ενότητα από την
υπό έκδοση συλλογή με τον τίτλο “Ο
τυφλός επισκέπτης”, εκδόσεις “Γαβριηλίδης”
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
α΄
Έβαζε τη σιωπή στη
διαπασών
κι έκρυβε αθόρυβα
ουρλιαχτά
μέσα σε γλάστρες
και σε πακέτα τσιγάρων.
Οι τοίχοι κιτρίνιζαν
τις νύχτες
και στο ταβάνι του
άνθιζαν
αναρριχητικά ποιήματα
βεγγαλικά της λύπης.
β΄
Ανέκαθεν του άρεσαν
οι κρύπτες, τα κελάρια,
τα μπαούλα, οι χαραμάδες,
οι σχισμές.
Τώρα κοιτάζει νικητής
μέσα από ένα διάπλατο
ουρανό
ένα παράθυρο έγκλειστο.
Ήρθε, επιτέλους, του
χώρου το πλήρωμα.
γ΄
Θα ‘ρθει ο καιρός
που διάττοντα ποιήματα
θα εκκρεμούν σε σκούρους
ουρανούς.
Οι εξουσίες σύξυλες θα
μένουν
και ξέφρενα τα όνειρα
θα μελοποιούν εκρήξεις.
Δεν είναι όραμα αυτό.
Είναι ο θυμωμένος
παπαγάλος μου.
δ΄
Ωχού! Αφήστε με ανήσυχο,
επιτέλους!
Εμένα η ηλικία μου είναι
πορτοκαλί.
Γενέθλιο κόκκινο
βυζαίνει και πειραχτήρι κίτρινο
που απ’ την κοιλιά
κλοτσά.
Άμα μεγαλώσω
θα ‘μαι μια γάτα στη
Φολέγανδρο
και θα νιαουρίζω από
ξυπόλυτη γαλήνη.
Κι όλα τ’ άλλα κουραφέξαλα.