ενοικιαστής
ήθους




πλάτη
στον τοίχο κι ανάσα φυλαγμένου πανικού


σε
σηκωμένους ώμους ανάμεσα
–κεφάλι
βυθισμένο


και
σάρκα εξέχουσα των άκρων




όπως
κουνιέται αντιλαμβάνεσαι το ρυθμό του
τραγουδιού


εκείνος
φορά ακουστικά στο διπλανό τραπέζι


όσο
μπροστά στη σκηνή το πλήθος, α! στοχάζεται


και…




επαίτης
ζωής:
βοηθήστε
με παρακαλώ που…


α!
που μαγαζί αμαγάριστο πατήθηκε από
λουβιάρη!


πετά
τ’ ακουστικά και με βιά αναλαμβάνει


να
καθαρίσει ευθύς κι ας πούμε, κοντολογίς


μη
καθυστερήσουν αι σκέψεις των ποιητών


επί
θεμάτων όπως: η ανέχεια των καιρών κι η


χρεία
της αντίδρασης, η αντιμετώπισις της και
λοιπά


μ’
ενδιάμεσους ποτά και ύφη πλανοδίων
αρνητών·


θα
φύλαξε ο τοίχος υποθέτω, καλά την άρνηση


στη
σκηνή αλλά και το μέλημα να κρυφτεί·


δε
ξέρω ποιον απ’ τους δυο να λυπηθώ καθώς


μπροστά
τους έχω


τον
επαίτη της ζωής ή την ποίησιν θρηνούσα


γυναίκα
ηλικίας διακορευμένη από ποιητών
προθέσεις


να
τη βγάλουν –όπως λένε– στο σφυρί


σύστημα
άξιο αξιών χρηματιστηρίου


καημένη!
πας κι εσύ! γριά και ξεδοντιάρα μ’ ατροφικό
μουνί


στα
δάχτυλα διαχειριστών του ήθους και του
χρήματος!


για
μιας δεκάρας ψωμί και όχι τη δόξα. ακούς;
ακούς;




δυο
χρόνια παρά μετά – Θεμιστοκλέους ογδόντα


οι
επενδυτές ._