Η ΣΤΙΓΜΗ
Οι μάσκες άρχισαν να υποχωρούν
τώρα τα πρόσωπα φωτίζονται από ρυτίδες
κι η αντοχή εγκλωβίστηκε σε δωμάτια μπαρόκ.
Στο μεταξύ το βιβλίο της ζωής
γεμίζει από παρανθέσεις
( όλη η ζωή μια παρένθεση χωρίς υπόθεση )
κι οι πρώτες πασχαλιές μια περιφρόνηση
από τα πολλά σκουπίδια
τα στοιβαγμένα μπροστά στις πόρτες μας
κι οι μαργαρίτες μια διαμαρτυρία.
Αυτά τα βλέπεις κάθε πρωί
που λογαριάζεις τη μέρα αλλιώς
ενώ εκείνη έχει τις δικές της αρχές
κι εσένα σ’ αφήνει να μετράς τις ώρες της
μήπως κι απομονώσεις μια Στιγμή
που χρόνια παζαρεύεις στα βιβλία,
ακόμη και σε γιορτές και σ’ επετείους
σ’ όλες τις αργίες που μυρίζουν ξεκούραση
εσύ κυνηγάς δύσκολους ουρανούς:
η κρυφή γοητεία της αλήθειας.
***
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙΌλοι θεωρήσαμε το παιχνίδι αυτό βολικό
το παιχνίδι της ομίχλης το απόγευμα
την ώρα που κοιτάζαμε φθαρμένα τοπία
με τις ελάχιστες υποσχέσεις ή τις πολλές
μόνο για τους επιτήδειους των μυστικών.
Το θεωρήσαμε βολικό
ίσως γιατί μας τυφλώνει:
τις εκδρομές εκείνες στην Πάρνηθα και στο Μαραθώνα
δεν τις συλλογιζόμαστε με τα μάτια·
μόνο με το νου.
Αυτά τα παιδιά στην πλατεία
μου θύμισαν και πάλι την παλίρροια
των πόθων, μπορεί και των φίλων
που δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτα.
Είχε δίκιο εκείνος ο άνθρωπος·
«οι δρόμοι είναι παγίδες» είπε
κι έδειξε μιαν άδεια καρέκλα στο βάθος του
μαγαζιού.
Το θεωρήσαμε βολικό χωρίς να το πιστεύουμε:
όταν πλησιάζεις τις μορφές απομακρύνεσαι
θέλω να πω διστάζεις να ξεδιπλωθείς
να σπάσεις τα παγόβουνα που διογκώνονται
από ακατανόητες συμπτώσεις.
Τώρα καταλαβαίνω τη μελαγχολία του καλλιτέχνη
που εκτίθεται στο κοινό
την ανασφάλεια της πρώτης αγάπης
τα κόκκινα φώτα στα φανάρια και στα υπόγεια.
Η ομίχλη πλαισιώνει τις σκιές στις αποβάθρες
των λιμανιών·
εμάς η λήθη.
***
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Παράθυρα φορτωμένα με ευθύνες
γι’ αυτά που είδαν και δε μίλησαν
τα τζάμια η άλλη όψη του ήλιου
παραμορφωμένη
οι αιθέρες κρατούν καλά τα σύννεφα
που διέφυγαν απ’ το δωμάτιο.
Μην προσπαθήσεις να προσεταιριστείς
τις υλικές λέξεις
είναι μόνο για όσους μπορούν
να τρέφονται με λόγια πολλά.
Οι άλλες λέξεις θ’ αποκρυπτογραφήσουν τη ζωή μας
και θα σου μάθουν να μη ζητάς μεγάλες χάρες
μονάχα το σώμα μου
που περιμένει στη γωνιά το άγγιγμά σου.
Δύσκολες αυτές οι λέξεις
ίσως αμεληθούν γρήγορα
απ’ την ανάγκη μιας σύγχρονης ανάγνωσης
της ταλαιπωρίας και της απόστασης.
Αυτά τα νιώθεις όταν επιστρέφεις σ’ εμένα
γιατί η ενοχή είναι αφόρητη
τώρα δεν είσαι μόνη
τώρα οι λέξεις σου μπερδεύονται
δεν είναι πια υλικές.
Τα σύννεφα διαλύθηκαν
και τα παράθυρα αθωώθηκαν
και τα τζάμια γέμισαν πια ήλιο
καθώς με φίλησες
κορίτσι των άυλων λέξεων.
***
Από την ποιητική συλλογή ”Ανάπηροι δρομείς ”, εκδ.Στοχαστής, 2012
O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε
στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει
εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012 και «Ο σκοπευτής της
μνήμης» το 2013, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.