Γιώργος Γλαύκος
Κλέφτρα αφορμή
«Κυρ
Βαγγέλη, μου είπε η γιαγιά μου ότι θέλει μισό κοτόπουλο».
«Τι
το θέλει ρε μπόμπιρα η γιαγιά σου το κοτόπουλο; Αρρώστησε κανείς;»
Ο Βαγγέλης ήξερε
ότι η κυρά Πηνελόπη αγόραζε κοτόπουλο μόνο αν αρρώσταινε κανείς, για να του
φτιάξει σούπα να γιάνει. Ήταν ακριβό κι οι περισσότεροι στη γειτονιά δεν
μπορούσαν να το αγοράσουν μεσοβδόμαδα. Μεροκαματιάρηδες όλοι, κρέας έμπαινε στο
σπίτι μόνο κάθε Σάββατο, να το στείλουν στο φούρνο την Κυριακή το πρωί, να το
φάνε το μεσημέρι.
Τα ‘χασε με την
ερώτηση ο Παναγιωτάκης, ήταν δεν ήταν ακόμα οχτώ χρονών. Έξυσε τη μύτη του και
κοίταζε χαμένος το χασάπη. Ήταν τόση η χαρά του που του ανέθεσαν μια τόσο
σπουδαία αποστολή, που σ’ όλο το δρόμο τρεχάλα ως το χασάπικο, την επανελάμβανε
δυνατά, μην την ξεχάσει. Ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση η αγορά του κρέατος, δουλειά
του πατέρα του ή του παππού του.
Έπαιρναν λεφτά
απ’ το μισθό που τους κράταγαν οι γυναίκες τους και πήγαιναν καμαρωτοί στο
χασάπη. Κάθε τι άλλο το αγόραζαν εκείνες. Το κρέας ωστόσο το άφηναν στους άντρες
τους. Ήταν απόδειξη νοικοκυροσύνης και κοινωνικής προβολής να ταΐζεις με κρέας
την οικογένειά σου, απόδειξη ότι ο άντρας είναι ο αφέντης.
Ο Βαγγέλης έκοβε
ένα τεράστιο μοσχάρι με το μπαλτά με απλωτές κινήσεις των χεριών και του μικρού
του φαινόταν γίγαντας.
Επί τέλους ο
Παναγιωτάκης μίλησε: «Όχι δεν αρρώστησε κανείς. Ένας κλέφτης χτύπησε στο δρόμο
τη θεία Ντίνα και… δεν πήγε στη δουλειά».
«Τι είπες ρε;»
τινάχτηκε ο Βαγγέλης με τον μπαλτά στον αέρα.
Τρόμαξε το παιδί
βλέποντας αγριεμένο τον θεόρατο χασάπη και το ‘βαλε στα πόδια κρατώντας σφιχτά
στο στέρνο του το πακέτο με το κοτόπουλο.
Τον φοβόταν από
τότε που τον είδε να καβγαδίζει με κάποιον. Βρε τι σοκολάτες τον κερνούσε ο
Βαγγέλης, τι γλειφιτζούρια, τι παιχνίδια, ό,τι και να του έδινε, το άρπαζε με
παιδική λαχτάρα κι έφευγε τρέχοντας και φωνάζοντας από μακριά ‘ευχαριστώ’.
Το νέο μαθεύτηκε
στη γειτονιά κι όλοι πήγαιναν στης Πηνελόπης. Δεν τους πείραζε που της πήρε την
τσάντα, έλεγαν μάνα και κόρη. Αυτό ήταν το λιγότερο κι ας είχαν για μεγάλη
γρουσουζιά το κλέψιμο όλοι στο φτωχογειτονιά. Ήταν καταστροφή, έδιναν
μεταφυσικές ερμηνείες, έφτυναν τον κόρφο τους, έριχναν ευχές και κατάρες,
άναβαν κεριά, πιστεύοντας πως έτσι ξορκίζουν κι αποτρέπουν τη συμφορά.
«Πού καταντήσαμε»
μουρμούριζαν οι γείτονες και σχεδόν απολάμβαναν το θέαμα της χτυπημένης Ντίνας,
λες κι έβλεπαν ταινία στο σινεμά.
