αν ένας θεός πετούσε καρφίτσα
από τον ουρανό, ίσια πάνω στο δρόμο, αυτή
δεν θα έβρισκε ποτέ χώρο να πέσει πάνω
στην άσφαλτο, μόνο ντλιν ντλιν πάνω στη
λαμαρίνα –πάλι απεργία. Οι κόρνες των
αυτοκινήτων έσκουζαν σαν σάλπιγγες της
Αποκάλυψης, με ανθρώπινα κεφάλια να
ξεπροβάλλουν μέσα από τα παράθυρα,
κεφάλια κόκκινα και πρησμένα, που
ξέρναγαν σύννεφα χριστοπαναγιών και
κατάρων, με ένα τεντωμένο δάχτυλο λίγο
πιο κάτω για βίαιη επισήμανση. Και στο
πεζοδρόμιο, γύρω μου, δίπλα μου, μέσα
μου, πρόσωπα, φάτσες, μούτρα, μια ωχρή
ημιτονοειδής γραμμή ανάμεσα σε ρούχα
που αιωρούνταν λίγο πάνω από την άσφαλτο,
ένα ρευστό δάσος που άλλαζε μορφή, σχήμα
και μέγεθος. Το μηχανικό περπάτημά μου
με έφερνε μπροστά από μαγαζιά που δεν
είχαν κλείσει ακόμα κι έπιασα κουβέντα
με μερικούς, εξάλλου η συνομιλία με
αγνώστους πάντα αποτελούσε βασικό
στοιχείο της δουλειάς μου κι ήταν από
τα λίγα πράγματα που ήξερα καλά να κάνω.
Ήταν ένας παππούς που κοντεύοντας να
δακρύσει μου αφηγήθηκε πώς του κατέσχεσαν
το μαγαζί με γυαλικά και πίνακες που
είχε τριάντα χρόνια στην περιοχή και
τώρα θα έπρεπε να κλείσει, και δεν έχω
τι να κάνω, η σύνταξη δεν θα φτάνει ούτε
για τα χάπια κι η γυναίκα μου έχει
πεθάνει, αλλά πιο πολύ στενοχωριέμαι
για τούτα εδώ τα έρημα που τα βλέπω σαν
παιδιά μου, που είναι τόσο όμορφα, και
δεν έχω τι να κάνω. Ένας άλλος, γύρω στα
είκοσι πέντε, είχε από μικρός όνειρο να
γίνει ηθοποιός αλλά δεν υπήρχε τίποτα
και δούλευε σε σουβλατζίδικο: καλά είναι
κι αυτό μέχρι να κλείσουμε κι εμείς, και
μια κοπελιά, χάρμα οφθαλμών μέσα στη
μουντάδα των πάντων, είχε μόλις πάρει
πτυχίο αρχιτέκτονα και θα έφευγε στο
Άμπου-Ντάμπι για δουλειά, αφήνοντας
πίσω το σπίτι που μεγάλωσε και τους
γονείς της και τον άντρα που αγαπούσε.
Ένας άντρας είχε χάσει το εξάχρονο παιδί
του επειδή δεν μπόρεσε, δεν βρήκε, να
μαζέψει εγκαίρως μια χούφτα χρήματα
που χρειάζονταν για την εγχείρηση
–ρουτίνας.

                  Κατακλύστηκα
από μια αδάμαστη ανάγκη να γραπώσω μια
πεταλούδα στη χούφτα μου, να μασουλήσω
ένα λουλούδι, να χύσω στο κεφάλι μου
έναν κουβά παγωμένο νερό που θα είχα
βγάλει από πηγάδι, αλλά το μόνο που
μπορούσα να κάνω ήταν να σχηματίσω τον
αριθμό της στο κινητό μου. Ήξερα ότι δεν
θα το σήκωνε, ή το πολύ πολύ αν το σήκωνε
θα με πλάκωνε στα βρισίδια, αλλά δεν με
ένοιαζε, καταρούφηξα λιγωμένος το
επαναλαμβανόμενοτου
του
της αδιαφορίας που έσκαγε σαν βόμβα
στην αντίπερα όχθη, ναπάλμ που μόνο
ωραία δεν μύριζε, όλες τις ώρες της
ημέρας.

                 Το
σκοτάδι άρχιζε να πυκνώνει γύρω μου,
παρέα με την ψύχρα, η μέρα άλλαζε δέρμα
και γινόταν σιγά σιγά νύχτα, πάντα με
το ίδιο κρέας και τα ίδια γερασμένα
σωθικά. Το τηλέφωνο νεκρό, ή έστω λιπόθυμο,
αγνοούσε την ύπαρξή μου, το αισθανόμουν
σαν ένα παράσιτο που με ξεζούμιζε, ένα
τσιμπούρι που μου έπινε το αίμα και δεν
έδινε δεκάρα για το κουφάρι μου. Το
μισούσα. Ευχόμουν να είχα σιδερένια
δόντια για να το φάω ή αρκετό κουράγιο
να το πετάξω σε έναν υπόνομο, γιατί εκεί
ήταν η θέση του. Και λες κι είχε ψυχή το
καταραμένο, λες κι είχε αφτιά και
αυτοσεβασμό και τσίπα, έπιασε τον παλμό
της φλέβας του χεριού μου και έσκουξε,
σαν ένα μωρό που είχε ξυπνήσει για να
φάει. Το όνομα που είδα στην οθόνη έμοιαζε
με μια πελώρια ταμπέλα νέον, κρεμασμένη
στο απόλυτο σκοτάδι.

«Καλησπέρα
σας», του είπα. «Με πήρατε, τελικά».

