ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Τις
νύχτες δεν κυκλοφορώ στο σπίτι
Κουκουλώνομαι
και κάνω πως κοιμάμαι
Δεν
πάω καν στην τουαλέτα
–
Έχω μια πάπια κάτω απ’ το κρεβάτι –
Μετά
τις δώδεκα κυκλοφορούν φαντάσματα
Στο
χολ κυρίως, μα συχνάζουν στο σαλόνι
Θαρρώ
και στην κουζίνα σουλατσάρουν κάπου-κάπου
Ένα
χταπόδι που καπνίζει αναμνήσεις
Ο
πειρατής που καρτερά να με ναυτολογήσει
Οrockerπου περιγελά την ντροπαλότητά μου
Της
Αφρικής ένα τουμπανιασμένο βρέφος
Ο
άστεγος που ούτε σημασία του ’χα δώσει
Αλλά
κυρίως το φάντασμα της εφηβείας μου
Που
αραχνιασμένο κι άσχημο σέρνει τις αλυσίδες
ΠΩΛΗΤΗΡΙΟ
Πωλείται
ελπίς
Με
το κιλό ή το τεμάχιο
Ή
μάλλον ξεπωλείται
Να
βάλεις στην προθήκη
Μου
φαίνεται πιο δραματικό
Λιγάκι
πιο χυδαίο
Και
πιο νωρίς θα κλείναμε
Αγαπητέ
συνέταιρε
Αυτό
το μαγαζάκι
Που
ροκάνισε στα ρολά του
Τα
καλύτερά μας χρόνια
Μιαν
ώρα αρχύτερα ν’ ανακαλύπταμε
Έναν
καινούργιο βίο επιτέλους
Μια
νέα χρυσοπηγή