Καθημερινότητα
Η
Χριστίνα γυρίζει από τη δουλειά,
εντεκάμιση ώρες στο ταμείο του σούπερ
μάρκετ, παραμονές τριήμερου Καθαρά
Δευτέρας. Έχει μαζί της τα απαραίτητα
για να ετοιμάσει του Νίκου βραδινό αλλά
δεν βιάζεται. Εκείνος γυρνάει μεσάνυχτα.
Να τελειώσει πρώτα το ντελίβερι στην
κρεπερί που δουλεύει.
Η
Χριστίνα έχει χρόνο για ένα τσιγάρο και
για ένα γρήγορο ντους μέχρι να έρθει ο
άντρας της. Βάζει σε ένα ποτήρι νερό απ΄
τη βρύση και κάθεται στον καναπέ
αντανακλώντας την όραση της στο
μπεζαρισμένο τοίχο απέναντι της. Σκούρες
κηλίδες από υγρασία, λεκέδες από την
κάπνα, σκιές από τσακωμούς, δίνουν μία
εικόνα βρώμικου μωσαϊκού. Λες και κάποιος
πέταξε με βία μία σκακιέρα και κόλλησαν
εκεί πάνω τα τετράγωνά της σκορπώντας
μαύρες κι άσπρες κηλίδες πανικού στον
τοίχο. Λευκά-μαύρα, μαύρα-λευκά, μια
αδιάλειπτη μάχη που κανείς ως τώρα δεν
έχει κερδίσει. Οι αιώνιοι εχθροί δίνουν
τα χέρια λίγο πριν το τέλος της παρτίδας
και μετά στήνουν ξανά τα πιόνια.
Τίποτα
δεν σκέφτεται η Χριστίνα. Το μυαλό της
έχει στραγγίξει σα γιαούρτι. Σε πέντε
λεπτά τα βλέφαρά της σφραγίζουν σαν
πόρτες σε κελιά φυλακής που δεν έχουν
ανοίξει ποτέ από μέσα. Τώρα η γυναίκα
κοιμάται βαριά. Την άχαρη καθημερινότητα
την τυλίγει η σκοτεινή αγκαλιά ενός
ονείρου.
Στο
όνειρο είναι εκείνη πάνω σε μια σκακιέρα.
Οχτώ στρατιώτες ντυμένοι στα μαύρα τη
σέρνουν γυμνή πάνω στη λεία σα γυαλί
επιφάνεια του παιχνιδιού. Γύρω της άλλοι
στρατιώτες-πιόνια πεταμένα κάτω βογκούν
λαβωμένα κοιτώντας τη με οίκτο. Τα νιώθει
γύρω της να ξεψυχούν κλαίγοντας πιο
πολύ για την ίδια παρά για τη ζωή τους
που χάσανε στη μάχη. Μόλις οι δεσμώτες
της τη φτάνουν στην άκρη της σκακιέρας,
τη χτυπούν λυσσασμένα και την πετούν
κάτω στο τελευταίο τετράγωνο. Την
ατιμάζουν όλοι ένας ένας κάνοντας μεταξύ
τους σχόλια χλευαστικά.
Μερικά
τετράγωνα παραπέρα, ο βασιλιάς κοιτάει
αγέρωχος το μαρτύριο της μύησης. Με ένα
νεύμα του οι στρατιώτες σταματούν,
σηκώνουν ευλαβικά το κομματιασμένο της
σώμα και το μεταφέρουν κοντά του.
Καθαρίζουν τα τραύματά της ενώ της
φέρνουν ένα ολόλευκο μανδύα κι ένα χρυσό
στέμμα. Τη σηκώνουν όρθια, εκείνη στέκεται
τρέμοντας καθώς τους βλέπει να τη ντύνουν
βασίλισσα. Τότε οι στρατιώτες μπροστά
της χαμηλώνουν το βλέμμα τους και με
αργά βήματα οπισθοχωρούν δύο τετράγωνα
πίσω. Εκείνη, μία μεγαλοπρεπής πληγή
είναι σκυφτή και με δυσκολία αναπνέει.
Ο
βασιλιάς έρχεται δίπλα της. Με το χέρι
του, της σηκώνει ευθεία το κεφάλι και
της δίνει το σπαθί του. Χωρίς να κουνήσει
τα χείλη του, ούτε να την κοιτάξει, τα
λόγια του αντηχούν στη σκέψη της. «Ορίστε
το ξίφος σου Βασίλισσα», της λέει. «Πάρ’
το κι εκδικήσου».
Ο
ήχος από το κλειδί στην πόρτα την ξυπνάει.
Ανοίγει τα μάτια ριγώντας ακόμα από
αγωνία και πόνο και βλέπει τον Νίκο να
της χαμογελάει κρατώντας μια βιολέτα,
ποιος ξέρει από ποιον κήπο κλεμμένη.
«Για σένα γλυκιά μου», της λέει. «Σήκω
να φάμε, έφερα κρέπες».