«Γεια σου. Τι
κάνεις; Άργησα λιγάκι, αλλά δεν μπορούσα
νωρίτερα. Μετακόμισες, έμαθα;»

«Ναι, ναι, ναι.
Λοιπόν;»

«Λοιπόν, τι;»

«Ελάτε τώρα,
δεν είμαστε παιδιά!»

«Εντάξει,
συγγνώμη, έχεις δίκιο. Κοίταξε να δεις,
το βιβλίο σου ήταν καλό. Αναμενόμενο
αυτό, φυσικά. Ωστόσο, ξέρεις κι εσύ πολύ
καλά ότι οι καιροί που διανύουμε».

Πάτησα το
κόκκινο κουμπί και έτρεξα στο σπίτι.
Ήταν μια κίνηση ασυναίσθητη λίγο πριν
περάσω την πόρτα της πολυκατοικίας, λες
και διαδραματιζόταν σε όνειρο μπαγιάτικο
από πέρυσι· ούτε που το κατάλαβα πότε
πέταξα το κινητό στον τοίχο κι έγινε
βίδες.

Τουλάχιστον,
είχα ξαλαφρώσει πλέον χωρίς εκείνον
τον διάολο στην τσέπη μου. Ύπνος όμως
δεν μου κολλούσε ούτε για δείγμα, το
μόνο που μου κολλούσε ήταν μια δυσωδία
από τα σκουπίδια ανακατεμένη με ποδαρίλα
και νέφος, και μου κολλούσε καρφί πάνω
στη γλώσσα και στον ουρανίσκο, μια
δεύτερη πέτσα. Το σκοτάδι είχε πήξει
για τα καλά έξω, στριμωχνόταν από τη
μπαλκονόπορτα και μου γέμιζε το σαλόνι
και γινόταν πιο άγριο καθώς εξοστρακιζόταν
πάνω στο λευκό των τοίχων μου· το κρύο,
σφιχτοδεμένο και υγρό, μύριζε ψωμί και
βροχή. Μια εξάτμιση πού και πού κάτω
στον δρόμο έγδερνε τη σιωπή και το στρώμα
αναδευόταν με την παραμικρή μου κίνηση,
ένα ορθογώνιο από νερό που βυθιζόμουν
μέσα του και με έπνιγε.

            Ρίχτηκα ξανά
στους δρόμους, τους ένιωθα σπίτι μου.
Τριγύρισα άσκοπα. Με τα χέρια στις τσέπες
και το κεφάλι λουφαγμένο στο γιακά του
παλτού μου, πάσχιζα να προχωρήσω, έκοβα
την ψύχρα που με τριγύριζε όπως ένα
μαχαίρι διαπερνά ένα κομμάτι πλαστελίνη.
Τα φώτα των καταστημάτων έλαμπαν για
λίγο ακόμα κι ανακατεύονταν με αυτά των
αυτοκινήτων, αμέτρητα μηχανικά φεγγάρια
που σουλάτσαραν στην άσφαλτο και
ζέσταιναν κάπως την τουμπανιασμένη μου
μύτη. Χωρίς να το πάρω είδηση, έφτασα
στο πόστο του. Αυτή τη φορά είχε αλλάξει
στάση. Ήταν ξαπλωμένος στο πλάι, με τα
γόνατα λυγισμένα μέσα στο στήθος του
για να τα προφυλάσσει από το κρύο, μια
κλωστή σάλιου να ξεκινά από το στόμα
του και να πέφτει και να τυλίγεται πάνω
στο πεζοδρόμιο. Το πρόσωπό του βιολετί,
τα χέρια του άσπρα. Το δεξί του πόδι είχε
σαπίσει ολότελα, νεκρά κομμάτια του
είχαν πέσει και ξεραίνονταν παραδίπλα,
και μια πληγή σε μέγεθος παλάμης είχε
ανοίξει ψηλά στο μπούτι. Εκεί, μια
γιγαντιαία πράσινη μύγα είχε θρονιαστεί
και το φως της λάμπας την έδειχνε καθαρά
να του γλείφει με την τριχωτή της
προβοσκίδα το κόκκαλο, να του ρουφάει
το αίμα και τον μυελό των οστών. Δίπλα
στο δρόμο κάποια σκόρπια αυτοκίνητα
περνούσαν, έπαιζαν λαϊκά τραγούδια στη
διαπασών· ένα ζευγάρι φιλιόταν σε ένα
παγκάκι· μέσα στο σουβλατζίδικο, ο
υπάλληλος έφτιαχνε την πίτα κι ο πελάτης
του ζήτησε να βάλει τυροκαυτερή αντί
για τζατζίκι. Η μύγα όσο πήγαινε και
μεγάλωνε, φούσκωνε χορτασμένη από το
αίμα κι από το πύον, μέχρι που έγινε ίσα
με τον νεκρό και τον κατάπιε.

         Σε
ένα λεπτό έφτασα λαχανιασμένος έξω από
την πολυκατοικία μου. Για πρώτη φορά
παρατήρησα την ταμπέλα του φούρνου, που
κρυβόταν πίσω από κάτι κλαδιά νεραντζιάς.
«Αρτοποιητής» έγραφε και μου φάνηκε
θλιβερό. Χτύπησα την πίσω πόρτα και
φώναξα τον φούρναρη, καθάριζε το μαγαζί.
Δεν περίμενε τέτοια ώρα να με δει. Τον
χαιρέτησα τυπικά και τον παρακάλεσα να
μου δώσει για λίγο το τηλέφωνο. Το πήρα
και απομακρύνθηκα ώστε να μην με ακούει,
γιατί δεν ήθελα να του δώσω αυτήν την
ικανοποίηση. Η μητέρα, αν και την ξύπνησα
μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα, χάρηκε πολύ
με τα νέα. 



1η δημοσίευση, θράκα, τεύχος 5-6