Προχθές μου χάριζες ροδοπέταλα

πριν ένα μήνα περπάτησες

αλλά η ανθρωπότητα

άκου πως βαριανασαίνει

κοιμάται αιώνες τώρα ύπνο φριχτό

μ’ εφιάλτη επίμονο πως τάχα σε κήπο

ξυπνά βρέφος που το χαϊδεύει ο ήλιος.

Εσύ γλυκά κοιμήσου.

Εδώ θα ‘μαι σαν ξυπνήσεις

να σου πω:

τα τα

να μου χαρίσεις ροδοπέταλα

να περπατήσουμε μαζί θλιμμένες λεωφόρους

με το χαμόγελο ψηλά γιορτινά ντυμένοι

γιατί δε γίνεται αλλιώς

γιατί δεν είμαστε πρωτόπλαστοι ούτε πίθηκοι

αλλά σοκάκια μιας άγνωστης πόλης.

Μικρουλίνι

γαλάζια φλούδα ο ουρανός

συνέχεια αλλάζει διαθέσεις

σαν τους ανθρώπους.

Να τους κοιτάς στα μάτια

θα καταλάβεις τότε.

Σιωπηλά να τους ακούς

μην τους φοβάσαι.

Κοιμήσου τώρα.

Ξέρω παραμύθια να σου πω

αλλά μην τα πιστέψεις

αγωνία θα πλημμυρίσει

τη μικρούλα καρδιά σου

θα ταράξουν τον ύπνο σου.

Στον κόσμο αρέσουν τα παραμύθια

δεν του αρκεί αυτό που ζει.

Η φαντασία του τέρας προϊστορικό

τον κυνηγάει αλύπητα γι’ αυτό

βλέπει αυτό τον επίμονο εφιάλτη

πως τάχα παιδί ξυπνά μέσα σε δάσος

κι έχει νυχτώσει.

Στην αγκαλιά του Ομήρου θα ταξιδέψουμε

θ’ αλλάξουμε τρένα και σταθμούς

γελαστοί επισκέπτες μεγάλων πόλεων

μπροστά σε μνημεία της ανθρώπινης τρέλας

θα σου σφίξω το χέρι.