Εκδόσεις
Σφεντάμι, σελ. 136

Ντάλα
μεσημέρι. Παρ’ ολίγον καύσωνας. Μουσική από ραδιόφωνο ανάκατη με θορύβους από
μακριά. Μια μικρή πλαστική υδρόγειος, χυμένα κλειδιά στο γραφείο και αδιάβαστα
βιβλία με ξεχασμένους σελιδοδείχτες σε τυχαίες σελίδες.

Διαβάζω
Γιώργο Ιωάννου και βρίσκω κάτι ιδιαίτερα οικείο στη γραφή του. Σε πρώτο πρόσωπο
όλα. Με πόνο και ειλικρίνεια. «Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο», θα πει. «Είναι για μένα κάτι σαν
ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι
βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί».

Εκατό
και κάτι σελίδες πραγματικής ποίησης από τις λαρισινές Εκδόσεις Σφεντάμι, σε
επιμέλεια του Γιάννη Καραγιάννη. Το ερωτικό αδιέξοδο μέσα από στίχους-σπαράγματα
καλύπτει το σύνολο του ποιητικού του έργου από το 1954 ως και τον θάνατό του. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί», θα πει,
«που δεν τους έχει απασχολήσει το ερωτικό
θέμα -το ερωτικό, όχι το σεξουαλικό- και δεν τους έχει καθορίσει περισσότερο
απ’ οτιδήποτε άλλο».

«Δεν είμαι πια ο νεαρός
που δεν καταλαβαίνει»
,
δηλώνει κάπου με όση πίστη του ‘χει απομείνει στον εαυτό του. «Αυτοί που πήγα να φωνάξω, αυτοί φταίνε»,
γράφει αλλού. Άλλωστε, «ό,τι φοβήθηκα με
βρήκε με το παραπάνω»
. «Σε τελική
ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το
θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με
πανικοβάλλει. Ενώ η μοναξιά μέσα στη μεγαλούπολη είναι το ιδανικό μου. Να είμαι
κοντά, αλλά όχι μαζί, για να μπορώ να δουλέψω…»