Ο Παναγιωτάκης
έγινε ο πρωταγωνιστής ανάμεσα στα παιδιά που έφερναν οι γείτονες. Φούσκωνε και
ξεφούσκωνε περιγράφοντας με λόγια και κινήσεις τη μάχη που έδωσε η θεία του με
τον κλέφτη. Τα πιτσιρίκια τον άκουγαν με ανοιχτό στόμα, γεμάτα ζήλια που είχε
την τύχη να ζήσει αυτό το συγκλονιστικό γεγονός. Σε κάθε νέα φουρνιά
πιτσιρικάδων, έβαζε και παραπάνω σάλτσα, ώσπου στο τέλος έφτασε να πιστεύει ότι
ήταν δίπλα στη θεία του την ώρα της μάχης με τον κλέφτη.
Η κυρά Πηνελόπη
μπούχτισε απ’ τα πιτσιρίκια και με το θάρρος του τραγικού γεγονότος, βγήκε στην
αυλή να τα διώξει: «Παιδιά, άντε έξω να κάτσουν οι μεγάλοι, δε χωράμε».
Η ταραγμένη συμπόνια
για τη Ντίνα είχε πάρει τώρα κάτι σχεδόν γιορτινό. Είχαν μαζευτεί τόσο πολλοί
στο σπιτάκι και την αυλή που άρχισαν να γίνονται και προξενιά.
Το κουβεντολόι
κόπηκε μαχαίρι, από ένα βογγητό της Ντίνας στη σάλα. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν
πάνω της. Όσοι βρίσκονταν στην αυλή έχωσαν το κεφάλι μέσα στα δύο παράθυρα.
Ίσως ήταν τυχεροί κι έβλεπαν κάτι από αυτό που έζησε η Ντίνα. Έπεσαν έξω. Το
βογγητό ξέφυγε από άτσαλη κίνηση κι αμέσως το γύρισε σε χαμόγελο. Εκείνο το γυναικείο
χαμόγελο που θέλει να ρουφήξει κάθε φόβο, να τον μετατρέψει σε ζωή. Κοίταξε
τους δικούς της και τους γείτονες χαμογελαστά, σαν μάνα που έλεγε στα παιδιά
της πως δεν είναι τίποτα, θα περάσει γρήγορα.
Είχε τεράστιες
μελανιές στα πόδια και στα χέρια, ίσως και κάποιο κόκαλο σπασμένο. Ο πόνος
άρχισε να δυναμώνει όταν κρύωσαν τα τραύματα και, τι παράξενο, όσο πιο πολύ
πονούσε, τόσο πιο πολύ γλύκαινε το χαμόγελό της. Σήκωνε διακριτικά τη φούστα της,
να δουν οι φίλες της τις μελανιές, να της βάλουν πάγο. Όμως οι στιγμιαίες
ματιές που αντάλλασσε με τη μάνα της, έλεγαν άλλα. Μόνο η κυρά Πηνελόπη
καταλάβαινε πόσο πονούσε, μα έπαιζε κι εκείνη το ίδιο κρυφτό. Το θεωρούσαν
αγένεια να δείχνουν τα βάσανά τους μπροστά σε ξένο κόσμο.
Η μικρή αυλή
είχε γεμίσει πια ασφυκτικά. Η εμφάνιση όμως της θείας Μερόπης ήταν πάντα γεγονός.
Δεύτερη αδελφή της Πηνελόπης, εβδομηνταπεντάρα, αδύνατη, κοντούλα, κρατούσε
ακόμα την ομορφιά και την κορμοστασιά της νιότης της. Μαυροφορεμένη, είχε χάσει
πριν τρία χρόνια τον άντρα της, κι όχι τόσο περιποιημένη όσο θα ‘θελε όμως έφυγε
τρέχοντας μόλις το έμαθε από ένα παιδί που της έστειλαν. Ίσα που πέρασε δυο
χρυσές βέργες στο χέρι και την αλυσίδα με το μεγάλο σταυρό στο λαιμό της. Δεν
είχε παιδιά, η Ντίνα ήταν και δική της κόρη μόνο που ποτέ δεν της έπαιξε τη
δεύτερη μάνα. Προτίμησε το ρόλο της φίλης, έλεγαν τα πάντα μεταξύ τους,
κάνοντας τις άλλες θείες να ζηλεύουν αν και κατά βάθος αυτό που δεν της
συγχωρούσαν οι αδελφές της ήταν που παρέμεινε λιγνή.
