«Σήματα καπνού»: Ramiro Quintana, Οι εργάτες του κρύου (Σαιξπηρικόν, 2017) |
“Γράφω για να ξεφύγω από αυτό που κατανοώ”, έλεγε μια φωνή προς το τέλος
του “Ritmo vegetativo” (2008), του δεύτερου μυθιστορήματος του Ραμίρο
Κιντάνα. Το γράψιμο, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίχως γνώσεις, με το
να χάνεσαι, να αποτολμάς, να ξεφεύγεις από όσα γνωρίζεις (το παρελθόν,
το ύφος κλπ): αυτό είναι η προϋπόθεση (η μοναδική;) πίσω από τα μικρά,
όμορφα μυθιστορήματα του Ραμίρο Κιντάνα. Όχι τόσο αριστοκρατικός που να
“μιλά ώστε να φαίνονται σαν ελληνικά” όπως ο Γκόνγκορα. Αλλά περισσότερο
κύριος (η υπονόμευση της γλώσσας, η ειρωνεία, ο κωμικός καταστολισμός
της κάθε φορά και περισσότερο), αποτελεί μια προσφορά, ένα δώρο.
Σαν γέρος μάγος, στους “Εργάτες του κρύου”, ο Κιντάνα συνεχίζει να
προσφέρει υπνωτικές φράσεις με τη χρήση λέξεων προερχομένων από μια
γλώσσα που μόνο από συνήθεια ή φυγοπονία θα την αποκαλούσαμε ισπανική.
Προσοχή όμως: ο Κιντάνα μεταλλάσσεται. Από το “El intervalo” (2006) ως
τους “Εργάτες του κρύου” η γραφή του δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται.
Από τον Χουάν Χοσέ Σάερ και τον Φλορένσιο Σάντσες στο μπαρόκ και από το
μπαρόκ στο πικαρέσκο (ισπανικό και ντόπιο): ένα ταξίδι αποτελούμενο από
μια γνήσια και ενθουσιώδη περιέργεια για τη γλώσσα, γεμάτο κλιμακώσεις,
ανησυχίες (λογοτεχνικές αλλά και από τις άλλες) και στο οποίο, βιβλίο
με βιβλίο, εμφανίζονται επιδέξια άλλες κολορατούρες, άλλοι ρυθμοί και
στροφές. Το χιούμορ (ή καλύτερα, το γέλιο) ήδη παρόν στο “El intervalo”
δίνει χρώμα στην πλοκή. Στους “Εργάτες του κρύου” ξεπροβάλλει σχεδόν σε
κάθε φράση σαν η γραφή, λοιδορώντας συνειδητά την πρωτοφανή
ποικιλοχρωμία και τις αδυναμίες του κόσμου, δεν θα μπορούσε παρά να
αυτοσαρκαστεί, να παραστήσει τον παλιάτσο, να επιστρέψει στην ίδια για
να δηλώσει σιωπηλά την επιτηδευμένη μηδαμινότητά της.
Όπως ο Λεοπόλδο, ένας από τους “εργάτες” της βουκολικής ιστορίας, ο
Κιντάνα διασκεδάζει όπως όταν ήταν παιδί, “με τις εκκεντρικές του
εφευρέσεις, αναζητώντας νέα όρια, ξεπερνώντας τα παλιά, αν όχι,
αναζητώντας κάτι ανυπέρβλητο”. Εφευρέσεις επομένως που έχουν ως στόχο να
διευρύνουν τα όρια των λέξεων καθώς “τα όρια της γλώσσας μου είναι τα
όρια του κόσμου μου” (Βιτγκενστάιν). Κάποιες φορές, τα όρια αυτά
προβάλλουν αντίσταση· το λεξιλόγιο, άγριο, ατίθασο, δύσκαμπτο,
δυσχεραίνει την εξέλιξη. Το να γράφεις κοστίζει, έχει τίμημα. Το
μυθιστόρημα διεισδύει σε ευρηματικά μονοπάτια, σε εκτροπές, σε ημιτελείς
κόμβους καθώς φαίνεται να επεκτείνεται δίχως πλάνο. (Προς ποια
κατεύθυνση; Προς καμία). Εδώ κι εκεί η αφήγηση διακόπτεται, συνεχίζεται,
διακόπτεται, συνεχίζεται. Καθαρή, όμορφη κι επίμονη ανεπάρκεια. Και σαν
να μην έφτανε αυτό, η «κεντρική» ιστορία, που εξελίσσεται παράλληλα με
τα κωμικά διαλείμματα, δεν διακόπτεται εντελώς αλλά συνεχίζεται από κάτω
ενώ σιωπά: “Αλίμονο! Πόσο αφελής υπήρξα», αναφέρει κάποια στιγμή ο
αφηγητής του Κιντάνα που νόμισε ότι η ιστορία σταμάτησε ενώ «όχι μόνο
συνέχισε την πορεία της, αλλά το έκανε καλπάζοντας”.
Οι “Εργάτες του κρύου” είναι ένα βιβλίο μοναδικό, γραμμένο απαλλαγμένο
από το φόβο της αποδοχής από την αγορά, ένα βιβλίο που καμία σχέση δεν
έχει με την προχειρότητα, τις ραδιουργίες, τον εύκολο και φθηνό θόρυβο
που δίχως ενοχή μας χαρίζει τακτικά η σύγχρονη Αργεντίνικη λογοτεχνία.
Mariano Dupont