«Ας είχε κάνει κι
αυτή παιδιά και θα σου έλεγα εγώ», ψιθύριζαν κακιασμένα όποτε συναντιόνταν στης
Πηνελόπης που τις αγριοκοίταζε.
Όλοι γνώριζαν
την αδυναμία που είχε στη Ντίνα και περίμεναν να δουν τη σκηνή της συνάντησης. Και
δεν απογοητεύτηκαν. Χωρίς να χάσουν ούτε στιγμή το χαμόγελό τους, τα δάκρυά
τους έτρεχαν ασυγκράτητα. Η Μερόπη αγκάλιασε σφιχτά την ξαπλωμένη Ντίνα κι αμέσως
μετά, δίχως κουβέντα, άνοιξε το κομψό μαύρο τσαντάκι της κι έβαλε κραγιόν στα
χείλη της ανιψιάς της υπό το βλέμμα της Πηνελόπης που αναστέναξε, λες κι αυτή
ήταν η σωστή συμπεριφορά. Ύστερα της έβαλε και πούδρα. Οι γείτονες σκέφτηκαν
ότι το έκανε μέσα στην ταραχή της. Εκείνες οι τρεις όμως ήξεραν. Η Μερόπη δεν
θα επέτρεπε σε κανέναν να πει ότι η λατρευτή της Ντίνα ήταν απεριποίητη. Σε
απόλυτη συγκέντρωση, σκούπισε με το δάχτυλό της λίγο κραγιόν που της ξέφυγε,
απομάκρυνε το πρόσωπό της να την δει καλύτερα και μόλις σιγουρεύτηκε ότι είναι όπως
πρέπει, ηρέμησε. Της έστρωσε χαμογελώντας τα πυκνά μαύρα μαλλιά, κοιτάχτηκαν με
ικανοποίηση και κάθισε δίπλα της σε μια καρέκλα που της πρόσφερε μια φίλη της
Ντίνας.
Μόλις έφυγε ο
Παναγιωτάκης, ο Βαγγέλης έβγαλε βιαστικά τη γεμάτη αίματα ποδιά του, σπάζοντας
ένα κουμπί από την αγωνία του. «Γέμισε δυο τσάντες με αρνί, χοιρινό, μοσχάρι
και μην ξεχάσεις το κοτόπουλο. Άντε, τέλειωνε» ούρλιαξε στον παραγιό του.
Φόρεσε το πουκάμισο που κρεμόταν στην αποθήκη. «Δεν ξέρω αν θα γυρίσω, αν
αργήσω να κλείσεις μόνος σου, εντάξει;»
Ο παραγιός ήταν
μέσα στο ψυγείο και δεν έμαθε τι έγινε όμως το ύφος του αφεντικού έλεγε πως
συνέβη κάτι τρομερό. Τον είδε να φεύγει τρέχοντας με τις βαριές τσάντες.
Ακούστηκε ξανά το
τρίξιμο της καγκελόπορτας. Η Ντίνα έστρεψε το βλέμμα της με αγωνία. Επιτέλους
ήρθε. Κι ευτυχώς ούτε ο άντρας της ούτε ο πατέρας της ήταν παρόντες.
Ο Βαγγέλης δεν
χαιρέτησε κανέναν στην αυλή. Όρμησε στη σάλα με το μπαουλοντίβανο όπου βρισκόταν
η Ντίνα. Τον κοιτούσε και νόμιζε ότι η καρδιά της θα πεταχτεί απ’ το στήθος της.
Της πέρασαν οι πόνοι μονομιάς. Σκούπισε τα δάκρυά της. Μια φορά παλιά που την
είδε να κλαίει, έσπασε ό,τι βρέθηκε μπροστά του. Τι κι αν πήρε άλλον, η Ντίνα
παρέμεινε η μοναδική του αγάπη. Και η δική της, άλλο που τον πόνεσε και τον
άντρα της με τα χρόνια.
Η Μερόπη κι η
Πηνελόπη πήραν τις τσάντες με τα κρέατα να τις πάνε στην κουζίνα. Ο Βαγγέλης
κάθισε στην καρέκλα της θείας κοιτώντας βουβός τη Ντίνα. Κι εκείνη το ίδιο
αμίλητη και καρφωμένη στα μάτια του. Αδιάφοροι για το θέαμα που χάριζαν στους
γείτονες. Ευτυχώς το μακιγιάζ της Μερόπης ξεγέλασε κάπως τον Βαγγέλη. Εκεί που
τόλμησε να της χαϊδέψει το χέρι, ακούστηκαν φωνές από την αυλή.
«Ήρθε ο γιατρός!»
Ο Βαγγέλης σηκώθηκε
σεβαστικά συνεχίζοντας να την παρατηρεί όλο λατρεία και πόνο. Σε λίγο βγήκε
αναγκαστικά στην αυλή κι άναψε τσιγάρο. Μόλις τότε πρόσεξε πόσο έτρεμαν τα
χέρια του. Έβριζε μέσα του τον εαυτό του θεωρώντας τον υπεύθυνο γι’ αυτό που έγινε.
Αν την είχε παντρευτεί, δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει και να κινδυνεύει στους
δρόμους. Βασίλισσα θα την είχε αλλά ας όψεται η μάνα του που δεν την ήθελε.
Είχαν τσακωθεί μια φορά στη λαϊκή και ούτε να την ξαναδεί από τότε, δεν θα
έδινε τον κανακάρη της σε μια γλωσσού. Όταν πέθανε η μάνα του, ήταν πια αργά.
Ένοιωσε ένα
σκούντημα στον ώμο. Ήταν ο άντρας της Ντίνας, ο Γιαννάκης. Μικροκαμωμένος,
πενηντάρης, καραφλός, έμοιαζε με νάνο δίπλα στο Βαγγέλη.
«Τι κάνεις
Γιαννάκη;» τον ρώτησε αμήχανα με σκυφτό κεφάλι.
Δεν άντεχε να
τον κοιτάξει στα μάτια, ήξερε πως αυτό που έκανε με τη γυναίκα του ήταν άτιμο, αλλά
ο έρωτάς τους ήταν αξεπέραστος. Χανόταν μέσα στο τεράστιο κορμί του η Ντίνα στο
ξενοδοχείο όπου πήγαιναν οι αβλόγητες, σε μιαν απόμακρη γειτονιά. Είκοσι χρόνια
όλα τα απογεύματα που ήταν κλειστό το χασάπικο εκεί. Η Ντίνα έλεγε πως πήγαινε
στη θεία της τη Μερόπη.
Η
πόρτα της σάλας άνοιξε και βγήκε ο γιατρός. Όλοι κρεμόντουσαν από το στόμα του,
όμως δεν μίλησε σε κανέναν. Ήθελε να τα πει πρώτα στην κυρά Πηνελόπη που έψηνε
καφέδες και δεν κατάλαβε ότι βγήκε στην αυλή. Η θεία Μερόπη τον είδε απ’ το
παράθυρο, βγήκε και τον τράβηξε σε μια άκρη, να μην ακούσουν οι άλλοι.
«Μην ανησυχείς,
δεν υπάρχει σπάσιμο, σε λίγες μέρες θα είναι μια χαρά».
Σταυροκοπήθηκε η
Μερόπη και χαμογέλασε. Η καρδιά της να σπάσει από την αγωνία, περίμενε κάτι
ακόμα απ’ τον γιατρό που δίσταζε.
«Λέγε, άνθρωπέ
μου» είπε τελικά, εκνευρισμένη.
«Από την ταραχή
της, είχε λίγο αίμα…»
Η Μερόπη έσφιξε
τα χείλη.
«Όλα καλά. Το
παιδί δεν έχει πρόβλημα».
Τότε ξέσπασε η
Μερόπη. Βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα σωθικά της και του φίλησε τα χέρια.
Ήταν η μόνη που ήξερε πως ήταν έγκυος απ’ το Βαγγέλη η Ντίνα. Άνοιξε το
τσαντάκι της κι έδωσε λεφτά στον γιατρό.
«Γιατρέ μου, μην
πεις σε κανέναν τίποτα για την εγκυμοσύνη, σε παρακαλώ. Δεν τα πάνε καλά με τον
άντρα της και σκέφτεται μήπως το ρίξει».
Γύρισε στους
γείτονες που αδημονούσαν: «Είναι καλά μόνο ξεκούραση χρειάζεται» είπε
χαμογελαστά. Άρχισαν ένας, ένας να φεύγουν.
Μπήκε στη σάλα.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσει. Η Ντίνα είδε το λαμπερό της πρόσωπο και κατάλαβε. «Άντε
θεία, βοήθα με να πάω σπίτι μου».
«Όχι, στο δικό
μου σπίτι θα πάμε κορίτσι μου».
Ο Βαγγέλης απομακρύνθηκε
από το Γιαννάκη. Η Μερόπη τον κρυφοκοιτούσε απ’ τη σάλα τρομαγμένη μήπως του ξεφύγει
καμιά λέξη στη φουρτούνα του. Βγήκε χαμογελαστή κι ανακοίνωσε στους δύο άντρες
ότι θα πάρει τη Ντίνα μαζί της, κοιτώντας με νόημα τον Βαγγέλη που γούρλωσε τα
μάτια του και παραλίγο να την αγκαλιάσει από τη χαρά του. Η Μερόπη του έριξε
μια αυστηρή ματιά που του έκοψε τον αέρα και τον ανάγκασε να χαιρετήσει
ευχόμενος περαστικά.
Το βράδυ χτύπησε
το κουδούνι της με δυο τσάντες γεμάτες κρέατα. Η Μερόπη την πήρε από τα χέρια
του ενώ ο Βαγγέλης μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της όπου βρισκόταν η Ντίνα.
Μαθημένος να τη σφίγγει δυνατά την έκανε να ξεφωνίσει από τον πόνο. Τα μάτια
της τον κοιτούσαν βουρκωμένα, αλλά τα χείλη της χαμογελούσαν.
«Σιγά βρε
αγριάνθρωπε, θα τη σακατέψεις» του είπε γλυκομαλώνοντάς τον η Μερόπη απ’ την
πόρτα. Χωρίς να τη βλέπει, η θεία έκανε νοήματα στην ανιψιά να του μιλήσει
επιτέλους όταν χτύπησε το κουδούνι.
Ο Γιαννάκης.
Μάταια προσπάθησε η Μερόπη να τον πείσει ότι η Ντίνα κοιμάται. Μπήκε στα νύχια
στην κρεβατοκάμαρα. Μόλις αντίκρισε τον Βαγγέλη πέτρωσε. Έκανε μεταβολή κι
έφυγε αμίλητος.
«Άντε, φύγε κι
εσύ», είπε η θεία Μερόπη, «τόση ταραχή δεν την αντέχει ο γιος σου» κι η φωνή
της ακούστηκε παιχνιδιάρικη λες και χάρηκε μ’ αυτό που έγινε. «Άντε κι αύριο
μέρα είναι, πρέπει να κοιμηθεί». Μιλούσε τσιτώνοντας τα σεντόνια κι ύστερα δεν
κρατήθηκε, έσκασε στα γέλια. Η Ντίνα σταυροκοπήθηκε με τη σκέψη πως αν δεν της
είχε επιτεθεί ο κλέφτης, δεν θα έβρισκε αφορμή να ξεκαθαρίσει τη ζωή της.
Ο Βαγγέλης
τεράστιος κι ολόρθος πάνω απ’ τις δύο γυναίκες. Δεν κατάλαβε αμέσως τι άκουσε.
Όταν εδέησε, άρπαξε τη Ντίνα στην αγκαλιά του, πανηγυρίζοντας με γέλια και
φωνές. Η Πηνελόπη χαμογελούσε με σκυφτό κεφάλι έξω απ’ την πόρτα της αδελφής
της, αφού πρώτα είπε ευγενικά στον Γιαννάκη: «λεβέντη μου, δεν ήταν το τυχερό
σας…»
Την πρώτη μέρα
στο νηπιαγωγείο, ο γιος της Ντίνας και του Βαγγέλη είχε συνοδούς εκτός απ’ τους
γονείς του, τον δεκατριάχρονο Παναγιωτάκη, τη θεία Μερόπη και τη γιαγιά
Πηνελόπη στα μαύρα.